Παν. Νέλλα, Κοινωνία Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1974, σελ. 350- 363 Ο θάνατος του Θεου είναι ένα από τα κεντρικά θέματα όχι μόνο της σύγχρονης Δυτικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, αλλά και της ίδιας της Θεολογίας. Τα τελευταία χρόνια γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες σχετικές μ' αυτό, ανέβηκαν έργα στο θέατρο, γυρίσθηκαν ταινίες, το θέμα ξέφυγε από τα μελετητήρια των ειδικών και απασχολεί το ευρύτερο κοινό. Το άρθρο τούτο έχει σκοπό να δώση, στην αρχή, μια γενική ενημέρωση και μια ερμηνεία για το φαινόμενο, και να προσπαθήση στη συνέχεια, αφού το τοποθετήση με βάση τα ορθόδοξα κριτήρια, να σκιαγράφηση τη συμβολή, που θα μπορούσε να προαναφέρη η Ορθοδοξία συμμετέχοντας στη σχετική συζήτηση. Στο χώρο της φιλοσοφίας το θέμα αρχίζει με το Νίτσε, για τον οποίο, όπως είναι γνωστό ο θάνατος του Θεού αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα είναι ταυτόσημος. Με την ανατροπή όλων των αξιών, ολόκληρης της υπεραισθητής περιοχής, σύμπαντος του κόσμου των ιδεών και των ιδανικών. Μοναδική και υψίστη αξία μένει για το Νίτσε ο άνθρωπος, ο «υπεράνθρωπος»: Πού είναι ο Θεός; γράφει ήδη στα 1882. Θα σας το πω εγώ. Τον σκοτώσαμε. Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες του... ο Θεός είναι νεκρός... ο Θεός θα μείνη νεκρός. Τι άλλο είναι οι εκκλησίες παρά οι τάφοι και τα μνήματα του Θεού;». Ο Νίτσε στην εποχή του αναγκάζεται να βάλη τα λόγια αυτά στο στόμα ενός τρελλού ανθρώπου. Αλλά ο Σάρτρ επαναλαμβάνει με πλήρη άνεση το ίδιο κήρυγμα κατά την έναρξη του Β' παγκόσμιου πολέμου, μιλώντας σε μια δημόσια συγκέντρωση στη Γενεύη: «Κύριοι, ο Θεός πέθανε. Σας αναγγέλλω, κύριοι, το θάνατο του Θεού». Το τι σημαίνει για την άθεη υπαρξιακή φιλοσοφία ο θάνατος του Θεού μας το αποκαλύπτει με ενάργεια η αντίστοιχη λογοτεχνία. Αφού δεν υπάρχει θεός, άρα δέν υπάρχει παρά η βιολογική ζωή. Με διονυσιακή αγαλλίαση ο Καμύ υμνεί στα πρώτα του έργα το μεγαλείο και τη χαρά αυτής της ζωής· την ομορφιά που κλείνει μέσα της μια ζεστή μέρα στην ακροθαλασιά, μια χειμωνιάτικη νύχτα, που η οικογένεια είναι μαζεμένη γύρω στη φωτιά. Αλλά η βιολογική ζωή είναι η «εν φθορά» ζωή και ο ίδιος ο Καμύ, όσο προχωρεί , ανακαλύπτει μέσα στη ζωή το σαράκι αυτό της φθοράς, που κλέβει τη χαρά, που απομυζά την ουσία και αφίνει ανούσια και ανόητη τη ζωή, που δημιουργεί μέσα στον άνθρωπο την αίσθηση του χάους και του κενού, πράγμα που τόσο έντονα περιγράφεται στον «Ξένο», και που ο Σάρτρ με τόση επιτυχία, ονομάζει στο ομώνυμο έργο του «Ναυτία». Ο υπαρξιστής άνθρωπος νοιώθει το θάνατο όχι σαν κάτι μακρυνό, κάτι που τον περιμένει στο τέλος της ζωής του, αλλά σαν κάτι που βρίσκεται μέσα του. Η δαμόκλεια σπάθη του θανάτου κρέμεται αδιάκοπα πάνω του και μέσα του, ακρωτηριάζει τα όνειρά του, κόβει στη μέση τις πιο ευγενικές προσπάθειες του, περιορίζει ασφυκτικά τα όρια της ύπαρξής του, είναι, όπως λέει ο Καμύ, ένας Σίσυφος, που αγωνίζεται να ανεβάση ως την κορυφή του βουνού την πολύτιμη πέτρα της ζωής του και, μόλις κοντεύη να φτάση στο τέρμα, η πέτρα του φεύγει και κατρακυλάει πάλι στο βυθό. Αισθάνεται εγκαταλειμμένος και έρημος. Καταδικασμένος να βλέπη, καταλαβαίνει και συνειδητοποιεί ότι ζη το παράλογο. Ο Η eidegger ομολογεί ότι βρίσκεται, χωρίς να το επιδιώξη, ριγμένος και εγκαταλειμμένος σ'ένα καντόνι του σύμπαντος, υποχρεωμένος να ζη. Με τη γεύση αυτή του κενου στην ψυχή, ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στο καθιερωμένο από αιώνες κήρυγμα του μεταγενέστερου δυτικού Χριστιανισμού, που προσφέρει σαν λύση στην ταλαιπωρία της επίγειας ζωής την υπόσχεση για τη μακαριότητα της μετά θάνατο ζωής, που θεωρεί αυτή εδώ τη ζωή σχεδόν αποκλειστικά σαν τον χώρο, στον οποίο με τα έργα (Ρωμαιοκαθολικοί) ή την πίστη (Προτεστάντες) , γίνεται ή δε γίνεται κανείς άξιος να κληρονομήση την αιωνιότητα. Μπροστά όμως στην άποψη αυτή, που διακρίνει υπερβολικά το χρόνο από την αιωνιότητα, τη γήϊνη από την ουράνια ζωή, και σχετικοποιεί απελπιστικά τη σημασία της πρώτης, ο σύγχρονος άνθρωπος στέκεται με αποτροπιασμό. «Αν υπάρχη μια αμαρτία κατά της ζωής, γράφει ο Καμύ, δεν είναι τόσο το να απελπιστούμε, από αυτή, όσο το να ελπίσουμε σε μιαν άλλη ζωή, το να αφήσουμε να ξεκλέψη την αγάπη μας για τη συγκεκριμένη ζωή το ανελέητο μεγαλείο μιας δήθεν αιώνιας ζωής. Και στο όνομα της καθημερινής, χειροπιαστής ζωής, ο Καμύ αρνείται να πιστέψη σε μιαν άλλη, ωραία έστω και αιώνια, άλλα πάντως άλλη ζωή. Ο Σάρτρ είναι στο σημείο αυτό περισσότερο απόλυτος. Η πίστη σε μια άλλη ζωή, λέει, είναι ακριβώς εκείνη που φέρνει το θάνατο σ' αυτή εδώ και ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Και, προωθώντας την αμφισβήτηση του ως τον ίδιο το Θεό, υποστηρίζει ότι ο ένας Θεός, που δεν παίρνει στα σοβαρά αυτή εδώ τη ζωήν του ανθρώπου, που δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα ιστορικά προβλήματα του, αλλά που υποβιβάζει τον ανθρώπινο βίο σε μια περίοδο εξιλασμού και ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης, μπορεί βέβαια να είναι δίκαιος, αλλά δεν είναι ασφαλώς φιλάνθρωπος Θεός. Είναι ένας πατέρας εγωιστής και σαδιστής, που αρέσκεται να βλέπη το τέκνο του να βασανίζεται και να εκλιπαρή για να έχη ο ί διος τη χαρά να του προσφέρη, όποτε αυτός θελήση, τη σωτηρία. Αλλά μια τέτοια σωτηρία, είναι για το σύγχρονο, ενήλικο όπως αυτοχαρακτηρίζεται άνθρωπο, απαράδεκτη και ένας τέτοιος πατέρας είναι άχρηστος. Είναι προτιμότερο, κατά την άποψη αυτή, για το παιδί, να κόψη κάθε σχέση με τον Πατέρα και να προσπαθήση να σωθή μόνο του. Γι' αυτό και ο Σάρτρ, που δεν έχει γνωρίσει τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, για τη θεανθρώπινη συνεργία, σύμφωνα με την οποία η πίστη δεν καταπιέζει, αλλά αναπτύσσει και ολοκληρώνει τον άνθρωπο, τονίζει κατηγορηματικά ότι η πίστη στο δίκαιο αλλά σαδιστή θεό υποβιβάζει, εξευτελίζει και ψευτίζει τον άνθρωπο. Συνέπεια λογική της τοποθέτησης αυτής είναι ότι για να υπάρξη ελεύθερος και γνήσιος ο άνθρωπος πρέπει να μην υπάρχη ο Θεό ς. Στο φοβερό έργο του που έχει τον ειρωνικό τίτλο: «Ο διάβολος και ο θεούλης» ο κεντρικός ήρωας, μετά από μια εναγώνια αναζήτηση της ευτυχίας κοντά στο διάβολο και κοντά στο θεά παρουσιάζεται να συμπεραίνη: «Εγώ υπάρχω... μόνος εγώ. Ικέτευα όλον αυτό τον καιρό για ένα σημείο, αλλά δεν πήρα καμμιά απάντηση. Ο Ουρανός αγνοεί ακόμα και το όνομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμή τι μπορούσα να είμαι εγώ στα μάτια του Θεού. Τώρα το ξέρω: Τίποτε. Ο Θεός δεν με βλέπει· ο Θεός δεν με ακούει. ο Θεός δεν με ξέρει. Βλέπεις αυτό το κενό πάνω από τα κεφάλια μας; είναι ο Θ εός. Αυτά το φάγωμα στην πόρτα; είναι ο Θεός. Αυτή την τρύπα στη γη; είναι ο Θεός. Η σιωπή είναι ο θεός. Η απουσία, είναι ο Θεός. Η μοναξιά των ανθρώπων, αυτό είναι Θεός. Όλον αυτό τον καιρό δεν υπήρχα παρά εγώ. Εγώ αποφάσισα το κακό. Εγώ μόνος μου βρήκα το καλό. Εγώ αμάρτησα. Εγώ έκανα τις καλωσύνες που έκανα. Εγώ σήμερα κατηγορώ τον εαυτό μου και εγώ μόνος μου μπορώ να τον συγχωρήσω. Εγώ ο άνθρωπος. Αν ο Θεός υπάρχη, ο άνθρωπος είναι μηδέν. Αλλά δεν υπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα, χαράς. Αλληλούια. Δεν υπάρχει Θεός». Και βλέποντας τη Χίλντα, μια γυναίκα, που πιο πριν δεν τολμούσε ούτε ν' ατενίση για το φόβο της αμαρτίας, να μπαίνη στη σκηνή, την πιάνει από τα χέρια φωνάζοντας της: «Ο Θεός πέθανε. Δεν έχουμε πλέον μάρτυρα. Μόνος μπορώ να βλέπω τα μαλλιά και το μέτωπό σου. Ω! πως είσαι μπροστά μου αληθινή, από τη στιγμή που δεν υπάρχει ο Θεός. Επί τέλους είμαστε μόνοι». Τα κείμενα αυτά δείχνουν με σαφήνεια πως το μεγαλύτερο τμήμα της σύγχρονης υπαρξιακής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας προσπαθεί να καταξίωση τον άνθρωπο ανεξάρτητα ή και ενάντια στο Θεό, πράγμα που οφείλεται, όπως είδαμε, στη λαθεμένη αντίληψη ότι ο Θεός δεν ενδιαφέρεται και δεν αγαπά, αλλά τιμωρεί και εξουθενώνει τον άνθρωπο. Και δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός οτι τα κείμενα αυτά είναι ακριβώς εκείνα, που έθρεψαν τη νέα ευρωπαϊκή γενιά. Στην Αμερική πάλι, η ίδια αντίδραση κατά του Θεού των σημερινών χριστιανών και της σύγχρονης συμβατικής θρησκευτικής ζωής παρουσιάστηκε κατά τρόπο πολύ πιο, θα λέγαμε, βιολογικό, με τη νεολαία των Χίππις, που φωνάζει: «Κύριοι, ο Θεός για τον οποίο μας μιλάτε δεν ζη. Και η ίδια η ζωή σας είναι νεκρή. Ένας Θεός που δεν αγγίζει την ύπαρξη μας, που δεν έχει σχέση με το σώμα μας, μας, είναι άχρηστος. Εμείς θα μπορούσαμε να παραδεχθούμε τον Ιησού, που μίλησε για την αγάπη. Ο δικός σας Θεός είναι απλώς χρήσιμος, γιατί σας συμβουλεύει. Τον χρησιμοποιείτε όπου θέλετε. Όπως εμείς χρησιμοποιούμε τη Μαριχουάνα. Αν υπάρχη ο Θεός ας ερθη να μας βρη εδώ που είμαστε. Αλλοιώς δεν υπάρχει Θεός». Η πρόκληση αυτή του σύγχρονου άνθρωπου έφερε, όπως ήταν φυσικό, αναστάτωση στην Καθολική και Προτεσταντική Εκκλησία. Και η δυτική Θεολογία προσπάθησε να απάντηση. Το ελπιδιφόρο όμως κίνημα μερικών Γάλλων κυρίως θεολόγων να ξαναγυρίσουν στις πηγές και, τοποθετώντας στο κέντρο των θεολογικών τους αναζητήσεων την έννοια της Ιεράς Ιστορίας, να δημιουργήσουν μια βιολογική, λειτουργική και πατερική ανανέωση βάθους, δεν μπόρεσε να επιβληθή. Η κίνηση αυτή φαίνεται ότι μάλλον ξεπεράστηκε από τους μοντερνιστές, που, παρασυρμένοι από τα σύγχρονα ρεύματα, προσκολλήθηκαν στην επιφάνεια και δημιούργησαν, αντίστοιχη προς τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, τη λεγόμενη «θεολογία του θανάτου του Θεού». Δύο είναι οι δασικές κατευθύνσεις της σχολής αυτής· πρώτη η γραμμή του Μπούλτμαν ο οποίος , επηρεασμένος βασικά από τον Χαϊντέγγερ βλέπει την ουσία του Χριστιανισμού στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, σχέση η οποία και φέρνει ή, καλύτερα, η οποία είναι η σωτηρία. Η ιστορική διάσταση του Χριστιανισμού έρχεται, στην τοποθέτηση αυτή, σε εντελώς δεύτερη μοίρα, ο ιστορικός Ίησους, η ζωή, τα θαύματα, η ίδια η Ανάσταση του Χρίστου είναι ο μύθος, μια δηλαδή από τις πολλές εκφράσεις που να μπορούν να περιβάλουν την ουσία, και αφού σήμερα η έκφραση, η γλώσσα του κόσμου, ο πολιτισμός, έχει αλλάξει, είναι ανάγκη να αλλάξη και η έκφραση της ουσίας του Χριστιανισμού. Πρόκειται για την περίφημη θεωρία της «απομυθεύσεως». Τις ακραίες συνέπειες της γραμμής αυτής αποκαλύπτει και υποστηρίζει η δεύτερη κατεύθυνση, σύμφωνα με την οποία για να μπόρεση η Εκκλησία να προσέγγιση τον εκκοσμικευμένο άνθρωπο της σημερινής εποχής, είναι ανάγκη να θέση μερικά θεμελιώδη ερωτήματα πάνω στην έννοια του Θεού, να φθάση να διερωτηθή σοβαρά για την πραγματικότητα των μυστηρίων και της Εκκλησίας, να αντιμετώπιση το θεμελιακό ερώτημα, μήπως ο Θεός δεν βρίσκεται πλέον στις σκέψεις και τις περιγραφές που δίνει το Ευαγγέλιο, και στις ιδέες «δόγματα» της Εκκλησίας, αλλά στην πραγματικότητα του κόσμου, μήπως δηλαδή το παραμικρότερο μυστήριο σήμερα, το αληθινό έργο του λαού, η σύγχρονη Χριστιανική λειτουργία (λεοῦ ἔργον ) πρέπει να είναι όχι η θεία Ευχαριστία, αλλά η προς τον πλησίον αγάπη, η πολιτική και ο συνδικαλισμός. Γύρω από αυτή την προβληματική γράφτηκαν βιβλία με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Θεός χωρίς Θεό», «Το Ευαγγέλιο του άθεου Χριστιανισμού», «Η νέα ουσία του Χριστιανισμού», «Ο θάνατος του Θεού και ο πολιτισμός της μεταχριστιανικής εποχής» κ.α. II Μπρος στο πολύπλευρο και πολυσήμαντο αυτό φαινόμενο του «θανάτου του Θεού» ποια μπορεί άραγε να είναι η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ανατολής; Όπως σε κάθε θέμα δεν μπορεί παρά να είναι και εδώ ταυτόχρονα κριτική και οικοδομητική. Προσπαθώντας να ερμηνεύση ο ορθόδοξος μελετητής το φαινόμενο του άθεου ουμανισμού, διαπιστώνει ότι πρόκειται στην ουσία το αμάρτημα του Αδάμ και ότι το prossesus του σύγχρονου α θεϊσμού επαναλαμβάνει, όπως αποκαλύπτουν τα ίδια τα κείμενα του, στις κεντρικές γραμμές τη διαδικασία της πτώσεως. Η Αγία Γραφή διδάσκει πράγματι ότι ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και του έδωσε τον προορισμό να ενωθή μαζί Του. Ο σκοπός του ανθρώπου ήταν να υψωθή σε θεάνθρωπο. Για να γίνη αυτό έπρεπε ο Αδάμ, να προσανατολισθή σωστά, να τοποθετηθή θετικά μπροστά, στο Θεό και να βαδίση το δρόμο που ωδηγουσε σ' Αυτόν. Αλλά ο διάβολος κατώρθωσε να πείση ότι ο Θεός τον ζηλεύει και θέλει να τον κρατά δούλο του και έτσι τον κίνησε σε ανταρσία, τον παρέσυρε σ' ένα άλλο δρόμο, που θα τον ωδηγούσε δήθεν αμέσως και θα τον έκανε το ίδιο και κατά τ ρόπο αυτόνομο Θεό. Ο δρόμος ό μως αυτός ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος και έτσι η αλλαγή πορείας του Αδάμ δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά ένας εκτροχιασμός, μια συντριβή στο κενό. Μακρυά από το χώρο στον οποίο ακούγεται ο ζωηφόρος Λόγος του Θεού, στη χώρα της ανυπακοής, ο άνθρωπος βρέθηκε πλέον και μακριά από την αληθινή ζωή. Έχασε την «πνοή της ζωής», που του έδωσε κατά τη δημιουργία ο Θεός. Ξανάγινε πάλι «χοῦς ἀπό τῆς γῆς», ξέπεσε στην απλή βιολογική, την «ἐν φθορᾷ» ζωή, που είναι ο θάνατος. Ο ζόφος και το σκοτάδι, η κυριαρχία των ενστίκτων, το άγχος της αυτοσυντηρήσεως κάνει στο εξής, μακριά από το Θεό, τον άνθρωπο αποκρουστικό και εχθρό τον ένα για τον άλλο. Ο Κάϊν σκοτώνει τον ’βελ και ο ανθρωπιστής Σάρτρ ανακαλύπτει με φρίκη ότι «οι άλλοι είναι η κόλαση του.». Η απαγγελία του αυτόνομου ανθρωπισμού αποδεικνύεται με τον τρόπο αυτό πως είναι η διαβολική πρόκληση, που κάνει τον άνθρωπο να εξορίση από τον κόσμο του το Θεό: «θέλω ανθ ρώπους παντού, γύρω μου, πάνω μου, ανθρώπους που να μού κρύβουν τον ουρανό» (Σάρτρ). Το διώξιμο όμως του Θεού αφίνει αναπόφευκτα στον κόσμο ένα φρικαλέο κενό: «Σκότωσα το Θεό, γιατί με χώριζε από τους ανθρώπους, αλλά να που ο θάνατός του κάνει τελεσίδικο το χωρισμό» (Σάρτρ). Η φιλάνθρωπη διάθεση του γιατρού της «Πανούκλας» Καμύ, παραχωρεί έτσι γρήγορα τη θέση της στον αδιάφορο για όλους και όλα «Ξένο». Η περιγραφή του μακάβριου κενού του θανάτου ολοκληρώνεται στο «Νεκροί χωρίς τάφο». Ενώ η αποσύνθεση της ζωής αποκαλύπτεται σ' όλη της την τραγικότητα σε έργα σαν τον «Τείχο» και το «Περιμένοντας τον Γκοντό». «Τι μέρα είναι σήμερα; ρωτάει ο ένας αλήτης στο έργο αυτό. - Πέμπτη. - Πέμπτη είπε ότι θάρθη. - Κι' αν σήμερα είναι Παρασκευή; - Μπορεί νάναι και Τρίτη. - Τι λες, ξαναρχόμαστε αύριο; - Ναι, αλλά να φέρουμε και το σχοινί. - Κι' αν δεν έρθη; - Θα κρεμασθούμε. -Αν ερθή; - Θα σωθούμε». Και σε λίγο: - «Είμαστε ανεξάντλητοι», λέει ο ένας.-«Για να μη σκεφτόσαστε», αποκρίνεται ο άλλος. «Όλο και βρίσκουμε κάτι που μας δίνει την εντύπωση πως υπάρχουμε»! «Υπάρχουμε, πάλι υπάρχουμε, αυτή η προαιώνια δυστυχία»!... «Και όλο λένε να φύγουν, σημειώνει ο κριτικός, και όλο κάθονται εκεί στο άδειο μέρος. ’λλωστε και να φύγουν και που μένουν δεν έχει νόημα. Είναι το ίδιο. Γιατί τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξη. Κι' αλλού δεν υπάρχει παρά ο ακίνητος θάνατος, κι' εδώ δεν υπάρχει παρά η θανάσιμη ακινησία». Έτσι γίνεται φανερό ότι στην προσπάθεια τους, να σκοτώσουν τον Θεό, ο Αδάμ και οι σύγχρονοι αθεϊστές δεν κατορθώνουν παρά να σκοτώσουν τον άνθρωπο. Απομακρύνοντας από την κοινωνία τους το Θεό, χάνουν το κέντρο της ζωής τους, μένουν ανέστιοι, έρημοι και νεκροί. Τα ίδια τα κείμενα τους, ενώ μιλάνε για το θάνατο του Θεού δεν αποδεικνύουν στην πραγματικότητα παρά το θάνατο του ανθρώπου. Φαίνεται πως το ερώτημα «να ζη κανείς ή να μη ζη» βρήκε απάντηση στην εποχή μας: Να ζη κανείς και να μη ζη. Σε ό,τι αφορά τώρα την προσπάθεια της δυτικής θεολογίας να λύση το οξύ περί Θεού πρόβλημα, ο ορθόδοξος μελητητής βρίσκεται στην ανάγκη να ομολογήση με ειλικρίνεια πόσο συμπαθής του είναι η προσπάθεια αυτή, αλλά και πόσο ανεπιτυχής και επικίνδυνη αποκαλύπτεται, στο φως της ορθόδοξης παράδοσης η λύση που δίνεται. Το να μιλήση πράγματι ο θεολόγος τη γλώσσα της εποχής του είναι καθήκον πρωταρχικό. Η μεταγλώττιση του κηρύγματος είναι δικαίωμα αναφαίρετο που το χάρισε με τον Παύλο ο Χριστός στην κάθε εποχή και που το επιβεβαίωσε η πράξη των Πατέρων του Δ' και του ΙΔ' αιώνα. Αλλά και η πιστότης στην ιστορικότητα του Χρίστου, στο γεγονός δηλαδή ότι ο Λόγος του Θεου έγινε αληθινά και πραγματικά άνθρωπος τον καιρό του Καίσαρος Αυγούστου και ότι σταυρώθηκε, πέθανε και αναστήθηκε και, μολονότι αναλήφθηκε, συνεχίζει να βρίσκεται αληθινά και πραγματικά, ιστορικά, με τα μυστήρια μέσα στην Εκκλησία, η οποία αποτελεί στους αιώνες το ιστορικό σώμα του, αποτελεί τον πυρήνα του χριστιανισμού. Και αυτόν τον πυρήνα κινδυνεύουν να αρνηθούν οι δυτικοί θεολόγοι της σχολής του θανάτου του Θεού. Στην καλοπροαίρετη και ευγενική προσπάθεια τους να προσεγγίσουν τον άθρησκο σημερινό άνθρωπο, αντί να κατέβουν στην ουσία και να προσφέρουν στον άνθρωπο τον αληθινό Θεό, βγαίνουν στην επιφάνεια, εγκαταλείπουν διαδοχικά και οι ίδιοι τη θρησκεία, την Εκκλησία, το Χριστό, φθάνουν σ' ένα Θεό χωρίς Χριστό, σ' ένα Θεό άσαρκο, σε μια ιδέα, που μπορεί βέβαια να είναι ένας κάποιος φιλοσοφικός θεός, αλλά δεν είναι ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός που σώζει. Έτσι η θεολογία αυτή μπορεί να είναι επίκαιρη, αλλά δεν είναι κήρυγμα σωτηρίας και, παρόλη τη συμπάθεια που μπορή να τρέφη ένας ορθόδοξος για τις προθέσεις της, δεν μπορεί παρά να τονίση οτι, αν τελικά επικρατήση στη Δύση, θα σημάνη αναπόφευκτα το ιστορικό τέλος του δυτικού χριστιανισμού. Εκτός όμως από αυτό το βασικό κίνδυνο πρέπει να τονισθή πως η θεολογία της σχολής αυτής είναι ανίκανη να συζήτηση στην ουσία με τον αθεϊσμό. Και τούτο , επειδή η λύση την οποία προσφέρει είναι επιφανειακή και θεωρητική, δεν εγγίζει την ουσία των πραγμάτων και δεν αίρει ούτε στο παραμικρό τις ουσιώδεις περί Θεού και ανθρώπου παρεξηγήσεις, που ωδήγησαν στην κατά του Θεού επανάσταση του ουμανισμού. Το σύγχρονο υπαρξιακό κίνημα ζητάει κατά τρόπο επίμονο και απόλυτο ένα αξιοπρεπές νόημα για τη ζωή και ένα αξιοπρεπή προορισμό για τον άνθρωπο. Αλλά η θεολογία του θανάτου του Θεού, αντί να ανεβάζη τον άνθρωπο, εκκοσμικεύει το Θεό και έτσι αναπόφευκτα υποβιβάζει ακόμα περισσότερο τον άνθρωπο. Στον φαύλο κύκλο που δημιουργείται η κίνηση είναι φυγόκεντρη και απομακρύνει όλο και περισσότερο τη δυτική σκέψη, φιλοσοφική και θεολογική, από την πραγματικότητα της σωτηρίας, που είναι η ιστορική ανασυγκρότηση και ανάσταση του ανθρώπου, δηλαδή η νοηματοποιήση , ενοποίηση και αθανατοποίηση της μιας και μοναδικής επίγειας μαζί και ουράνιας ζωής του. Στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται η κεντρική αδυναμία της δυτικής σκέψης, δηλαδή ο χωρισμός και η αντίθεση ανάμεσα στο ιστορικό και το υπερβατικό, το επίγειο και το ουράνιο, το χρονικό και το αιώνιο. Όσα είπαμε ως εδώ έδειξαν, οτι η μεταγενέστερη δυτική θεολογία υποτίμησε το ιστορικό για χάρη του υπερβατικού, ότι ο ουμανισμός, φθάνοντας στο άλλο άκρο, απέρριψε το υπερβατικό για να διάσωση το ιστορικό, και ότι η μοντέρνα δυτική θεολογία, για να πλησίαση τον ουμανισμό, κηρύττει ένα νέο σχεδόν εξ ολοκλήρου εκκοσμικευμένο θεό. Αλλά έτσι η απομάκρυνση είναι μεγάλη και η ανάγκη για την παρέμβαση της Ορθοδοξίας αποκαλύπτεται άμεση. III Ποια όμως θα μπορούσε να είναι η συμβολή της Ορθοδοξίας στη λύση του προβλήματος αυτού; Τα όρια ενός άρθρου δεν επιτρέπουν να δοθή στο ερώτημα πλήρης και διεξοδική απάντηση. Μετά την παρουσίαση και την ερμηνεία του φαινομένου, εκείνο που μπορεί να γίνη στη συνέχεια είναι να προσδιορίσουμε μια νέα κατεύθυνση λύσεως, μια νέα προοπτική, μέσα στην οποία, το πρόβλημα μπορεί να κατανοηθή πληρέστερα και να λυθή ανετώτερα, να υπογραμμίσουμε δηλαδή μερικές βασικές και αναγκαίες για τη λύση του προβλήματος προϋποθέσεις. Η νέα αυτή προοπτική, που προτείνει η Όρθοδοξία, μπορεί από την αρχή να χαρακτηρισθή όχι σαν κλασματική και αποσπασματική, αλλά σαν συνθετική και καθολική. Στην προοπτική αυτή τα πράγματα αντί να χωρίζωνται ή να αντιδιαστέλλωνται, αλληλοσυμπληρώνονται και ενώνονται. Αυτό φαίνεται καθαρά και στα τρία αντιθετικά ζεύγη, αιωνιότης ή χρόνος, μέλλουσα ή παρούσα ζωή, Θεός ή άνθρωπος, που όπως είδαμε βρίσκονται στη ρίζα του προβλήματος του θανάτου του Θεού και ταλαιπωρούν τις τελευταίες δεκαετίες τη Δύση. Για τη Δύση η ταλαιπωρία αυτή είναι φυσική και αναπόφευκτη, γιατί από τη στιγμή που οι πραγματικότητες, που αποτελούν τα παραπάνω ζεύγη χωρισθούν και τοποθετηθούν μπροστά στον άνθρωπο αντιθετικά, χάνουν την αυθεντικότητα τους, μετατρέπονται σε δυο φοβερές χοάνες, έτσι ώστε σε οποιαδήποτε κι αν προτιμήση να πέση ο άνθρωπος καταποντίζεται. Ενώ στην ορθόδοξη προοπτική οι πραγματικότητες αυτές συνυπάρχουν, η μια προσδιορίζει την άλλη και ταυτόχρονα ολοκληρώνεται από την άλλη. Ο χρόνος προσδιορίζει, μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, κάνει συγκεκριμένη και αποκαλύπτει την αιωνιότητα, ενώ η αιωνιότης ολοκληρώνει το χρόνο, αποτελεί το τέλος του, δηλαδή το σκοπό και το περιεχόμενο του. Η σχέση αυτή αποκαλύπτεται πολύ πιο στενή στο δεύτερο ζεύγος, σε ό,τι δηλαδή αφορά τη μέλλουσα και την παρούσα ζωή του ανθρώπου. Για την Ορθοδοξία η ζωή του ανθρώπου είναι μία και ενιαία, είναι η ζωή ενός και του αυτού προσώπου, το οποίο αρχίζει να υπάρχη εδώ και συνεχίζει να υπάρχη χωρίς καμιά διακοπή στον ουρανό. Έτσι η μέλλουσα ζωή δεν συνθλίβει ούτε σχετικοποιεί την παρούσα, αλλά αντίθετα, της δίνει νόημα και συνέχεια, αφού ό,τι κάνουμε σ' αυτή τη ζωή δεν είναι τυχαίο και αποσπασματικό, αλλά είναι κάτι που προορίζεται να μείνη και στην άλλη. Αυτή είναι και η άποψη της Αγίας Γραφής, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν είναι μια ψυχή φυλακισμένη σ' ένα σώμα, δηλαδή μια ψυχή που θα αρχίση να ζη, όταν ελευθερωθή από το σώμα, αλλά ένα πρόσωπο, που αρχίζει να ζη μια χρονική στιγμή και καλείται να μη πεθάνη, αλλά να ζήση αιώνια. Ψυχή, όπως είναι γνωστό σημαίνει στη γλώσσα της Αγίας Γραφής, ζωή, και το «τί ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τήν δε εὐχήν αὐτοῦ ζημιωθῇ» σημαίνει ακριβώς «τι θα ωφεληθή ένας άνθρωπος αν κερδίση όλο τον κόσμο και χάση τη ζωή του;» ή «τι αντάλλαγμα μπορεί να δώση κανείς σ' έναν άνθρωπο για να πάρη τη ζωή του;» Έτσι η αντίδραση του Καμύ στο να δεχθή τη μέλλουσα ζωή, που είδαμε οτι οφείλεται στο γεγονός πως δεν βλέπει να υπάρχη καμιά σχέση ανάμεσα σ' αυτή και σε τούτη εδώ τη ζωή, γίνεται φανερό ότι στην προοπτική αυτή αίρεται. Είναι μάλιστα από την άποψη αυτή χαρακτηριστική η αναφώνηση του όταν διάβασε το βιβλίο· του Λόσσκυ «Η μυστική θεολογία της Εκκλησίας της Ανατολής»: «Επί τέλους τώρα μπορούμε να συζητήσουμε με τον Χριστιανισμό». Η αποτελεσματικότητα της καθολικής αυτής ορθόδοξης προοπτικής γίνεται φανερώτερη στην άρση του τρίτου αντιθετικού ζεύγους, στην κατάσταση της αντιδικίας ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. Η σχετική διδασκαλία των ορθοδόξων Πατέρων της Ανατολής θεωρεί τον άνθρωπο ως τη «δόξα», δηλαδή την φανέρωση και την εικόνα του Θεού, πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι για την ορθοδοξία αληθινά και πραγματικά, η εν χρόνω αποκάλυψη του Θεού, αλλά ταυτόχρονα και ότι ο άνθρωπος δεν βρίσκει την ολοκλήρωση και πληρότητα του παρά μόνο στο Θεό. Το ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «κατ' εικόνα Του» σημαίνει για τους ορθόδοξους Πατέρες ότι τον έπλασε με τον προορισμό να ενωθή μαζί Του. Ο άνθρωπος, λέει ο Μ. Βασίλειος, είναι «Θεός κεκελευσμένος». Τείνει προς το Θεό, καλείται να υψωθή ως το Θεό, να γίνη Θεάνθρωπος. «Καί γάρ διά τόν καινόν ἄνθρωπον (τον Θεάνθρωπο), γράφει ο Νικόλαος Καβάσιλας, συζητώντας τον ΙΔ' αιώνα με τους ανθρωπιστές, «ἀνθρώπου φύσις συνέστη τό ἐξ ἀρχῆς· καί νοῦς καί ἐπιθυμία πρός Ἐκεῖνον κατεσκευάσθη· καί λογισμόν ἐλάβομεν, ἵνα τόν Χριστόν γινώσκωμεν· ἐπιθυμίαν, ἵνα πρός Ἐκεῖνον τρέχωμεν· μνήμην ἔσχομεν ἵν' Ἐκεῖνον φέρωμεν, ἐπεί καί δημιουργημένους Αὐτός ἀρχέτυπον ἦν.». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κατά τον ίδιο Πατέρα, ο Θεάνθρωπος είναι το ύψιστο «κατάλυμα τῶν ἀνθρωπίνων ἐρώτων», το έσχατο και το ακρότατο των εφετών. Έτσι ο Θεάνθρωπος, που, αντί να χωρίζη, ενώνει πλέον υποστατικά, ασύγχυτα, και αδιαίρετα, το Θεό και τον άνθρωπο, είναι η καλύτερη αποκάλυψη και του ανθρώπου και του Θεού, το κλειδί για την κατανόηση ολόκληρο του Ορθοδόξου Χριστιανισμού. Ο Θ εάνθρωπος Χριστός ολοκληρώνει τον άνθρωπο, αποκαλύπτει το Θεό, είναι η τελείωση της Ιστορίας. Γι' αυτό και αποτελεί το ύψιστο και έσχατο κριτήριο της Ορθοδοξίας. Ο Θεός και άνθρωπος Χριστός είναι, πρώτα η αποκάλυψη της αληθινής φύσεως του ανθρώπου, γιατί είναι ο τελειότατος Υιός του ανθρώπου, το ύψιστο γέννημα της ανθρωπινής φύσεως, ο άνθρωπος εκείνος που αναδύεται, εμφανίζεται στην ιστορία, τη στιγμή που η ανθρώπινη φύση φθάνει στον έσχατο προορισμό της, που ενώνεται υποστατικά με τη θεία. Υπήρξαν πολλοί άθεοι μέσα στους αιώνες που υπεστήριζαν ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνη Θεός ανεξάρτητα από το Θεό. Αλλά η αίρεση ποτέ δεν είναι τόσο τολμηρή όσο η αλήθεια. Και κανένας ποτέ αιρετικός δεν έφθασε στην τόλμη των ορθόδοξων Πατέρων, οι οποίοι, ό πως τους ερμηνεύει με σαφήνεια απαράμιλλη στις Θεομητορικές ομιλίες του ο Καβάσιλας, τονίζουν ότι με τη χάρη του Θεού ο άνθρωπος όχι απλώς μπορεί να γίνη θεός, αλλά και να γέννηση μέσα στην ιστορία το Θεό. Για την Ορθοδοξία το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης είναι ακριβώς το όχι· αξιώνεται να γίνη Θεοτόκος. Και αυτό το μεγαλείο αποκαλύπτει, διασφαλίζει και πιστοποιεί ο Μονογενής Υιός της Θεοτόκου. Αλλά ο Θεός και άνθρωπος Χριστός αποκαλύπτει και την πραγματική φύση του Θεού, γιατί αποκαλύπτει την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και είναι γνωστόν όχι το ’γιο Πνεύμα βεβαιώνει με τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην ότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν». Πρόκειται για μια αγάπη που δεν είναι οίκτος ή ελεημοσύνη, αλλά πραγματική φιλία, βαθύς δηλαδή σεβασμός και εκτίμηση, φιλανθρωπία. Γιατί ο Θεός, παρόλο που μπορεί, δεν νικά ο ίδιος με τη δύναμη Του το θάνατο και το διάβολο, δεν χαρίζει συγκαταβατικά στον άνθρωπο τη σωτηρία, αλλά γίνεται αληθινός και πραγματικός άνθρωπος, έτσι ώστε ένας άνθρωπος να νικήση το θάνατο, για να μπορούν στη συνέχεια όλοι οι άνθρωποι να τον νικήσουν. Υπομένει ο Θεός, σαν άνθρωπος που ήταν, τους εμπτυσμούς και τους κολαφισμούς, για να καθαρισθή και να λάμψη, στο αρχέγονο κάλλος του ο άνθρωπος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πιλάτος τη Μ. Παρασκευή, δείχνοντας τον ταπεινωμένο Θεό, αναφωνεί το αποκαλυπτικό: «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ακόμα περισσότερο, ο Θεός συγκαταβαίνει, πεθαίνει αληθινά και πραγματικά σαν άνθρωπος πραγματικός που ήταν, και, αφού ήταν Θεός, ανασταίνεται. Και έτσι μέσα στο Χριστό ανασταίνεται ο άνθρωπος. «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν... τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Ο σκοπός συνεπώς για τον οποίο πεθαίνει ο Θ εός, γίνεται έτσι φανερό, ότι είναι η ανάσταση του ανθρώπου. Και αυτό ακριβώς το σκοπό θέλει να κάνη φανερό και να πιστοποίηση ο Κύριος όταν λίγες μέρες πριν από το θάνατο Του περνάει από τη Βηθανία και ανασταίνει το Λάζαρο. «Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ Σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ ὁ Θεός», τονίζει το Απολυτίκιο της εορτής. Αλλά ήδη γίνεται φανερό πως η ορθόδοξη προοπτική, στην οποία προσπαθήσαμε να τοποθετήσουμε το θέμα μας, μας οδηγεί στον πυρήνα του προβλήματος , τον ιστορικά δηλαδή και πραγματικό θάνατο του Ιησού Χριστού. Και φθάνοντας στον πυρήνα βλέπουμε να ξεπηδάη μπροστά μας και η λύση. Γιατί η ίδια η φύση των πραγμάτων μας παρουσιάζει με σαφήνεια σαν ορθόδοξη απαίτηση στο κήρυγμα του θανάτου του Θεού το Ευαγγέλιο της αναστάσεως του ανθρώπου.Το σημείο αυτό είναι ένα από τα κεντρικά θέματα της χαρμόσυνης αγγελίας της σωτηρίας. Ακριβέστερα, είναι η ίδια η σωτηρία. «Εἰ γάρ νεκροί οὔκ ἐγείρονται», διακηρύττει ο Απ. Παύλος, «ματαία ἡ πίστις ἡμῶν». «Νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων». Και ο ιερός Χρυσόστομος καλεί τους ανθρώπους σε πανηγυρισμό: Κανείς πλέον ας μη θρηνή για αμαρτίες και πταίσματα· «συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτήρας θάνατος». Πλέον «ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι». Από το ύψος αυτό της αληθινής και πραγματικής αναστάσεως του ανθρώπου ολόκληρη η προβληματική των φιλοσόφων και των θεολόγων του θανάτου του Θεού γίνεται φανερό πως βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα. Είδαμε πράγματι, ότι οι εκπρόσωποι της σχολής αυτής μιλούν όχι για τον ιστορικό θάνατο του Θεού, αλλά για το θάνατο μιας ιδέας περί του Θεού. Ο θάνατος του Θεού είναι γι' αυτούς ένα λεκτικό τέχνασμα, που χρησιμοποιείται για να καλύψη την όζουσα πραγματικότητα, που, όπως μας έδειξε η σύντομη μελέτη των κειμένων τους, είναι και γι' αυτούς τους ίδιους ο θάνατος του ανθρώπου. Αλλά το κήρυγμα της Ορθοδοξίας, που δεν είναι μια ιδεολογία ή μια φιλοσοφία, άλλα μια πραγματική ιστορία, είναι πραγματικός και ιστορικός θάνατος του Θεού, που φέρνει ακριβώς την πραγματική και ιστορική ανάσταση του ανθρώπου. «Ὁ δέ Ἰησοῦς... κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφήκε τό πνεῦμα. Καί ἰδού τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο, καί ἡ γή ἐσχίσθη καί αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καί τά μνημεῖα ἀνεώχθησαν καί πολλά σώματα, τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη· καί ἐξελθόντα ἐκ τῶν μνημείων εἰσῆλθον εἰς τήν ἁγίαν πόλιν καί ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς». Έτσι γίνεται φανερό πως η Ορθόδοξη θεολογία μπορεί να κηρύξη πολύ πιο πραγματικά από τους άθεους το θάνατο του Θεού. Την Μ. Παρασκευή στον Επιτάφιο οι ορθόδοξοι πιστοί γιορτάζουν αληθινά και πραγματικά αυτό το θάνατο. Αλλά, το θαύμα της Μ. Παρασκευής είναι ότι οι πιστοί κηδεύοντας το Θεό πανηγυρίζουν τη νέκρωση του θανάτου και την ανάσταση των νεκρών. «Τέτρωται Ἄδης ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τόν τρωθέντα λόγχῃ τήν πλευράν· καί στένει πυρί θείῳ δαπανώμενος, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελωδούντων, Λυτρωτά, ὁ Θεός εὐλογητός εἶ». «Σύ γάρ τεθείς ἐν τάφῳ κραταιέ, ζωαρχική παλάμη τά τοῦ θανάτου κλείθρα διεσπάραξας καί ἐκήρυξας τοῖς ἀπ' αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ, Σώτερ, γεγονώς νεκρῶν πρωτότοκος». Ο Χριστός λοιπόν πέθανε πραγματικά, αλλά πέθανε για να συνάντηση τον άνθρωπο εκεί που βρίσκεται, μέσα στη φθορά και το θάνατο, μέσα στην οδύνη και την απογοήτευση, μέσα στο ανόητο και το παράλογο, και να τον αναστήση. Αν δεν πέθαινε η σάρκωση Του δεν θα ήταν πλήρης, θα ήταν φαινομενική. Αλλά πέθανε πραγματικά, γιατί πήρε στα σοβαρά τη θνητή κατάσταση σας. Γιατί έγινε σε όλα τα σημεία, εκτός από την αμαρτία, ό,τι είμαστε κι εμείς. Ο άνθρωπος εγκατέλειψε το Θεό, εκτροχιάστηκε στο κενό και εξαφανίστηκε μέσα στην αμαρτία. Και ο Θεός κενώνεται μέσα στο χώρο της αμαρτίας, φοράει αναμάρτητα σαν σάρκα Του τη σάρκα της αμαρτίας και την αγιάζει. Χύνεται σαν μύρο στο βόρβορο της δυσωδίας και μετατρέπει τη δυσωδία σε ευωδία. Ζη την απλή καθημερινή ζωή του ανθρώπου και της δίνει νόημα, τη γεμίζει από την αιωνιότητα. Εργάζεται χειρωνακτικά για να φανέρωση ότι και η πιο μονότονη καθημερινή δουλειά έχει αιώνιο σκοπό και περιεχόμενο. Υποφέρει, θλίβεται, αγωνία για να μη μείνη κανένα τμήμα και καμιά μορφή της ανθρώπινης ζωής, που να μη την έχει ο ίδιος ζήσει. Και, ολοκληρώνοντας αυτή τη συμμετοχή στα ανθρώπινα, φθάνει ως το θάνατο. Γιατί θέλει να είναι κοντά, μας οπουδήποτε κι αν βρισκόμαστε. Έτσι, αν βρεθούμε στη χειρότερη απελπισία, πρέπει να ξέρουμε ό τι ο Χριστός, είναι δίπλα μας, γιατί έζησε την απελπισία. Αν βρεθούμε στην αγωνία, ο Χριστός είναι πάλι δίπλα μας, γιατί έζησε την αγωνία. Αν βρεθούμε σε εγκατάλειψη και μοναξιά, μπορούσε να ξέρουμε πως κανείς δεν υπήρξε περισσότερο μόνος από Αυτόν που ένοιωσε πάνω στο Σταυρό να τον εγκαταλείπη ο ίδιος ο Πατέρας Του. Όσο χαμηλά και να κατέβουμε, όσο και να ξεπέσουμε, ο Χριστός εέναι κάτω από μας, αφού βρίσκεται στον ’δη. Ακόμα κι αν πεθάνουμε, μέσα στο χάος του θανάτου μας περιμένει ο Χριστός. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ο θάνατος του Θεού δεν είναι η απογοήτευση, αλλά η παρηγοριά και η ελπίδα των πιστών. «Ο Σταυρός Σου Κύριε, ζωή και ανάστασις υπάρχει τω λαώ σου». Και το κήρυγμα του θανάτου του Θεού αποδεικνύεται έτσι το καύχημα, η νίκη και η δόξα όχι των άπιστων, αλλά της Εκκλησίας. Ο θάνατος του Θεού είναι ταυτόσημος με την ανάσταση του Χριστού. Ο Θεός πέθανε, αλλά ο Χριστός ανέστη. Μια Κυριακή πρωί στην Ιερουσαλήμ επί Ποντίου Πιλάτου ανέστη αληθινά και πραγματικά ο Χριστός. Πράγμα που σημαίνει ότι ανέστη αληθινά και πραγματικά ο άνθρωπος. Γιατί ο Χριστός αναστάς, συνέτριψε τα δεσμά της φθοράς και ελευθέρωσε τον αυτοδεσμώτη άνθρωπο, νέκρωσε το κεντρί του θανάτου και χάρισε στον άνθρωπο τη ζωή. Γκρέμισε το μεσότειχο του φραγμού, «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα», έφερε στο θάνατο τη ζωή, στο χρόνο την αιωνιότητα, στη γη τον ουρανό, στον άνθρωπο το Θεό, «πάντα ἀναμίξ γέγονε». Αφού όμως η ανάσταση αυτή του ανθρώπου είναι ανάσταση όχι μονάχα της ψυχής, μα και του σώματος του, είναι φυσικό να ακολουθήται και από την ανάσταση των έργων του ανθρώπου, του πολιτισμού, και μαζί και της κτίσης, που είναι η προέκταση του σώματος του ανθρώπου. Μετά την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, το ’γιο Πνεύμα ξεχύνεται σε ολόκληρη την κτίση, το ψωμί και το κρασί μετατρέπονται σε Σώμα και σε Αίμα Χριστού. Σπάζουν οι περιορισμοί του τόπου και του χρόνου, αρχίζει ο καινούργιος λειτουργικός χρόνος και ο καινούργιος λειτουργικός χώρος, εγκαινιάζονται οι καιροί των εσχάτων. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ἦ ἐστερέωται». «Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ· ἡ γάρ δόξα Κυρίου ἐπί σέ ἀνέτειλε· χόρευε νῦν καί ἀγάλλου Σιών· σύ δέ ἁγνή τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου». Το οτι πέθανε λοιπόν ο Θεός έγινε φανερό πως σημαίνει για την Ορθοδοξία ότι ανέστη ο άνθρωπος και κάθε τι που δημιουργεί ο άνθρωπος, ότι, σε τελευταία ανάλυση, έχει νόημα και ενδιαφέρον, ότι γίνεται ωραία και αθάνατη η ζωή. Χριστός Ανέστη, αδελφοί! * Την ομιλία οργάνωσε γιά το κοινό της πόλεως του Ηρακλείου Κρήτης το «Παγκρήτιο Εκπαιδευτήριο», το Πάσχα του 1972. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου