Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον, Ιησούν τόν μόνον αναμάρτητον. Τόν σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν, και τήν αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν· συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν τήν του Χριστού αγίαν ανάστασιν· ιδού γαρ ήλθε διά του σταυρού, χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τόν Κύριον, υμνούμεν τήν ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γαρ υπομείνας δι ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν 

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Ένα χριστουγεννιάτικο αναστάσιμο μήνυμα

Χριστουγεννιάτικο μήνημα του Μακ. Αναστασίου Αλβανίας

"Ο Χριστός, το Φως του κόσμου ``Ην το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τον κόσμον`` ( Ιω. 1:9). Ο Λόγος, το φως το αληθινό που φωτίζει κάθε άνθρωπο, έρχεται στον κόσμο. Αυτό το συνταρακτικό γεγονός, το οποίο αφορά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα εορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Αυτή την ολοφώτεινη βεβαιότητα και αδιάψευστη ελπίδα μάς χαρίζει η σημερινή λαμπρή εορτή!

Όπως ψάλλει η Εκκλησία μας, κατά τη Γέννηση του Χριστού, ``το φως το εκ φωτός προεκλάμψαν αχρόνως, εν χρόνω σαρκικώς τοις εν γη επεφάνη, και κόσμον εφώτισε`` (Παρακλητική, ήχος α΄, όρθρος Πέμπτης).

Ο Ιησούς Χριστός, ο ένσαρκος Λόγος του Θεού, απερίφραστα, επανειλημμένα και δημόσια διακήρυξε: ``εγώ ειμί το φως του κόσμου`` (Ιω. 8:12, 9:4). Ένα φως που συνδέεται άμεσα με τη ζωή: ``ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ΄ έξει το φως της ζωής`` (Ιω. 8:12).

Μετά τη Σταύρωση και την Ανάστασή του τα σύμπαντα πλημμυρίζουν από φως. Και όταν η ιστορία της σωτηρίας των ανθρώπων φτάσει στο τέλος της, στη νέα δημιουργία, το φως θα είναι ο ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού! (Αποκ. 21:23). Με αυτόν τον τρόπο, από το φυσικό φως, το οποίο στον πρόσκαιρο κόσμο εναλλάσσεται με το σκότος της νύχτας, τελικά θα οδηγηθούμε στο ανέσπερο φως, που είναι ο ίδιος ο Θεός.

Η φύση του φωτός ευρίσκεται πάντοτε στο επίκεντρο της ανθρώπινης αναζήτησης και συνδέεται άμεσα με την επιστημονική εξέλιξη. Ο καινούργιος πλούτος των γνώσεων σχετικά με το φυσικό, το ``κτιστό`` φως, διευρύνει ακόμη περισσότερο τους συμβολισμούς για τις εκπληκτικές επιδράσεις του πνευματικού φωτός στον κόσμο.

Το φως του κόσμου, ο Ιησούς Χριστός, καθίσταται γνωστός και οικείος, όπως το φυσικό φως. Συγχρόνως, όμως, παραμένει απρόσιτος και ακατάληπτος ως προς την ουσία του. Ο Θεός ονομάζεται φως κατά τις ενέργειές του που γίνονται αντιληπτές στους ανθρώπους και είναι μεθεκτές. Ενώ η ουσία του Θεού είναι άγνωστη και αμέθεκτη για τους ανθρώπους (άγιος Γρηγόριος Παλαμάς).

Το φως του Λόγου είναι θεία δωρεά, η οποία χαρίζεται στον κάθε άνθρωπο κατά τη γέννησή του. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας διευκρινίζει ότι ``Ο Λόγος του Θεού φωτίζει …ενθέτει σπέρμα σοφίας, δηλαδή θεογνωσίας, σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στην ύπαρξη και εμφυτεύει μέσα του ρίζα συνέσεως``. Θα τολμούσαμε, λοιπόν, να διατυπώσουμε ότι μέσα στη συνείδηση του κάθε ανθρώπου ενυπάρχει ένα φωτόνιο από το φως του Χριστού, έστω κι αν έχει σκοτισθεί από την άγνοια και την αδιαφορία. Καθετί ευγενικό και αληθινό στη σκέψη, στη συμπεριφορά, στη θρησκευτική ζωή των ανθρώπων αποτελεί ανταύγεια από το φως του Υιού και Λόγου του Θεού.

Βεβαίως υπήρξαν πολλές περιπτώσεις με πυκνά σύννεφα αλαζονείας, απιστίας, μίσους και σκοτεινές νύχτες ανόμων συμφερόντων, που εμπόδισαν το φως του Ευαγγελίου να λάμψει στον κόσμο.

Αλλά και σε αυτές ακόμη τις νεφελώδεις και σκοτεινές περιόδους, το φως διαπερνά μυστικά την ατμόσφαιρα με ποικίλους τρόπους. Η πολυμορφία των διεισδύσεων του φυσικού φωτός, όπως προβάλλεται από τη σύγχρονη επιστήμη, προωθεί τη σκέψη μας για να συνειδητοποιούμε τις μυστικές διεισδύσεις του φωτός του Χριστού στην πορεία της οικουμένης. Αλλά και της προσωπικής μας ζωής σε περιπτώσεις ποικίλων πειρασμών και ζοφερών αδιεξόδων.

Ο Χριστός, όντας ο ίδιος το αληθινό φως, κάλεσε τους μαθητές του να γίνουν και οι ίδιοι φως μέσα στον κόσμο: ``ούτως λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσιν τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς`` (Ματθ.5,16). Συνδέει τη λάμψη του φωτός όχι με εκστατικές καταστάσεις, νεοπλατωνικού ή ινδικού τύπου, αλλά με τα καλά έργα. Αδιάκοπα απορροφώντας και διαχέοντας το φως του Χριστού ο κάθε πιστός καλείται να εκφράζει την πίστη του με έργα διακονίας προς όλους ανεξαιρέτως.

Όλες σχεδόν οι ανθρωπιστικές πρωτοβουλίες και δομές που αναπτύχθηκαν οπουδήποτε, για να ανακουφίσουν τον πόνο, την ορφάνια, τη φτώχεια, τα γηρατειά, τους ξένους, τη μοναξιά προέρχονται από ανθρώπους φωτισμένους -άμεσα ή έμμεσα- από το φως του Χριστού. Αυτήν την παράδοση οφείλουμε και εμείς να συνεχίζουμε. Με δημιουργικές ιδέες, γενναίες πρωτοβουλίες και ποικίλες δραστηριότητες.

Το εκ πρώτης όψεως λευκό χρώμα του φωτός, όπως είναι γνωστό, αποτελεί σύνθεση επτά διαφορετικών χρωμάτων. Και το μεθεκτό φως του Χριστού, στην προσωπική και την κοινωνική ζωή, αναλύεται με ποικίλους χρωματισμούς. Από αυτό το φάσμα του φωτός, οι χριστιανοί, ``ως τέκνα φωτός``, καλούμεθα να εκδηλώνουμε όσο το δυνατόν περισσότερες αποχρώσεις:

Φως ειρήνης, με τον εαυτό μας, το περιβάλλον μας και ολόκληρο τον κόσμο, Φως αλήθειας, για την κατανόηση της βαθύτερης αιτίας της διαφθοράς και της πολύμορφης κρίσεως, Φως δικαιοσύνης, στους κοινωνικούς αγώνες σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, Φως δημιουργικής πνοής, που ενθαρρύνει την πρωτότυπη σκέψη, τις επιστήμες, τις τέχνες, τον πολιτισμό, Φως ελπίδας, που ενδυναμώνει την αλληλεγγύη όλων των λαών για τη διάσωση του πλανήτη, Φως αγάπης, έμπρακτης, με ανιδιοτέλεια και ειλικρίνεια προς κάθε άνθρωπο, Φως πίστεως ανέσπερο, που οδηγεί στην τελική υπέρβαση της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου, με τη δύναμη του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού.


``Ην το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τον κόσμον``.

Ας ανοίξουν διάπλατα οι καρδιές μας, κατά τις γιορτινές αυτές ημέρες, για να διεισδύσει στα βάθη τού είναι μας ο Σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, το ``Φως το αληθινόν``. Να φωτίσει τις σκέψεις μας, τις αποφάσεις μας και τις ενέργειές μας. Για να ζωογονεί την ύπαρξή μας. Ας ευχηθούμε να στηρίζει και να ενισχύει τη ζωή των αγαπημένων μας και όλων των ανθρώπων. Κι ας δεηθούμε το φως του Χριστού να κατευθύνει την πορεία του κόσμου.

Ευλογημένα Χριστούγεννα!

Ολοφώτιστο το νέο έτος 2010!"

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Ευχές


Ευλογημένα Χριστούγεννα και γόνιμο το νέο έτος, εύχομαι σε όλους τους φίλους και αναγνώστες του blog.

Με αγάπη Χριστού,

π Παντελεήμων

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Προς το Πάσχα των Χριστουγέννων...




Σέ λίγες ἡμέρες θά ἑορτάσωμε τήν μεγάλην ἑορτή τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Τό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου θά ξαναφέρῃ ἡ Ἐκκλησία μπροστά στά μάτια τῆς ψυχῆς μας καί θά μᾶς καλέσῃ νά προσκυνήσωμε μαζί μέ τούς ποιμένας καί μέ τούς μάγους τόν γεννηθέντα βασιλέα καί νά ὑμνολογήσωμε μαζί μέ τίς στρατιές τῶν οὐρανίων ἀγγέλων τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης. Τό «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία», ὁ ἀγγελικός ὕμνος τῆς γεννήσεως (Λουκ. 2, 3), θά ἀντηχήσῃ καί πάλι στούς ναούς μας. Στό νεογέννητο βρέφος τῆς Βηθλεέμ θά ἰδοῦμε τόν τεχθέντα Σωτῆρά μας, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Σ᾿ αὐτό τό βρέφος θά ἀντικρύσωμε τήν «λύτρωσιν» πού «ἀπέστειλεν ὁ Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Ψαλμ. 110, 9), γιατί μέσα στό βρεφικό του σῶμα δέν κρύβεται μόνον ὁ Θεός, ἀλλά καί τό πλήρωμα τῆς σωτηρίας μας, ἡ ἀνακαίνισις καί ἡ θέωσις τῆς φθαρτῆς μας φύσεως, ἡ καινή κτίσις· ὁ ἄνθρωπος πού γίνεται Θεός, αὐτό τό μυστήριο τῆς σωτηρίας καί τῆς λυτρώσεως ὅλων ἡμῶν.

Ἀκριβῶς δέ λόγῳ τῆς θεολογικῆς της αὐτῆς σπουδαιότητος ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἀποτελεῖ μαζί μέ τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα τούς δύο μεγάλους πόλους γύρω ἀπό τούς ὁποίους στρέφεται τό λειτουργικό ἔτος. Τό Πάσχα εἶναι ἡ κορωνίς τῶν κινητῶν καί τά Χριστούγεννα τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν. Εἰδικά δέ ἡ ἑορτή τῶν Χριστούγεννων εἶναι ἡ «μητρόπολις» τῶν ἑορτῶν κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο (Εἰς τόν μακάριον Φιλογόνιον, 3), γιατί τό γεγονός πού ἑορτάζομε κατ᾿ αὐτή εἶναι ἡ προϋπόθεσις ὅλων τῶν ἄλλων σταθμῶν τῆς σωτηρίας μας. Ἄν δέν ἐγεννᾶτο ὁ Χριστός οὔτε θά ἐβαπτίζετο, οὔτε θά ἐδίδασκε καί θά ἐθαυματούργει, οὔτε θά ἔπασχε καί θά ἀνίστατο. Ἤδη μέ τήν γέννησι τοῦ Χριστοῦ ἡ σωτηρία τοῦ γένους μας ἔχει δυνάμει συντελεσθῆ. Ἡ θεία καί ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἔχουν ἑνωθῆ ἐν Χριστῷ. Ὁ Θεός καί ἄνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἀποτελεῖ τήν ζῶσαν εἰκόνα καί τήν ἐγγύησι τῆς μελλοντικῆς ἐν Χριστῷ ἀνακεφαλαιώσεως τῶν πάντων.

Θά περίμενε κανείς ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά ἡ ἑορτή τῶν Χριστούγεννων νά εἶναι καί ἡ χρονολογικῶς πρώτη ἑορτή τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου. Ἡ ἑορτή ὅμως τοῦ Πάσχα καί ἡ καθ᾿ ἑβδομάδα ἐπανάληψίς της, ἡ Κυριακή, εἶναι κατά πολύ ἀρχαιοτέρα ἀπό τά Χριστούγεννα. Γιά πρώτη φορά κατά τά μέσα τοῦ Β´ αἰῶνος αἱρετικές γνωστικές παραφυάδες ἀρχίζουν νά ἑορτάζουν τά Χριστούγεννα μαζί μέ τήν Βάπτισι τοῦ Χριστοῦ τήν παλαιά ἡμερομηνία τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, στάς 6 δηλαδή Ἰανουαρίου. Μέχρι τόν Δ´ αἰῶνα στήν Ἀνατολή συνεώρταζαν τήν ἡμέρα αὐτή τίς δύο αὐτές ἑορτές μέ τό ὄνομα «Ἐπιφάνεια» ἤ «Θεοφάνεια».

Ἡ ἀκριβής ἡμέρα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δέν μᾶς εἶναι γνωστή ἀπό τά Εὐαγγέλια. Ἀπό ἐνδείξεις πού ἔχομε ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ (ἀπογραφή, ταξείδι ἐπιτόκου γυναικός, παραμονή σέ σταῦλο ζώων, ποιμένες ἀγραυλοῦντες καί φυλάσσοντες τάς φυλακάς τῆς νυκτός), φαίνεται ὅτι ἡ γέννησίς Του δέν ἔγινε κατά τούς χειμερινούς μῆνες. Οἱ ὀπαδοί τοῦ Βασιλείδου τήν καθώριζαν στάς 20 Μαΐου ἤ στάς 19 ἤ στάς 20 Ἀπριλίου. Γιά πρώτη φορά γύρω στό 330 εἰσήχθη στήν Ρώμη ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων χωριστά ἀπό τήν ἑορτή τῶν Ἐπιφανείων τῆς 6ης Ἰανουαρίου. Ἡμέρα ἑορτασμοῦ της καθωρίσθη ἡ 25η Δεκεμβρίου, ὄχι γιατί κατ᾿ αὐτήν ὑπελόγισαν ὅτι ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀλλά γιά τούς ἰδίους λόγους πού εἴδαμε ὅτι στην Ἀνατολή ὡρίσθη ἡ 6η Ἰανουαρίου. Ἡ 25η Δεκεμβρίου ἦταν κατά τό νέο τότε ἡμερολόγιο ἡ ἡμέρα τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου. Κατ᾿ αὐτην οἱ ἐθνικοί ἑώρταζαν τήν γενέθλιο ἡμέρα τοῦ ἀηττήτου ἡλίου, τήν αὔξηση δηλαδή τῆς ἡμέρας, τήν νίκη τοῦ φωτός κατά τοῦ σκότους. Στήν παγανιστική αὐτήν ἑορτή ἡ χριστιανική Ἐκκλησία πολύ σοφά ἀντέταξε τήν γέννησι τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, τοῦ νοητοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, πού ἀνέτειλεν ἐκ Παρθένου καί ἐφώτισε τήν ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου ἀνθρωπότητα. Ἦταν δέ τόσον ἐπιτυχής ὁ συνδυασμός αὐτός, ὥστε μέσα σέ λίγα χρόνια ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων διεδόθη σ᾿ ὁλοκληρο σχεδόν τόν χριστιανικό κόσμο. Ἀπό τήν Ρώμη διεδόθη στήν Δύσι· γύρω στά 376 τήν βρίσκομε στίς Ἐκκλησίες τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Καισαρείας Καππαδοκίας, γύρω στό 431 στά Ἱεροσόλυμα καί βαθμηδόν σ᾿ ὅλες τίς Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, ἐκτός ἀπό τήν ἀρμενική.

Συγχρόνως μέ τήν διάδοσί της παρουσιάζεται καί μία προσπάθεια ἱστορικῆς της δικαιώσεως. Ὁ Πρόδρομος συνελήφθη ἕξ μῆνες πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου (Λουκ. 1, 26). Μέ βάσι τήν 25η Δεκεμβρίου ὁ εὐαγγελισμός πρέπει νά ἔγινε πρίν ἀπό ἐννέα μῆνες, δηλαδή τήν 25η Μαρτίου καί ἡ σύλληψις τοῦ Προδρόμου τήν 23η Σεπτεμβρίου. Πατήρ τοῦ Προδρόμου ἦταν ὁ ἱερεύς Ζαχαρίας, πού μπῆκε στό ἱερό νά θυμιάσῃ καί εἶδε τόν ἄγγελο, πού τοῦ εὐαγγελίσθη τήν μέλλουσα σύλληψι τοῦ Βαπτιστοῦ (Λουκ. 1, 9-11). Ἐδῶ τά πράγματα πιέζονται λίγο γιά νά δώσουν τό ζητούμενο. Ὁ Ζαχαρίας γίνεται ἀρχιερεύς καί δέν μπαίνει στά ἅγια, ἀλλά στά ἅγια τῶν ἁγίων τοῦ ἰουδαϊκοῦ ναοῦ. Στά ἅγια τῶν ἁγίων ἔμπαινε ὁ ἀρχιερεύς μόνον μία φορά τό ἔτος, στήν ἑορτή τοῦ ἐξιλασμοῦ. Αὐτή τοποθετεῖται λίγο πρό τῆς 23ης τοῦ Σεπτεμβρίου. Ἔτσι καί ἀπό ἄλλο δρόμο ἐρχόμαστε στίς ἴδιες ἡμερομηνίες: 23η Σεπτεμβρίου σύλληψις τοῦ Προδρόμου, 25η Μαρτίου εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου «τῷ μηνί τῷ ἕκτῳ»· 24η Ἰουνίου γέννησις τοῦ Προδρόμου καί μετά ἀπό ἕξ μῆνες γέννησις τοῦ Χριστοῦ: 25η Δεκεμβρίου.

Στήν λειτουργική διαμόρφωσι τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἐπέδρασε ἡ προϋφισταμένη, καθώς εἴπαμε, ἑορτή τοῦ Πάσχα. Κατά τόν Δ´ αἰῶνα στά Ἱεροσόλυμα, καθώς μαρτυρεῖ ἡ προσκυνήτρια Αἰθερία στό Ὁδοιπορικό της, κατά μίμησι τοῦ Πάσχα ἐγίνετο νυκτερινή λειτουργία ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων στόν ναό τῆς Γεννήσεως στήν Βηθλεέμ. Μετά ἀπό αὐτήν ὅλος ὁ λαός μέ ἐπί κεφαλῆς τόν κλῆρο καί τόν ἐπίσκοπο κατηυθύνοντο ἐν λιτανείᾳ στά Ἱεροσόλυμα ψάλλλοντες τό «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Στό ναό τῆς Ἀναστάσεως ἐγίνετο ὕστερα ἀπό μικρά διακοπή ἡ Δευτέρα λειτουργία. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἐπίδρασις τοῦ Πάσχα ἐγίνετο ὅλο καί μεγαλυτέρα. Στήν σημερινή δέ μορφή τῶν ἀκολουθιῶν μποροῦμε εὔκολα νά διακρίνωμε τόν βαθμό καί τά στοιχεῖα τῶν ἐπιδράσεων αὐτῶν, ἰδίως στήν προεόρτιο περίοδο, τήν ὁποία καί διερχόμεθα.

Πρῶτον προσετέθη στήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων μία προπαρασκευαστική Κυριακή· τήν ὠνόμασαν «Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων». Πατέρες ἐννοοῦνται ὄχι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά οἱ κατά σάρκα πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα ὁ γενάρχης Ἀβραάμ. Ὕστερα τό θέμα τῆς Κυριακῆς αὐτῆς διεπλατύνθη καί περιέλαβε ὅλους τούς πρό Χριστοῦ δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προγόνους ἤ μή τοῦ Χριστοῦ. Ὡς εὐαγγελική περικοπή ἀνεγινώσκετο, ὅπως καί μέχρι σήμερα, ἡ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ, πού περιέχεται στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ Κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, καί ὡς ἀπόστολος ἀπό τήν Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή ἡ περικοπή πού ἀναφέρεται στά παθήματα τῶν «μαρτυρηθέντων διά τῆς πίστεως» ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἑβρ. 11, 9-10. 32-40). Ἡ διαπλάτυνσις αὐτή τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς Κυριακῆς πρό τῶν Χριστουγέννων καί ἡ τάσις ἀναπτύξεως τῆς προπαρασκευαστικῆς περιόδου ἐπέφεραν βραδύτερον τήν διχοτόμησι, τρόπον τινά, τῆς Κυριακῆς αὐτῆς καί τήν μετάθεσι μέρους τοῦ θέματός της στήν πρό αὐτῆς Κυριακή. Ἔτσι οἱ Κυριακές τῶν ἁγίων Πατέρων ἔγιναν δύο καί, πρός διάκρισιν, ἡ μία ὠνομάσθη «Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ γεννήσεως», ἡ παλαιοτέρα, καί ἡ ἄλλη διετήρησε τό παλαιό ὄνομα «Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων», πού γιά νά μή συγχέεται μέ τίς Κυριακές τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πῆρε τό ὄνομα «Κυριακή τῶν Προπατόρων». Γι᾿ αὐτήν ἐξελέγη ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ὁμιλεῖ γιά τό μέγα δεῖπνο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, στό ὁποῖο πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν θά ἔλθουν καί θά ἀνακλιθοῦν μαζί μέ τόν Ἀβραάμ, ἐνῷ οἱ υἱοί τοῦ νυμφῶνος, οἱ Ἰσραηλῖται, θά ἐκβληθοῦν ἔξω (Λουκ. 14, 4. 24. πρβλ. Ματθ. 8, 11). Γιά νά ἐμπλουτισθῇ τό θέμα τῆς Κυριακῆς αὐτῆς μετετέθη σ᾿ αὐτήν καί ἡ μνήμη τοῦ προφήτου Δανιήλ καί τῶν τριῶν παίδων ἀπό τήν 17η Δεκεμβρίου. Ἀλλά καί γιά τήν πρό τῆς Κυριακῆς τῶν Προπατόρων Κυριακή, τήν τρίτη δηλαδή πρό τῶν Χριστουγέννων, ἀνεζητήθη ἀνάλογος προεόρτιος περικοπή καί ὡς τέτοια προεκρίθη ἐκ μεταθέσεως ἡ περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ τῆς Ι´ Κυριακῆς, πού ὁμιλεῖ γιά τήν θεραπεία τῆς συγκυπτούσης, πού ἦταν «θυγάτηρ τοῦ Ἀβραάμ» (Λουκ. 13, 10-17). Ἔτσι ὅλος ὁ Δεκέμβριος μῆνας πῆρε προεόρτιο χαρακτῆρα. Εἶναι ἀφιερωμένος στήν Παλαιά Διαθήκη, στούς προφήτας καί στούς προπάτορας τοῦ Χριστοῦ, στήν περίοδο τῆς ἀναμονῆς τοῦ Μεσσίου. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς βλέπομε νά ἀναγράφεται στά ἑορτολόγια ἡ μνήμη τοῦ προφήτου Ναούμ τήν Ιη Δεκεμβρίου, τοῦ προφήτου Ἀββακούμ τήν 2α, τοῦ προφήτου Σοφονίου τήν 3η, τοῦ προφήτου Ἀγγαίου τήν 16η καί τοῦ προφήτου Δανιήλ καί τῶν τριῶν παίδων τήν 17η. Τοῦ Πάσχα προηγεῖτο νηστεία. Τά Χριστούγεννα κατ᾿ ἀρχάς ἀπέκτησαν μία ὀλιγοήμερο προπαρασκευαστική νηστεία, πού κατά Ζ´ αἰῶνα ἑλκυομένη ἀπό τό πρότυπο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἔγινε καί αὐτή τεσσαρακονθήμερος καί ἀρχίζει ἀπό τήν 15η Νοεμβρίου.

Ἀλλά τό στοιχεῖο ἐκεῖνο πού ἔδωσε, ὅπως συνήθως, ἰδιαίτερο προπαρασκευαστικό καί προεόρτιο τόνο στήν πρό τῶν Χριστουγέννων περίοδο εἶναι οἱ ὕμνοι, πού παρεμβάλλονται στίς ἀκολουθίες τοῦ ἑσπερινοῦ, τοῦ ὄρθρου καί τοῦ ἀποδείπνου τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. Ἡ παρεμβολή γίνεται κατά ἕνα μεθοδικό καί κλιμακωτό ἀνοδικό σύστημα. Ἀπό τήν 21η Νοεμβρίου ἀρχίζουν νά ψάλλωνται οἱ καταβασίες τῶν Χριστουγέννων «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε…» ἀπό τήν 26η προστίθεται καί τό προεόρτιο κοντάκιο «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον…»· ἀπό τήν 30η Νοεμβρίου ἀρχίζει ἡ παρεμβολή καί ἄλλων προεορτίων τροπαρίων. Ἀπό τήν 20η Δεκεμβρίου τό προεόρτιο στοιχεῖο κυριαρχεῖ πιά στίς ἀκολουθίες· κανόνες, στιχηρά, καθίσματα, ἐξαποστειλάρια ἔχουν προεόρτιο χαρακτῆρα. Ἀπό αὐτά τά πιό ἀξιοπρόσεκτα ὑμνογραφήματα πού ψάλλονται κατά τήν περίοδο αὐτή εἶναι σειρά ἀποστίχων μέ ἀκροστιχίδα κατ᾿ ἀλφάβητον, ποίημα Ρωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ, πού κατανέμονται καθ᾿ ὁμάδας ὡς στιχηρά τῶν αἴνων, ὅλα τοῦ πλ. β´ ἤχου, καί προσόμοια τοῦ πρώτου τροπαρίου τῆς σειρᾶς αὐτῆς, πού χαρακτηριστικά μᾶς δίδει καί τό θέμα ὅλων τῶν ἄλλων:

«Αἱ ἀγγελικαί
προπορεύεσθε δυνάμεις·
οἱ ἐν Βηθλεέμ
ἑτοιμάσατε τήν φάτνην·
ὁ Λόγος γάρ γεννᾶται,
ἡ Σοφία προέρχεται·
δέχου ἀσπασμόν ἡ Ἐκκλησία·
εἰς τήν χαράν τῆς Θεοτόκου, λαοί εἴπωμεν·
Εὐλογημένος ὁ  
Θεός ἡμῶν, δόξα σοι».

Τίς ἡμέρες αὐτές ψάλλονται κατά τά ἀπόδειπνα καί τά προεόρτια τριῴδια καί οἱ κανόνες, ποιήματα Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ, πού ἐξαρτῶνται καί κατά τήν ἀκροστιχίδα καί κατά τό πρεριεχόμενο ἀπό τά ἀντίστοιχα τριῴδια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἡ πρό τῶν Χριστουγέννων ἑβδομάς παίρνει ἔτσι τόν χαρακτῆρα καί πλέκεται κατά τήν μίμησιν τῆς πρό τοῦ Πάσχα Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἡ μίμησις κορυφοῦται τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων μέ τήν ἀκολουθία τῶν μεγάλων ὡρῶν καί τοῦ ἑσπερινοῦ, πού ἔχουν ποιηθῆ κατά τό πρότυπο τῶν μεγάλων ὡρῶν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί τοῦ μεγάλου ἑσπερινοῦ τοῦ Πάσχα.

Ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, πού ὅπως εἴδαμε εἶναι ἀφιερωμένη στούς προπάτορας τοῦ Χριστοῦ, ἀποσποῦμε τρία χαρακτηριστικά τροπάρια, τά δύο πρῶτα στιχηρά τῶν αἴνων τοῦ πλ. α´ ἤχου πρός τό «Χαίροις ἀσκητικῶν» καί τό δοξαστικό τοῦ πλ. δ´ ἤχου. Ὁ προεόρτιος τόνος τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδος γιά την ἐπικειμένη γέννησι τοῦ Χριστοῦ συνδυάζεται ἄριστα μέ τό μνημόσυνο τῶν προφητῶν καί τῶν πρό τοῦ νόμου πατέρων.

«Ἆρόν σου τήν φωνήν ἀληθῶς,
Σιών Θεοῦ ἡ θεία πόλις, καί κήρυξον
Πατέρων τήν θείαν μνήμην
Σύν Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ
τιμῶσα τόν ἀοίδιμον·
ἰδού σύν Ἰούδᾳ τε
καί Λευί μεγαλύνομεν,
Μωσῆν τόν μέγαν,
Ἀαρών τόν θεσπέσιον
καί γεραίρομεν
σύν Δαυίδ Ἰησοῦ, Σαμουήλ.
Πάντες τήν προεόρτιον
Χριστοῦ θείαν αἴνεσιν
ὕμνοις ἐνθέοις κροτοῦντες,
τῆς παρ᾿ αὐτοῦ ἀγαθότητος
τυχεῖν ἐξαιτοῦμεν
τοῦ παρέχοντος τῷ κόσμῳ
τό μέγα ἔλεος».
«Δεῦρο ὁ ἐν πυρίνῳ ποτέ
ἐπιδιφρεύσας, Ἠλιού, θείῳ ἅρματι,
θεόφρον Ἐλισσαιέ τε
σύν Ἐζεκίᾳ ὁμοῦ,
Ἰωσίᾳ ἅμα συναγάλλεσθε·
σεπτή δωδεκάς τε
τῶν προφητῶν ἡ θεόπνευστος,
τοῖς γενεθλίοις
τοῦ Σωτῆρος συγχόρευε
καί ἐν ᾄσμασι,
πάντες δίκαιοι ᾄσατε.
Παῖδες οἱ παμμακάριστοι,
οἱ δρόσῳ τοῦ Πνεύματος
σβέσαντες φλόγα καμίνου
ὑπέρ ἡμῶν ἱκετεύσατε,
Χριστόν δυσωποῦντες
ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν δοθῆναι
τό μέγα ἔλεος».
«Τῶν νομικῶν διδαγμάτων ὁ σύλλογος
τήν ἐν σαρκί ἐμφανίζει τοῦ Χριστοῦ θείαν γέννησιν,
τοῖς πρό τοῦ νόμου τήν χάριν εὐαγγελιζομένοις,
ὡς ὑπέρ νόμον τῇ πίστει ὑπάρξασιν·
ὅθεν τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγῆς οὖσαν πρόξενον  
ταῖς ἐν Ἅιδῃ κατεχόμεναις ψυχαῖς προεκήρυττον, διά τῆς ἀναστάσεως· Κύριε, δόξα σοι»

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο 
«ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ»
Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Πόσο πιστεύουμε στην ανάσταση του Χριστού;




Φαίνεται όχι από τα λόγια μας αλλά από τη ζωή του καθενός, από τα έργα του και την αγάπη του στο Θεό.

Οι αρχαίοι έλληνες πίστευαν ότι το σώμα είναι θνητό και φυλακή της ψυχής που αυτή είναι αθάνατη. Χαρακτηριστική η στιγμή που ο Σωκράτης πίνει το κώνειο βέβαιος ότι δεν πεθαίνει!

Η χριστιανική θεολογία όμως διδάσκει ότι το σώμα δημιουργήθηκε από τη ύλη (αν και με ειδικό προνομιακό τρόπο σε σχέση με τα άλλα έμβια όντα) για να καταλάβεις ότι είσαι δημιούργημα του Θεού και κατόπιν δόθηκε η ψυχή για να ενωθεί αδιάσπαστα με αυτό και να καταλάβεις ότι είσαι "ζώον θεούμενον", αφού επλάσθης καθ΄ομοίωσιν Θεού. Αυτό μπορεί να μπερδεύει μερικούς στο να θεωρούν ότι μαζί με το σώμα χάνεται και η ψυχή. ’λλοι πάλι θεωρούν ότι η ψυχή κάνει βόλτες στον κόσμο μέχρι να ξαναμπεί σε άλλο σώμα ή και ζώο, πιστεύοντας στη "μετενσάρκωση".

Αυτές οι απόψεις μπορεί να πλανήσουν και τους χριστιανούς και να εξασθενήσουν την πίστη μας στην ανάσταση του Χριστού. Όμως περισσότερο απ΄όλα μας εμποδίζει να δούμε την ανάσταση η αμαρτία. Διότι τα οψώνια της αμαρτία θάνατος, μας φέρνουν κοντά στη φθορά του θανάτου, σκοτίζουν τα μάτια της ψυχής και μας απομακρύνουν από τη Ζωή, από το Θεό, από την ανάσταση. Ο γ. Σοφρώνιος λέει ότι σε όσους μετανοούν αληθινά, έρχεται η χάρις του Αγίου Πνεύματος και τους δίνει το βίωμα της αναστάσεως της ψυχής από αυτήν ακόμη τη ζωή. Όπως και μέσα από την προσευχή μπορεί να αποκαλυφθεί στους αγωνιστές κάθε μυστήριο του Θεού, όπως το μυστήριο του θανάτου αλλά και της αναστάσεως των νεκρών.

Ο θάνατος του σώματος των πρωτοπλάστων ήταν ευεργεσία του Θεού για να μην αθανατίσει το κακό και για να οικονομηθεί μετά το μυστήριο της σωτηρίας μας δια του Ιησού Χριστού. Έτσι ο Χριστός με την ενανθρώπισή του προσλαμβάνει σάρκα γενόμενος τέλειος άνθρωπος, για να την αφθαρτοποιήσει και να την αναστήσει. Με το αίμα Του του, αίμα δικαίου και αθώου, μας ξεπλένει από την αμαρτία.

Πιστεύουμε ότι το σώμα μας θα αναστηθεί;

"Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών" λέμε με το σύμβολο της πίστεως και εννοούμε βέβαια τη σωματική ανάσταση, γιατί η ψυχή ποτέ δεν πέθανε αφού πλάστηκε κατ΄εικόνα του αθανάτου Θεού. Η ψυχή δεν πεθαίνει αλλά συναντάει το σώμα της μια μέρα όταν θα έλθει ο Κύριος. Το νέο αυτό σώμα θα είναι ανακαινισμένο από την ανάσταση του Χριστού, πνευματοποιημένο αφού θα έχει φορέσει την αφθαρσία (Α΄Κορ.15,53)

Προφητείες της Π.Δ. για την ανάσταση των νεκρών

"Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις" (Ησ.26,19) προλέγει ο προφήτης Ησαίας αλλά και ο Δανιήλ (12,2-3). Επίσης ο Ιεζεκιήλ όταν βλέπει τα ξηρά οστά να παίρνουν σάρκες και νεύρα και να σηκώνονται όρθια! Το ίδιο βλέπουμε και στους Μακκαβαίους να πιστεύει ο τρίτος γιός της Αγίας Σολομονής όταν καλείται να προτείνει τη γλώσσα και τα χέρια του στο μαρτύριο.

Η Κ.Δ. για την ανάσταση

"Έρχεται ώρα εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής Αυτού και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως" (Ιω.5,28-29).

Τρείς αναστάσεις επώνυμων νεκρών αναφέρονται στα ευαγγέλια και επίσης άλλη μια τη στιγμή που αναστήθηκε ο ίδιος ο Χριστός όταν πολλοί κεκοιμημένοι αναστήθηκαν στα Ιεροσόλυμα και εμφανίστηκαν στους δικούς τους.

Η ανάσταση του Χριστού (Α΄Κορ.15,20) προδιαγράφει και εξασφαλίζει και την δική μας ανάσταση "Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος."

Πως θα είναι το αναστημένο σώμα μας;

Όπως ένας ορειχάλκινος ανδριάντας λυώνει στο χωνευτήριο και μπορεί να τον ξαναφτιάξουμε καλύτερον, έτσι και το σώμα μας αποσυντίθεται για να ξαναγίνει άφθαρτο στη Δευτέρα παρουσία του Κυρίου, λέει ο Αγ. Ιω. Χυσόστομος. Πολύς λόγος έχει γίνει από τους άγιους Πατέρες για να καταλάβουμε την αλήθεια αυτή, αλλά τουλάχιστον εμείς οι σύγχρονοι δεν έχουμε αυτή τη δυσκολία αφού και η επιστήμη είναι κοντά στο να αναπαράγει οργανισμό από δύο και μόνον δικά του κύτταρα. Πόσο μάλλον ο Θεός που "εκ του μη όντος εις το είναι τα πάντα παραγαγών" δεν μπορεί να ξανακάνει τη σύσταση του σώματός μας ανακαινισμένου στη Δευτέρα Παρουσία Του. Ένα σώμα που δεν θα έχει ανάγκη από τροφή ή από σαρκικές απολαύσεις. Θα καθοδηγείται από το ’γιο Πνεύμα.

Ούτε μια τρίχα μας δεν πρόκειται να χαθεί λέει ο Αγ. Μακάριος ο Αιγύπτιος και ο γ. Βαρσανούφιος βεβαιώνει σε κάποιον αδελφό που ρωτάει ότι ολόκληρο το σώμα μας θα αναστηθεί με σάρκες και οστά και τρίχες, αλλά θα είναι ένδοξο και φωτεινό και αιώνιο σύμφωνα με λόγια του Κυρίου που βεβαιώνει ότι "τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη Βασιλεία των ουρανών" (Ματ.13,43).

Και καταλήγει ο ι.Χρυσότομος ότι το σώμα αυτό που υπομένει τις θλίψεις και τους πειρασμούς, αυτό το σώμα θα αναστηθεί, το δικό μας και όχι κανένα άλλο, διότι θα ήταν άδικο κάτι τέτοιο.

Και ο άγ. Θεόδωρος Μοψουεστίας λέει ότι όπως το γυαλί προέρχεται από την άμμο αλλά δεν είναι άμμος και όπως όπως ο σπόρος με το στάχυ δεν είναι το ίδιο πράγμα, έτσι και το νέο σώμα σε σχέση με το παλιό.

Παρόμοια ο Απ.Παύλος λέει ότι το σώμα "σπείρεται εν φθορά και εγείρεται εν αφθαρσία" (Α΄Κορ.15,44)

Θα είναι λοιπόν πνεύμα ή σώμα; Όχι μας λέει ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς αλλά θα είναι σώμα πνευματικό, δεν θα έχει υλική παχύτητα (όπως και οι άγγελοι) άφθαρτο και αιώνιο όπως και το σώμα του Χριστού όταν αναστήθηκε.

Είχε δηλαδή μορφή συγκεκριμένη και μάλιστα όμορφη και ένδοξη, τον αναγνώρισαν κάποιοι μαθητές στην παραλία της Γαλιλαίας. Αλλά δεν έχει βάρος και φθορά. Έτρεχε όσο ήθελε ώστε να φτάσει τους δύο που πήγαιναν στους Εμμαούς. Μπήκε στο υπερώο "κεκλεισμένων των θυρών", όπως και έφυγε χωρίς να μπορούν να τον πιάσουν. Έτσι θα είναι και τα σώματα των δικαίων. Δεν θα υπάρχει ηλικία αφού δεν έχει νόημα η ηλικία, αλλά η πνευματική κατάσταση και δεν θα υπάρχει φύλο (Αγ.Γρηγ.Νύσσης) γιατί δεν έχει νόημα το φύλο (ουκ ενι άρσεν και θήλυ) που είναι προσωρινό χαρακτηριστικό μόνο για τη διαιώνιση του ανθρώπου .

Αλλά υπάρχουν και σύγχρονες μαρτυρίες για την ανάσταση των σωμάτων και την αθανασία της ψυχής.

Ο όσιος Παμβώ πριν κοιμηθεί ακτινοβολούσε σαν βασιλιάς πάνω σε χρυσό θρόνο και δεν μπορούσαν να τον αντικρύσουν. Το σώμα του είχε ήδη τη δόξα της βασιλείας του Θεού. Και δεν ήταν ο μοναδικός άγιος...

Τα λείψανα των αγίων τι μαρτυρούν παρά την αφθαρσία της ύλης όταν αυτή εμπνευματιστεί. Οι εμφανίσεις των αγίων, "εν παντί τόπω και χρόνω" δείχνουν ότι είναι ζωντανοί και μετά το θάνατό τους. Χαρακτηριστική και η συζήτηση της γ.Γαβριηλίας με Προτεστάντες στην Αμερική. Είπε ότι "εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε στην ανάσταση των νεκρών", "ουκ έστι ο Θεός ημών νεκρών αλλά ζώντων.


http://users.otenet.gr/~styliant/orthodoxia/KAINH/Pasxa.htm

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

Σταυρός και Ανάσταση


 

Στήν Ἐκκλησία μας, ὅπου ἀσκούμεθα σταυρικά, λαμβάνουμε τήν πεῖρα τῆς Ἀναστάσεως. Ὅλα στήν Ἐκκλησία μας εἶναι ἀναστάστιμα γιατί εἶναι σταυρικά. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως. Χωρίς σταυρό δέν ὑπάρχει Ἀνάστασις, ἀλλά οὔτε καί σταυρός ὑπάρχει πού νάμήν ἀκολουθεῖται ἀπό Ἀνάσταση.

Ζοῦμε σ' ἕναν κόσμο, στόν ὁποῖο κυριαρχεῖ τό ἀντισταυρικό πνεῦμα. Ἕναν κόσμο πού φίλαυτα ἔχει ὡς ἰδανικά του τήν εὐημερία, τήν καλοζωΐα, τήν ἄνεση, πού τοποθετεῖ τήν ἐλευθερία ὄχι στή θυσία καί τήν ἀγάπη, ἀλλά στόν ἐγωϊσμό.

Ὁ σταυρός μᾶς τρομάζει. Καί αὐτό εἶναι φυσικό. Γιατί μᾶς διέλυσε ἡ ἄνεση.

Αὐτός ὁ κόσμος πού ἀπορρίπτει σήμερα τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀντιμετωπίση ὀδυνηρόταταες καί μάλιστα φοβερές μάστιγες πού εἶναι καί συνέπειες τῆς ἀντισταυρικῆς του πορείας :Τό AIDS, τά ναρκωτικά , τήν φοβερή οἰκολογική καταστροφή, τήν ἀπελπισία. Καί ἡ λύση δέν εὑρίσκεται ἐκεῖ πού τήν τοποθετεῖ, δηλαδή στό νά ληφθοῦν ὡρισμένα προφυλακτικά μέτρα. Χρήσιμα εἶναι αὐτά, ἀλλά ἀνεπαρκῆ. Ἡ βαθύτερη λύση εἶναι μία: ἡ μετάνοια. Αὐτή πού ἔσωσε τή Νινευΐ τή μεγάλη πόλη ἀπό τήν καταστροφή. Εἶναι ἡ ἐπιλογή τοῦ σταυρικοῦ τρόπου ζωῆς ὡς τοῦ μόνου ἀληθινοῦ τρόπου ζωῆς.

Ὁ διάβολος προσπαθεῖ νά μᾶς φοβίσει ὅτι ἄν διαλέξουμε τή σταυρική ζώη δέν θά προοδεύσουμε, δέν θά ἐπικρατήσουμε (παροιμία: μέ τόν σταυρό στό χέρι), θά γίνουμε θύματα τῶν ἄλλων.

Ἔτσι ἀπό ὀλιγοπιστία παραγνωρίζουμε τήν Χάρη, τή δύναμη καί τήν προσπάθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἔχουμε ἀκόμη νά ἀντιμετωπίσουμε πειρασμούς ἀπό ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός μας πού μᾶς ἐπαναλαμβάνουν ὅ,τι οἱ σταυρωταί τοῦ Χριστοῦ στόν Ἐσταυρωμένο Κύριο: "Ἐάν εἶσαι γυιός τοῦ Θεοῦ, κατέβα ἀπό τόνΣταυρό ".

Οἱ Ἑβραῖοι ἤθελαν τόν Ἰησοῦ Χριστό Μεσσία, ἀλλά χωρίς σταυρό. Καί σήμερα οἱ ἄνθρωποι θέλουν νά φτιάξουν ἕναν ἐπίγειο πράδεισο χωρίς σταυρό

Ἄς ζητήσουμε ἀπό τή Χάρη τοῦ Σταυρωθέντος καί Ἀναστάντος Κυρίου νά μήν ἀρνηθοῦμε τό σταυρό Του, τό σταυρό μας, τήν ἀγάπη, τή θυσία, τήν ταπείνωση, τήν ὑπομονή, τήν ἄσκηση. Ἰδιαίτερα τίς στιγμές πού ὁ ἐγωϊσμός τείνει νά μᾶς κυριαρχήσει ἄς ἀτενίζουμε τόν σταυρωμένο, ὅπως οἱ δηλητηριασμένοι στήν ἔρημο Ἰσραηλιτες τό χάλκινο φίδι.

Καί ἐάν ἀπό ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἀμέλεια πέφτουμε καί ἐνεργοῦμε ἀντισταυρικά, ἄς μετανοοῦμε καί διά τῆς μετανοίας ἄς ἐπανερχόμαστε στήν σταυρική ζωή: Ἄς ζητοῦμε γι' αὐτό καί τήν βοήθεια τῆς Παναγίας μας.

Ὁ χορός τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι χορός ἐσταυρωμένων καί ἀναστημένων, συνεσταυρωμένων καί συναναστημένων μέ τόν Χριστό. Αὐτός ὁ χορός εἶναι τό αἰώνιο Πάσχα.


Αποστολική Διακονία


Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Εμπειρία Αναστάσεως


Καμία νύκτα του χρόνου δεν είναι όπως την ολόφωτη νύκτα του Πάσχα. Γιατί κανένα γεγονός στη ζωή μας δεν είναι τόσο τρομακτικό όπως ο θάνατος. Διακηρύσσοντας το «Χριστός Ανέστη», πάλιν και πολλάκις, από τη νύκτα του Πάσχα και μετά, διακηρύσσουμε πως νικήθηκε ο θάνατος, κι ο άνθρωπος δεν είναι πια δέσμιος της φθοράς, του φόβου, της μοίρας του.
Ζώντας βέβαια σ’ ένα κόσμο που τονίζει τα αισθητά και αρνείται τα υπέρ αίσθησιν, που ξέρει τα ορατά κι αγνοεί τα αόρατα, που τονίζει την ύλη κι αμφισβητεί τα πνευματικά, μπαίνουμε στον πειρασμό να διερωτηθούμε αν «όντως ανέστη ο Κύριος;»
Η αμφιβολία, γνώρισμα της ανθρώπινης αναζήτησης, μπορεί να οδηγήσει, εκτός από τη σύγχυση και την άρνηση, στην πραγματική πίστη και να γνωρίσει ο άνθρωπος τη χαρά της αληθινής γνώσης.
Το ό,τι εκατομμύρια πιστών έζησαν μέχρι σήμερα και ζουν, σηκώνοντας το σταυρό του πόνου, της δοκιμασίας, της απόρριψης, της θλίψης, του ψυχικού ή σωματικού μαρτυρίου, στηριγμένοι στο πρόσωπο του Χριστού, βεβαιώνει ότι η Ανάσταση είναι γεγονός που βιώνεται ως εμπειρία προσωπική, δυνατή και αναμφισβήτητη.
Η Ανάσταση του Κυρίου δεν αποδεικνύεται με λογικά επιχειρήματα, αλλά βιώνεται. Γι’ αυτό άλλοι τη δέχονται κι άλλοι την απορρίπτουν, ανάλογα με το βίωμα που έχουν στην καρδία τους.
Γιατί, αλήθεια, ποια εμπειρία μπορεί να μεταδοθεί και να διδακτεί; Ποιο εσωτερικό βίωμα κατανοείται απ’ όσους δεν το έχουν;
Τη νύκτα του Πάσχα γιορτάζουμε «την εορτή των εορτών» και πανηγυρίζουμε «τη πανήγυριν των πανηγύρεων». Όλοι οι χριστιανοί, όπου κι αν βρίσκονται στην οικουμένη, ό,τι και να είναι στην ηθική τους κατάσταση, όπως και να ζουν ως μέλη της Εκκλησίας, αυτή τη νύκτα διαπερνά την καρδιά τους το ανέσπερο φως της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Με την απλότητα της πίστης και την ταπείνωση της αγάπης, βεβαιώνουν, χωρίς ν’ αποδεικνύουν, ότι τον τελευταίο λόγο στη ζωή των ανθρώπων και του κόσμου δεν τον έχει ο θάνατος. Βεβαιώνουν πώς ο θάνατος δεν έχει πια δύναμη, γιατί γίνεται μετάβαση κι όχι εξαφάνιση της ύπαρξης.
Ωστόσο, η Ανάσταση του Κυρίου δεν αφορά μόνο τους Χριστιανούς, αλλά όλους τους όπου γης ανθρώπους, αφού όλοι οι άνθρωποι αναζητούν, εν γνώσει ή εν αγνοία τους Ζωή χωρίς θάνατο και Αλήθεια αιώνια από Θεό αιώνιο. Έτσι, πέρα και πάνω από τη βίωση της εμπειρίας, που η Εκκλησία μέσω των ακολουθιών και της ζωής της μας προσφέρει ως δώρο για να ζήσουμε, υπάρχει ο Χριστός που ως Θεάνθρωπος γνωρίζει τα ανθρώπινα και μας προσκαλεί να ζήσουμε τη ζωή Του ως ζωή μας. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι το σώμα του Κυρίου Ιησού, η βίωση αυτή μπορεί να γίνει, για όσους θέλουν, χειροπιαστή και ουσιαστική, και να ζήσουν όντως ανάσταση και ζωή αιώνια. 
Ευλογημένοι όσοι αγωνίζονται και ζουν, από αυτή τη ζωή, την ανάσταση του Χριστού, γιατί αυτοί νίκησαν το θάνατο.
Ευλογημένοι όσοι βίωσαν την εμπειρία της Ανάστασης του Κυρίου ως δική τους ανάσταση, γιατί αυτοί γνώρισαν Ζωή αιώνια.
Κι ευλογημένοι όσοι πιστεύουν το:
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ-ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!


π Ανδρέας Αγαθοκλέους

Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

Κυριακάτικα: Ήχος Δ΄ Εωθινόν Ε΄


Απολυτίκιον
Τό φαιδρόν τής Αναστάσεως κήρυγμα, τού Αγγέλου μαθούσαι αι τού Κυρίου Μαθήτριαι, καί τήν προγονικήν απόφασιν απορρίψασαι, τοίς Αποστόλοις καυχώμεναι έλεγον, Εσκύλευται ο θάνατος, ηγέρθη Χριστός ο Θεός, δωρούμενος τώ κόσμω τό μέγα έλεος.

Υπακοή
Τά τής σής παραδόξου Εγέρσεως, προδραμούσαι αι Μυροφόροι, τοίς Αποστόλοις εκήρυττον Χριστέ, ότι ανέστης ως Θεός, παρέχων τώ κόσμω τό μέγα έλεος.

Κοντάκιον
Ο Σωτήρ καί ρύστης μου, από τού τάφου, ως Θεός ανέστησεν, εκ τών δεσμών τούς γηγενείς, καί πύλας άδου συνέτριψε, καί ως Δεσπότης ανέστη τριήμερος. 

Ο Οίκος
Τόν αναοτάντα εκ νεκρών Χριστόν τόν ζωοδότην, τριήμερον εκ τάφου, καί πύλας τού θανάτου σήμερον συνθλάσαντα, τή δυνάμει τή αυτού, τόν άδην τε νεκρώσαντα, καί τό κέντρον τού θανάτου συντρίψαντα, καί τόν Αδάμ σύν τή Εύα ελευθερώσαντα, υμνήσωμεν πάντες οι γηγενείς, ευχαρίστως βοώντες αίνον εκτενώς, Αυτός γάρ ως μόνος κραταιός Θεός, καί Δεσπότης ενέστη τριήμερος. 

Εκλογή από τους ύμνους εσπερινού και όρθρου

Κύριε ἀνελθὼν ἐν τῷ σταυρῷ, τὴν προγονικὴν ἡμῶν κατάραν ἐξήλειψας, καὶ κατελθὼν ἐν τῷ ᾅδῃ, τοὺς ἀπ' αἰῶνος δεσμίους ἠλευθέρωσας, ἀφθαρσίαν δωρούμενος τῶν ἀνθρώπων τῷ γένει· διὰ τοῦτο ὑμνοῦντες δοξάζομεν, τὴν ζωοποιὸν καὶ σωτήριόν σου Ἔγερσιν.

Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι Σωτήρ, τὴν σὴν ὑμνοῦσι τριήμερον Ἔγερσιν, δι' ἧς κατηυγάσθη τῆς οἰκουμένης τὰ πέρατα, καὶ δουλείας τοῦ ἐχθροῦ, πάντες ἐλυτρώθημεν κράζοντες· Ζωοποιὲ παντοδύναμε Σωτήρ, σῶσον ἡμᾶς τῇ Ἀναστάσει σου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Ἀνέστης ὡς ἀθάνατος, ἀπὸ τοῦ ᾅδου Σωτήρ, συνήγειρας τὸν κόσμον σου, τῇ Ἀναστάσει τῇ σῇ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἔθραυσας ἐν ἰσχύϊ, τοῦ θανάτου τὸ κράτος, ἔδειξας Ἐλεῆμον, τὴν Ἀνάστασιν πᾶσι· διό σε καὶ δοξάζομεν, μόνε Φιλάνθρωπε.

Ἐκ τῶν ἄνω κατελθών, τῶν ὑψωμάτων Γαβριήλ, καὶ τῇ πέτρα προσελθών, ἔνθα ἡ πέτρα τῆς ζωῆς, λευχειμονῶν ἀνεκραύγαζε ταῖς κλαιούσαις· Παύσασθε ὑμεῖς, τῆς θρηνώδους κραυγῆς, ἔχουσαι ἀεί, τὸ εὐσυμπάθητον· ὃν γὰρ ζητεῖτε κλαίουσαι, θαρσεῖτε, ὡς ἀληθῶς ἐξεγήγερται· διὸ βοᾶτε, τοῖς Ἀποστόλοις, ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος.

Νεκρῶν ἐξανάστασις, διὰ νεκρώσεως γέγονας· ἰσχὺς γὰρ ἀφῄρηται τῆς θανατώσεως, ὁμιλήσασα, ζωῇ τῇ αἰωνίῳ, τῷ πάντων δεσπόζοντι, σεσαρκωμένῳ Θεῷ.

Ἐδέξατο ὅλον σε, ᾅδης ὁ ἄφρων στόματι· ξύλῳ γὰρ παγέντα σε ἀθρήσας, λόγχῃ νυγέντα, ἄπνουν τὸν ζῶντα Θεόν, ψιλὸν ἐλογίσατο βροτόν, ἔγνω πειραθεὶς δὲ σοῦ, τὴν ἰσχὺν τῆς Θεότητος.

 Ποῦ ἐστιν Ἰησοῦς, ὃν ἑλογίσασθε φυλάττειν; εἴπατε Ἰουδαῖοι, ποῦ ἐστιν, ὃν ἐθήκατε ἐν τῷ μνήματι, τὸν λίθον σφραγίσαντες, δότε τὸν νεκρόν, οἱ τὴν ζωήν ἀρνησάμενοι, δότε τὸν ταφέντα, ἢ πιστεύσατε τῷ ἀναστάντι, κἂν ὑμεῖς σιγήσητε τοῦ Κυρίου τὴν Ἔγερσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται, μάλιστα ὁ ἀποκυλισθεὶς ἐκ τοῦ μνήματος. Μέγα σου τὸ ἔλεος! Μέγα τὸ μυστήριον τῆς οἰκονομίας σου! Σωτὴρ ἡμῶν δόξα σοι.

ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΟΝ Ε'

Ἡ ζωὴ καὶ ὁδὸς Χριστός, ἐκ νεκρῶν τῷ Κλεόπα καὶ τῷ Λουκᾶ συνώδευσεν, οἷς περ καὶ ἐπεγνώσθη, εἰς Ἐμμαοὺς κλῶν τὸν ἄρτον· ὧν ψυχαὶ καὶ καρδίαι, καιόμεναι ἐτύγχανον, ὅτε τούτοις ἐλάλει ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ Γραφαῖς ἠρμήνευεν, ἃ ὑπέστη· μεθ' ὧν, Ἡγέρθη, κράξωμεν, ὤφθη τε καὶ τῷ Πέτρῳ.

Θεοτοκίον

Ὑμνῶ σου τὸ ἀμέτρητον, ἔλεος Ποιητά μου, ὅτι σαυτὸν ἐκένωσας, τοῦ φορέσαι καὶ σῶσαι, φύσιν βροτῶν κακωθεῖσαν, καὶ Θεὸς ὢν ἠνέσχου, ἐκ τῆς ἁγνῆς θεόπαιδος, κατ' ἐμὲ τοῦ γενέσθαι, καὶ κατελθεῖν, μέχρις ᾍδου, θέλων με τοῦ σωθῆναι, πρεσβείαις τῆς Τεκούσης σε, Δέσποτα πανοικτίρμον.

ΕΩΘΙΝΟΝ Ε' Ἦχος πλ. α'

Ὢ τῶν σοφῶν σου κριμάτων Χριστέ! πῶς Πέτρῳ μὲν τοῖς ὀθονίοις μόνοις, ἔδωκας ἐννοῆσαί σου τὴν Ἀνάστασιν, Λουκᾷ δὲ καὶ Κλεόπᾳ, συμπορευόμενος ὡμίλεις, καὶ ὁμιλῶν, οὐκ εὐθέως σεαυτὸν φανεροῖς; Διὸ καὶ ὀνειδίζῃ, ὡς μόνος παροικῶν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ μὴ μετέχων τῶν, ἐν τέλει βουλευμάτων αὐτῆς. Ἀλλ' ὁ πάντα πρός τὸ τοῦ πλάσματος συμφέρον οἰκονομῶν, καὶ τὰς περὶ σοῦ προφητείας ἀνέπτυξας, καὶ ἐν τῷ εὐλογεῖν τὸν ἄρτον, ἐγνώσθης αὐτοῖς, ὧν καὶ πρὸ τούτου αἱ καρδίαι, πρὸς γνῶσίν σου ἀνεφλέγοντο, οἳ καὶ τοῖς Μαθηταῖς συνηθροισμένοις, ἤδη τρανῶς ἐκήρυττόν σου τὴν Ἀνάστασιν, δι' ἧς ἐλέησον ἡμᾶς.

ΕΩΘΙΝΟΝ Ε' ΛΟΥΚΑ 24,12-35

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα΄ καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς΄ καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποί; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ· ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν· ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλά γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ' οὗ ταῦτα ἐγένετο. Ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον· αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτόν, λέγοντες· Μεῖνον μεθ' ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ' αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας, ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

π. Γεώργιος Μεταλληνός - Ἀνάσταση: Ἡ νέκρωση τοῦ θανάτου μας


Ἄρθρο στὴν ἐφημερίδα Παρὸν τῆς Κυριακῆς, 19-04-2009
http://www.paron.gr/v3/new.php?id=40334&colid=&catid=26&dt=2009-04-19%200:0:0


1. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δικαιώνει τῇ μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητά του ὡς Σωτῆρα, ἱκανοῦ νὰ ζωοποιήσει ἀληθινά, νὰ μεταγγίσει τὴν καταλύτρια τοῦ θανάτου ζωή του στὴ φθαρτὴ ζωή μας. Ἕνας ὁ Χριστός, μία ἡ Ἀνάσταση, μία –καὶ μοναδικὴ– καὶ ἡ δυνατότητα σωτηρίας - θεώσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσανατολίζεται στὸν Χριστὸ ἡ προσδοκία γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν ἀδιεξόδων, ποὺ συμπνίγουν τῇ ζωή μας. Στὸν ἕναν ὅμως Χριστό, τὸν Χριστὸ τῶν Ἁγίων, τὸν Χριστὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ ἀλλοιωμένος «Χριστὸς» τῶν αἱρέσεων, ἢ ὁ σχετικοποιημένος «Χριστὸς» τοῦ θρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ τῆς νεοεποχικῆς πανθρησκείας, συνιστᾶ ἀπόρριψη τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς προσφερόμενης ἀπὸ Αὐτὸν δυνατότητας σωτηρίας. Ὁ Χριστὸς τῆς Πίστεως τῶν Ἁγίων μας εἶναι ὁ Χριστὸς τῆς Ἱστορίας καὶ ἀποκλείει κάθε σύγχυσή του μὲ ὁποιαδήποτε λυτρωτικὰ ὑποκατάστατα, ποὺ ἐπινοοῦνται γιὰ τὴν παραπλάνηση τοῦ κόσμου. Διότι μόνο ἔτσι μπορεῖ ἡ πλάνη νὰ συντηρεῖ τὴν ἀπάτη, διευκολύνοντας τὴν κυριαρχία ἀντιχρίστων δυνάμεων, ποὺ μολονότι σκορπίζουν τὸν θάνατο ἐμφανίζονται ὡς «ἄγγελοι φωτὸς» καὶ «διάκονοι Δικαιοσύνης» (Β´ Κορ. ια´ 14-15). Δὲν ξέρω γιατί στὸν λόγο αὐτὸ τοῦ Ἀπ. Παύλου τρέχει ἡ σκέψη μου, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ «ἀνθρωπιστικὴ βοήθεια» ἢ «εἰρηνευτικὴ δύναμη» στοὺς καιρούς μας...

2. Μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας συνειδητοποιοῦμε πῶς δὲν ὑπάρχουν τραγικότερες ὑπάρξεις ἀπὸ τοὺς «μὴ ἔχοντας ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. δ´ 13) – ἐλπίδα δηλαδὴ ἀναστάσεως. Διότι βλέπουν τὸν βιολογικὸ θάνατο ὡς τέλος καὶ καταστροφή τους. Σ᾿ αὐτὴ τὴν τραγικότητα ὑποκύπτει, δυστυχῶς, καὶ ἡ ἐπιστήμη, ἀναζητώντας ἀπεγνωσμένα μεθόδους γιὰ παράταση τῆς ζωῆς, μεταγγίζοντας τὴν ψευδαίσθηση ὑπερνίκησης κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ φυσικοῦ θανάτου. Ἐξίσου ὅμως τραγικοὶ εἶναι καὶ ὅσοι –ἀκόμη καὶ χριστιανοὶ– παγιδεύονται στὰ στεγανὰ χιλιαστικῶν ὁραμάτων καθολικῆς εὐημερίας καὶ ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας, χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς Ἀναστάσεως καὶ θυσιάζοντας τὸ ὑπερκόσμιο στὸ ἐνδοκοσμικὸ καὶ τὸ αἰώνιο στὸ καιρικό.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνόλης τῆς κτίσεως ἀποκτᾶ νόημα μόνο στὸ πλαίσιο τῆς ἁγιοπατερικῆς σωτηριολογίας. Στὴ συσταύρωση, δηλαδή, καὶ συνανάσταση μὲ τὸν Χριστό. Ἔτσι ζεῖ τὴν Ἀνάσταση καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς στὴν ἱστορική του πορεία. Πιστὴ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει χαρακτηριστεῖ, ὅπως ἐλέχθη, «Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως», διότι στὴν Ἀνάσταση οἰκοδομεῖ ὅλη τὴν ἱστορική της παρουσία, ἐμβολιάζοντας στὴ συνείδηση τῶν λαῶν τῆς τὴν ἀναστάσιμη ἐλπίδα, κάτι ποὺ φαίνεται στὴν πολιτισμική τους συνέχεια. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους λαοὺς καὶ ὁ ἑλληνικὸς ἔμαθε νὰ διαλύει στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τὰ σκοτάδια τῆς δουλείας του, ὅπως στὴν Τουρκοκρατία, ποὺ στὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δὲν κουραζόταν νὰ προσθέτει: «Καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀνέστη»!

3. Σ᾿ αὐτὸ τὸ νοηματικὸ πλαίσιο κινεῖται ἡ ἐλπιδοφόρα ἐκείνη πρόσκληση: «Δεῦτε λάβετε φῶς»! Εἶναι πρόσκληση στὸ ἀναστάσιμο ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητος, ποὺ τὸ δέχονται μόνο ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν καθαρίσει τὴν καρδιά τους. «Ἀθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως Χριστὸν ἑξαστράπτοντα...». Χωρὶς μετάνοια δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνήσει κανεὶς τὸ ἀναστάσιμο φῶς. Μετάνοια εἶναι ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας, τῆς αἰτίας κάθε θανάτου. Ἡ Ὀρθοδοξία διασώζει στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων της τὸν τρόπο τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου» καὶ στὴν προσωπικὴ ἀνάστασή μας. Αὐτὸ μας ὑπενθυμίζει διαρκῶς ὁ περίεργος στὰ ὦτα τῶν ἀμυήτων μοναστηριακὸς ἐκεῖνος λόγος: «Ἐὰν πεθάνεις, πρὶν πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις»! Χριστὸς Ἀνέστη!

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

Κυριακάτικα: Ήχος Γ΄ Εωθινόν Δ΄

Απολυτίκιον

Ευφραινέσθω τά ουράνια, αγαλλιάσθω τά επίγεια, ότι εποίησε κράτος, εν βραχίονι αυτού, ο Κύριος, επάτησε τώ θανάτω τόν θάνατον, πρωτότοκος τών νεκρών εγένετο, εκ κοιλίας άδου ερρύσατο ημάς, καί παρέσχε κόσμω τό μέγα έλεος.

Υπακοή

Εκπλήττων τή οράσει, δροσίζων τοίς ρήμασιν, ο αστράπτων Άγγελος, ταίς μυροφόροις έλεγε. Τόν ζώντα τί ζητείτε εν μνήματι; ηγέρθη κενώσας τά μνήματα τής φθοράς αλλοιωτήν, γνώτε τόν αναλλοίωτον, είπατε τώ Θεώ, Ως φοβερά τά έργα σου! ότι τό γένος έσωσας τών ανθρώπων.

Κοντάκιον
Εξανέστης σήμερον, από τού τάφου Οικτίρμον, καί ημάς εξήγαγες, εκ τών πυλών τού θανάτου, σήμερον Αδάμ χορεύει, καί χαίρει Εύα, άμα δέ, καί οι Προφήται, σύν Πατριάρχαις, ανυμνούσιν ακαταπαύστως, τό θείον κράτος τής εξουσίας σου.

Ο Οίκος

Ο ουρανός καί η γή σήμερον χορευέτωσαν, καί Χριστόν τόν Θεόν ομοφρόνως υμνείτωσαν, ότι τούς δεσμίους εκ τών τάφων ανέστησε. Συγχαίρει πάσα η κτίσις, προσφέρουσα επάξια άσματα, τώ πάντων Κτίστη καί Λυτρωτή ημών, ότι τούς βροτούς εξ άδου σήμερον, ω Ζωοδότης συνανελκύσας, πρός ουρανούς συνανυψοί, καί καταράσσει τού εχθρού τάς επάρσεις, καί πύλας τού άδου διαθλάττει, τώ θείω κράτει τής εξουσίας αυτού.

Εκλογή από τους εσπέριους και όρθριους ύμνους

Τὸν Σταυρόν σου τὸν τίμιον, προσκυνοῦμεν Χριστέ, καὶ τὴν ἀνάστασίν σου ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν·

Ὑμνοῦμεν τὸν Σωτῆρα, τὸν ἐκ τῆς Παρθένου σαρκωθέντα· δι' ἡμᾶς γὰρ ἐσταυρώθη, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀνέστη, δωρούμενος ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος

Ἡ ζωοδόχος σου Ἔγερσις Κύριε, τὴν οἰκουμένην πᾶσαν ἐφώτισε, καὶ τὸ ἴδιον πλάσμα, φθαρὲν ἀνεκαλέσατο. Διὸ τῆς κατάρας τοῦ Ἀδάμ, ἀπαλλαγέντες βοῶμεν· Παντοδύναμε Κύριε δόξα σοι

Τὸ ἀναλλοίωτον τὸ τῆς Θεότητος, καὶ τὸ ἑκούσιον πάθος σου Κύριε, εἰς ἑαυτὸν καταπλαγείς, ὁ ᾍδης ἐπωδύρετο. Τρέμω τὴν τοῦ σώματος, μὴ φθαρεῖσαν ὑπόστασιν, βλέπω τὸν ἀόρατον, μυστικῶς πολεμοῦντά με· διὸ καὶ οὓς κατέχω κραυγάζουσι· Δόξα Χριστὲ τῇ Ἀναστάσει σου.

Διὰ Σταυροῦ σου ᾐσχύνθη ὁ ἀσεβής· εἰργάσατο βόθρον γάρ, ὃν ὀρύξας εἰσπέπτωκε, ταπεινῶν ὑψώθη δὲ Χριστέ, τὸ κέρας ἐν τῇ σῇ Ἀναστάσει.

Τῆς εὐσεβείας τὸ κήρυγμα τῶν ἐθνῶν, ὡς ὕδωρ ἐκάλυψε τὰς θαλάσσας φιλάνθρωπε· ἀναστὰς ἐκ τάφου γάρ, τὸ τῆς Τριάδος ἀπεκάλυψας φέγγος.

Ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, συνεξανέστησας, ἡμᾶς ἐκ τῶν παθῶν, τῇ Ἀναστάσει σου Κύριε, τοῦ δὲ θανάτου πᾶσαν, τὴν δυναστείαν ὤλεσας Σωτήρ· διὰ τοῦτο πίστει σοι κράζομεν· Μνήσθητι καὶ ἡμῶν, ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου

Εἰς τὸ μνῆμά σε ἐπεζήτησεν, ἐλθοῦσα τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ· μή εὑροῦσα δὲ ὠλοφύρετο, κλαυθμῷ βοῶσα· οἴμοι Σωτήρ μου, πῶς ἐκλάπης πάντων Βασιλεῦ; Ζεῦγος δὲ ζωηφόρων Ἀγγέλων, ἔνδοθεν τοῦ μνημείου ἐβόα· Τί κλαίεις ὧ Γύναι; Κλαίω φησίν, ὅτι ᾖραν τὸν Κύριόν μου τοῦ τάφου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Αὐτὴ δὲ στραφεῖσα ὀπίσω, ὡς κατεῖδέ σε, εὐθέως ἐβόα· ὁ Κύριός μου, καὶ ὁ Θεός μου, δόξα σοι.

ΕΩΘΙΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΟΝ Δ'

Ταῖς ἀρεταῖς ἀστράψαντες, ἴδωμεν ἐπιστάντες, ἐν ζωηφόρῳ μνήματι, ἄνδρας ἐν ἀστραπτούσαις, ἐσθήσεσι Μυροφόροις, κλινούσαις εἰς γῆν ὄψιν, τοῦ οὐρανοῦ δεσπόζοντος, ἔγερσιν διδαχθῶμεν, καὶ πρὸς ζωήν, ἐν μνημείῳ δράμωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ, καὶ τὸ πραχθὲν θαυμάσαντες, μείνωμεν Χριστὸν βλέψαι.

Θεοτοκίον

Τὸ χαίρετε φθεγξάμενος, διημείψω τὴν λύπην, τῷν Προπατόρων Κύριε, τὴν χαρὰν ἀντεισάγων, ἐγέρσεώς σου ἐν κόσμῳ, ταύτης οὖν ζωοδότα, διὰ τῆς κυησάσης σε, φῶς φωτίζον καρδίας, φῶς οἰκτιρμῶν, τῷν σῶν ἐξαπόστειλον τοῦ βοᾶν σοι· Φιλάνθρωπε, Θεάνθρωπε, δόξα τῇ σῇ Ἐγέρσει.

ΕΩΘΙΝΟΝ Δ' Ἦχος δ'

Ὄρθρος ἦν βαθύς, καὶ αἱ Γυναῖκες ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμά σου Χριστέ, ἀλλά τὸ σῶμα οὐχ εὑρέθη, τὸ ποθούμενον αὐταῖς· διὸ ἀπορουμέναις, οἱ ταῖς ἀστραπτούσαις ἐσθήσεσιν ἐπιστάντες. Τί τὸν ζῶντα μετὰ τῷν νεκρῶν ζητεῖτε; ἔλεγον. Ἠγέρθη ὡς προεῖπε, τί ἀμνημονεῖτε τῶν ῥημάτων αὐτοῦ; Οἷς πεισθεῖσαι, τὰ ὁραθέντα ἐκήρυττον, ἀλλ' ἐδόκει λῆρος τὰ εὐαγγέλια, οὕτως ἦσαν ἔτι νωθεῖς οἱ Μαθηταί· ἀλλ' ὁ Πέτρος ἔδραμε, καὶ ἰδὼν ἐδόξασέ σου, πρὸς ἑαυτὸν τὰ θαυμάσια.

ΕΩΘΙΝΟΝ Δ' ΛΟΥΚΑ 24,1-12

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις· ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς· Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη. Μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. Καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. Ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς, ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

 


Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Καύση νεκρών: Αμετάκλητη λήθη ή αιώνια μνήμη;


 
Αρχιμ. π. Νικολάου Χατζηνικολάου(νυν μητροπολίτου Μεσογαίας)

Υπάρχουν δύο βασικές αλήθειες για την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη σχετικά με τον άνθρωπο. Η πρώτη είναι ότι ο άνθρωπος έχει ψυχοσωματική οντότητα και η δεύτερη ότι η ψυχή του είναι αιώνια στη φύση της.Το σώμα του είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή του και η ψυχή με την θεϊκή πραγματικότητα.

Η Εκκλησία δεν έχει μόνο διδασκαλία περί της ψυχής, αλλά βαθιά εμπειρία της. Δεν έχει απλά άποψη επί του θέματος έχει βίωση αληθείας. Η αποκάλυψή της δεν της προσφέρεται μόνον διδακτικά, αλλά της επαληθεύεται βιωματικά. Δεν λέει αυτό που ξέρει αλλά μεταγγίζει αυτό που ζει. Όταν βλέπει τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, δεν αντικρίζει σ΄αυτόν μόνο το σώμα του ή τη χρονική παρουσία του, αλλά βλέπει την εικόνα του Θεού να αντικατοπτρίζεται στην ψυχή του και διακρίνει την αιώνια διάστασή του. Αυτό πως να το αρνηθεί η Εκκλησία;

Άνθρωπος δεν είναι το σώμα, η υγεία, αυτό που βλέπουμε. Ούτε πάλι η ψυχή ως διάθεση, ως ψυχισμός, ως έκφραση των εγκεφαλικών λειτουργιών, ως φυσικό στοιχείο συμπεριφοράς - αυτό που αντιλαμβανόμαστε. Ο θησαυρός της ανθρώπινης υπόστασης είναι η ψυχή ως πρόσωπο, ως εικόνατης θεϊκής δόξης, ως αυτεξούσιο, ως δυνατότητα μετοχής στην αιωνιότητα, ως χάρις αυθυπέρβασης.Κάθε τι που σχετίζεται με την ψυχή αποτελεί ιερό γεγονός ή στοιχείο έχει να κάνει με την σωτηρία, τον εξαγιασμό, την ένωση με τον Θεό, την βίωση της αιώνιας προοπτικής του ανθρώπου. Αυτό είναι το στοιχείο που, επειδή είναι υπαρκτό καθιστά τον άνθρωπο ιερό.

Η ψυχή μ΄αυτήν την έννοια, περιφρουρείται μέσα στο σώμα που το μεταμορφώνει σε ναό. Το σώμα που διαφυλάσσει το θησαυρό της ψυχής δεν είναι φυλακή. Ένα σώμα όμως που εν ζωή δεν το σεβαστήκαμε, ούτε καν φιλόζωα το διατηρήσαμε, που βιολογικά μεν το περιποιηθήκαμε στα εργαστήρια, ουσιαστικά όμως το καταστρέψαμε στην πρακτική της ζωής ένα σώμα στο οποίο η ιατρική δεν καλείται να θεραπεύσει μόνο τις συνέπειες της φυσιολογικής φθοράς επάνω του, αλλά και του ανορθόδοξου τρόπου και της αντίληψης ζωής μέσα του ένα σώμα που η ίδια η ψυχή μας το αγνόησε, και αντί μαζί του να επιτελέσει τον ιερουργικό σκοπό της, ικανοποίησε τις φιλήδονες τάσεις και τις αμαρτωλές διαθέσεις της -και μάλιστα με την αποδοχή και νομική κάλυψη της κοινωνίας-, αυτό το σώμα είναι εύκολο αυτή η κοινωνία και ψυχή να θέλουν να το κάψουν για να ολοκληρώσουν το έργο τους και να εξαφανίσουν την ασέβειά τους.

Για την Εκκλησία τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το σώμα, όσο ο άνθρωπος είναι εν ζωή, το βλέπει ως θυσιαστήριο. Γι΄αυτό και η βάναυση επέμβαση επάνω του και η υποταγή του στις ορμές, που δουλώνουν το αυτεξούσιο, δηλώνουν ασέβεια και αποτελούν βεβήλωση και αμαρτία. Η συντήρηση και τροφοδοσία του γίνεται πάντοτε με προσευχή -προσευχές της τραπέζης- η φροντίδα της υγείας του που συνδυάζεται με μυστήριο - το ευχέλαιο-, η αναπαραγωγή του με άλλο μυστήριο - το γάμο- και τέλος ο εξαγιασμός του επιτυγχάνεται με την μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού.

Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα του γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και οσεβασμός μας σ΄αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μιας ιερουργίας που μέσα του επιτελείτο - της σωτηρίας της ψυχής- και την υπόμνηση μιας άλλης που τώρα "αγνώστως" συνεχίζεται έξω από αυτό- της δόξης της ψυχής. Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την "ετέρα μορφή του"(Μάρκ. ιστ΄12), την αναμόρφωσή του "εις το αρχαίον κάλλος". Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς. 

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το σώμα είναι κάτι που δεν εγγίζεται και στο οποίο αρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Το σώμα είναι το υποκείμενο στη φθορά στοιχείο του ανθρώπου Η φυσική φθορά είναι η ισχυρότερη ίσως υπόμνηση της πτωτικής μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση που συνηγορεί στη συρρίκνωσή του, προσβάλλει και την ψυχή. Για τον λόγο αυτό, στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, αναστέλλοντας την εξέλιξη της φθοράς, όταν και όδο μπορούμε. Η διαδικασία της πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη. Την αναλαμβάνει μόνον ό Θεός μέσα από τις συνθήκες που ο ίδιος προνοεί ή η φύση μέσα από την ευθύνη που της έχει ανατεθεί. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που η Εκκλησία μας αρνείται την καύση των νεκρών. Αφήνει στη φύση να αναλάβει την ευθύνη της φθοράς του σώματος. Δεν το καίει, αλλά το αφήνει να σβήσει. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που η φύση επιτρέπει να μείνει κάποιο υπόλειμμα, αυτό έχει το λόγο του.Όταν και η ΄φυση αρνείται την ολοσχερή διάλυσή του ανθρωπίνου σώματος, τότε η νομοθετημένη καύση του δεν είναι πράξη επιλήψιμης βίας;

Τα οστά υπαινίσσονται το σώμα έχουν μεν όλα μια ομοιότητα, αλλά έχουν και διαφορές. Άλλα είναι τα κοκαλάκια ενός μικρού παιδιού στη θέα τους και άλλα ενός ενήλικα. Άλλα ενός ανθρώπου και άλλα κάποιου ζώου. Όταν όμως καούν, η στάχτη εξομοιώνει τα πάντα. Και στην περίπτωση αυτή που διατηρείται και δεν σκορπίζεται, δεν διακρίνονται οι διαφορές έχουν εξαλειφθεί για πάντα. Μαζί με τα χαρακτηριστικά του προσώπου, έχει εξαφανιστεί και η εικόνα του ανθρώπου μόλις δςε σκορπιστούν και τα υπολείμματα της στάχτης,μαζί με τα ψήγματα του κοινωνικού σεβασμού, οριστικοποιείται και η διαγραφή κάθε ίχνους παρουσίας του. Ο υπαρκτικός θάνατος έχει προσυπογράψει τον φυσιολογικό.

Το υπόλειμμα του ανθρώπου δεν είναι η ισοπέδωση και η απουσία, αλλά η ταυτότητα και του είδους και του προσώπου και η παρουσία.Ο αγώνας να διατηρήσουμε τα οστά, τα λείψανα, ό,τι περισσότερο από τον άνθρωπο μπορούμε σ΄αυτόν τον κόσμο, ισοδυναμεί με την ανάγκη μας να διατηρηθεί όσο περισσότερο γίνεται το πρόσωπό του στον άλλο. Ο σεβασμός μας στα νεκρά λείψανα πιστοποιεί την πίστη μας στην αθάνατη ψυχή. 

Οι νεκροί δεν είναι "πεθαμένοι" αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία της αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο "νεκροταφεία" και επιμένει στον όρο "κοιμητήρια". Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικού -για να μην αγριεύουμε- αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλάτετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης καταστάσεως τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται.

Η Εκκλησία δεν τιμά το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δυό, τον άνθρωπο ως όλον. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα, που δεν μας την θυμίζει μόνο όταν λειτουργεί αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται - αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του,κάτι που δεν καταστρέφεται.

Η ψυχή ζει. Αυτό φαίνεται από το ότι τα λείψανα έχουν ζωή όχι βιολογική βέβαια αλλά κάποιας μορφής πνευματική, που όμως διαπιστώνεται. Όταν έχουμε άτομα που η βίωσή τους της πνευματικής πραγματικότητος ήταν τόσο έντονη ώστε και από τότε που ζούσαν εν χρόνω την παχύτητα αυτού του κόσμου, αυτά να λειτουργούν στις συχνότητες του άλλου, τότε ο θάνατός τους είναι κοίμηση που αποτυπώνεται στα λείψανά τους. Είναι πολύτιμη εμπειρία της Εκκλησίας, διαρκώς επαληθευόμενη, ότι πλείστα όσα εξ αυτών εμφανίζουν ιδιάζουσα χάρι. Είναι γνωστό ότι συχνά τα λείψανα των αγιορειτών μοναχών αλλά και των άλλων εξαγιασμένων ανθρώπων που η ζωή τους τίμησε το σώμα και η ψυχή τους φανέρωσε μεγαλύτερη ευρωστία και ζωτικότητα από αυτό, διατηρούν μια εντυπωσιακή ευκαμψία για ώρες μετά θάνατον. Δεν κοκαλώνουν!

Αλλά και η αποδεδειγμένη ευωδία, το κέρινο χρώμα τους, η θαυματουργική χάρι τους ή η φυσική αφθαρσία ολόσωμων αγίων, στοιχεία ασυνήθη και φυσικώς ανεξήγυτα, είναι αναμενόμενα φαινόμενα της πνευματικής πραγματικότητος. Αυτά τα λείψανα, για την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και συνείδηση, αποτελούν περιουσία πολυτιμότερη και από τη διδασκαλία της θησαυρούς αναγκαιότερους και από τα σκεύη της. Στα λείψανα των μαρτύρων της εδράζονται οι άγιες τράπεζες της. Αν αυτά κάψει θα έχει ήδη θυσιάσει τα ιερά θυσιαστήριά της θαέχει καταστρέψει τα ζωτικά σπλάχνα της.

Η ψυχή υπάρχει, ζει και αναγνωρίζει το σώμα της και μετά θάνατον.Βλέπει και μπορεί να αντικρύσει την καύση του. Άραγε θα την εγκρίνει; Η ίδια στην κατάσταση που είναι δεν βλάπτεται από τις δικές μας ενέργειες ούτε και όταν της καταστρέφουν το δικό της σώμα.

Η ασέβεια επάνω της όμως φθείρει εμάς. Το ηθικό κριτήριο σε μιά τόσο καίρια απόφαση για την Εκκλησία είναι πνευματικό δεν έχει νακάνει με τις επιλογές μιας πεθαμένης κοινωνίας, μιας κοινωνίας που αρνείται την αθανασία της, αλλά με τις προτιμήσεις τηςαθάνατης ψυχής, της ψυχής που επιβεβαιώνει την αιωνιότητά της.

Αν μας ρωτούσαν πως θα προτιμούσαμε να φύγει απ΄αυτόν τον κόσμο κάποιος δικός μας:από εγκεφαλική αποπληξία, από καρδιακή ανακοπή, με παραμορφωτικά εγκαύματα, ή να αποτεφρωθεί από ανάφλεξη και πυρκαγιά, έχω την εντύπωση πως ο τραγικότερος τρόπος θα ομολογούσαμε πως είναι ο τελευταίος.

Είναι φυσικό στον άνθρωπο, όταν αποχαιρετά τον άνθρωπό του, να θέλει να αντικρύσει για τελευταία φορά την οικεία σ΄αυτόν όψη και όχι το αποτρόπαιο κατάντημά του σε απάνθρωπη, ανοίκεια και απρόσωπη στάχτη. Η λεπτή αγάπη των στιγμών εκείνων εκφράζεται ως ανάγκη να αγκαλιάσει κανείς, να φιλήσει, να χορτάσει το βλέμμα του, να εκδηλωθεί τρυφερά πάνω στο άψυχο σώμα. Αν μας πληγώνει η βία της φύσεως, πώς εμείς επιλέγουμε τη βία του αυτεξουσίου μας; Όταν κάτι είναι πολύτιμο και το χάνουμε, προσπαθούμε να κρατήσουμε όσο περισσότερο απ΄αυτό μπορούμε. Ποτέ δεν νομοθετούμε τη βίαιη μείωση του τελευταίου ανεκτίμητου υπολείμματός του.

Η απόφαση ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήριά μας ισοδυναμεί με προσβολή.Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Η αγάπη δημιουργεί και χώρο και προϋποθέσεις. Η χρηστική ανάγκη ποτέ δεν είναι ουσιαστική και πάντα πιστοποιεί τη στενότητα του καρδιακού χώρου.Η ανάγκη του σεβασμού είναι πολύ μεγαλύτερη γι΄αυτόν που τον εκχωρεί παρά γι΄αυτόν που αποδέχεται.

Ετσι που βαδίζει η κοινωνία μας δεν θα έχει μονον έλλλειψη χώρου, αλλά και ανθρώπους δεν θα βρίσκει για να θάψουν, ίσως και να κάψουν, τους νεκρούς της. Στο απέραντο γηροκομείο του "πολιτισμένου" κόσμου μας, όπου οι νέοι τείνουν να γίνουν πολύ λιγότεροι από τους ηλικιωμένους και οι γεννήσεις πολύ πιο σπάνιες από τους θανάτους, θα υπάρχουν νεκροί και όχι νεκροθάφτες.Αντί να ενδιαφέρεται η κοινωνία μας για την αρχή της ζωής, π.χ. το δημογραφικό πρόβλημα, υπεραπασχολείται με το τέλος, την καύση. Η ίδια νοοτροπία που αποφεύγει, τη γέννηση, δηλαδή τη ζωή, αυτή που απορρίπτει και τους γέρους, αυτή που προτείνει την ευθανασία, αυτή που η ίδια δεν αντέχει και τους νεκρούς αρνείται τη δημιουργία και επιλέγει την καύση. Αυτή υπογράφει το οριστικό τέλος του τέλους το τέλος του σκοπού το τέλος του ανθρώπου. 

Αυτοί που αγνόησαν το δικαίωμα του ανθρώπου για το Θεό και πρόσβαλαν τα απαράγραπτα δικαιώματα του Θεού για τον άνθρωπο, αυτοί και μόνον μπορούν να επικαλούνται τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα για να νομιμοποιήσουν την ασέβειά τους στον άνθρωπο. 

Η καύση των νεκρών δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού πλέον ανθρώπου. η διατήρηση του σώματός τους αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και επιβιώσεως του προσώπου του. Είναι αδύνατο το θέλημα του ενός -και ας αποκαλείται αυτό δικαίωμα- να προσκρούει στην ανάγκη για σεβασμό του συνόλου. Δεν μπορεί να είναι δικαίωμα κάποιου να τον...κάψουμε εμείς! Το θέμα δεν είναι αν κάποιος επιθυμεί να καεί. είναι αν η κοινωνία θα δεχθεί να τον κάψει.

Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το δικό της τέλος. τον μηδενισμό της. Μια κοινωνία που δεν αντέχει τον άνθρωπο ούτε στην ασθένειά του, ούτε στην αδυναμία του, ούτε στον θάνατό του, μια κοινωνία που καίει τους νεκρούς της, μια κοινωνία που καταστρέφει και την ανάμνηση της ζωής και την ενθύμηση των μελών της -αυτό είναι τα λείψανα- μια κοινωνία που κάνει την αρχή του ανθρώπου τεχνητή και μηχανική και το τέλος του οριστικό και αμετάκλητο, μια κοινωνία που αρνείται την πνοή του αιώνιου και εγκλωβίζεται στην ασφυξία του εφήμερου, τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η κοινωνία με τη ζωή; Ακόμη και οι άθεοι υπογράμμιζαν την ανάμνηση των επίγειων θεών τους με ταριχεύσεις των σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν) ή όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν με κατασκευές αγαλμάτων και ψεύτικων ομοιωμάτων.

Φαίνεται πως το αποτέλεσμα του ανθρωπισμού χωρίς Θεό, του πολιτισμού χωρίς αξίες και του μηδενισμού χωρίς σκοπό, το αποτέλεσμα της σύγχυσης της αθεϊας, είναι η εξαφάνιση του ανθρώπου,η καύση και του τελευταίου υπολείμματός του. Η καύση των νεκρών οδηγεί στην καύση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Κατόπιν τούτων, δεν είναι ότι δεν της επιτρέπεται, αλλά η Εκκλησία αδυνατεί και αρνείται να δεχθεί μια απλά χρηστική και καθόλου πειστική λύση ελάσσονος πρακτικής βαρύτητος και να θυσιάσει το βίωμα του σεβασμού της στη θεϊκότητα του προσώπου του κάθε ανθρώπου, πολλώ μάλλον του ανθρώπου που αυτή βάφτισε στη κολυμβήθρα της τιμώντας ταυτόχρονα και την ψυχή και το σώμα του. Το μείζον δεν μπορεί να υποταχθεί στο έλασσον. Είναι αδύνατον όποιος πιστεύει στην Εκκλησία και αποδέχεται την πρόταση ζωής της, όποιος ζει την πραγματικότητα της ψυχής, όποιος σέβεται τον άνθρωπο να μην τιμά και το σώμα. Το σώμα χρήζει μεγαλύτερης τιμής και σεβασμού από την κοινωνία μετά θάνατον απ' όση περιποίηση και προστασία δέχθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ζωής του.


ΠΗΓΗ: www.i-m-attikis.gr

artoforio.gr

Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

Κυριακάτικα: ήχος Β΄ Εωθινόν γ΄


Απολυτίκιον

Ότε κατήλθες πρός τόν θάνατον, η Ζωή η αθάνατος, τότε τόν Άδην ενέκρωσας τή αστραπή τής θεότητος, ότε δέ καί τούς τεθνεώτας εκ τών καταχθονίων ανέστησας, πάσαι αι Δυνάμεις τών επουρανίων εκραύγαζον, Ζωοδότα Χριστέ ο Θεός ημών δόξα σοι.

Υπακοή

Μετά τό Πάθος πορευθείσαι εν τώ μνήματι πρός τό μυρίσαι τό σώμά σου αι γυναίκες Χριστέ ο Θεός, είδον Αγγέλους εν τώ τάφω καί εξέστησαν, φωνής γάρ ήκουον εξ αυτών, ότι ανέστη ο Κύριος, δωρούμενος τώ κόσμω τό μέγα έλεος.

Κοντάκιον
Ανέστης Σωτήρ, εκ τάφου Παντοδύναμε καί Άδης ιδών, τό θαύμα εξεπλήττετο, καί νεκροί ανίσταντο, καί η κτίσις ιδούσα συγχαίρει σοι, καί ο Αδάμ συναγάλλεται, και κόσμος Σωτήρ μου ανυμνεί σε αεί.

Οίκος

Σύ ει τό φώς τών εσκοτισμένων, σύ εί η ανάστασις πάντων καί η ζωή τών βροτών καί πάντας συνανέστησας, τού θανάτου τό κράτος Σωτήρ σκυλεύσας, καί τού Άδου τάς πύλας συντρίψας Λόγε, καί οι θνητοί κατιδόντες τό θαύμα εθαύμαζον, καί πάσα κτίσις συγχαίρει εν τή σή Αναστάσει, Φιλάνθρωπε. Διό καί πάντες δοξάζομεν, καί υμνούμεν τήν σήν συγκατάβασιν, καί κόσμος Σωτήρ μου ανυμνεί σε αεί.

Εκλογή από τους εσπέριους και ορθρινούς ύμνους:

Χριστὸς ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, τὸ καθ' ἡμῶν χειρόγραφον προσηλώσας, τῷ Σταυρῷ ἐξήλειψε, καὶ τοῦ θανάτου τὸ κράτος κατήργησε, προσκυνοῦμεν αὐτοῦ τὴν τριήμερον Ἔγερσιν.

Σὲ τὸν σταυρωθέντα καὶ ταφέντα, Ἄγγελος ἐκήρυξε Δεσπότην, καὶ ἔλεγε ταῖς γυναιξί· Δεῦτε ἴδετε, ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος· Ἀνέστη γὰρ καθὼς εἶπεν, ὡς παντοδύναμος· διό σε προσκυνοῦμεν τὸν μόνον ἀθάνατον, ζωοδότα Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς.

Διὰ ξύλου Σῶτερ κατήργησας, τὴν τοῦ ξύλου κατάραν, κράτος θανάτου τῇ ταφῇ σου ἐνέκρωσας, ἐφώτισας, δὲ τὸ γένος ἡμῶν τῇ Ἐγέρσει σου· διὸ βοῶμέν σοι· Ζωοδότα Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.

Τὸν λίθον τοῦ μνήματος, σφραγισθῆναι μὴ κωλύσας, τὴν πέτραν τῆς πίστεως, ἀναστὰς παρέσχες πᾶσι, Κύριε δόξα σοι. 

Τῶν Μαθητῶν σου ὁ χορός, σὺν μυροφόροις Γυναιξίν, ἀγάλλεται συμφώνως· κοινὴν γὰρ ἑορτὴν σὺν αὐτοῖς ἑορτάζομεν, εἰς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς σῆς Ἀναστάσεως, καὶ δι' αὐτῶν, φιλάνθρωπε Κύριε, τῷ λαῷ σου παράσχου τὸ μέγα ἔλεος.

Εἰπάτωσαν Ἰουδαῖοι, πῶς οἱ στρατιῶται ἀπώλεσαν τηροῦντες τὸν Βασιλέα; διατὶ γὰρ ὁ λίθος οὐκ ἐφύλαξε τὴν πέτραν τῆς ζωῆς; ἢ τὸν ταφέντα δότωσαν, ἢ ἀναστάντα προσκυνείτωσαν, λέγοντες σὺν ἡμῖν· Δόξα τῷ πλήθει τῶν οἰκτιρμῶν σου. Σωτὴρ ἡμῶν δόξα σοι.

Ἄγγελος μὲν τὸ Χαῖρε, πρὸ τῆς σῆς συλλήψεως Κύριε, τῇ Κεχαριτωμένῃ ἐκόμισεν, Ἄγγελος δὲ τὸν λίθον τοῦ ἐνδόξου σου μνήματος, ἐν τῇ σῇ Ἀναστάσει ἐκύλισεν. Ὁ μὲν ἀντὶ τῆς λύπης, εὐφροσύνης σύμβολα μηνύων, ὁ δὲ ἀντὶ θανάτου, Δεσπότην ζωοδότην κηρύττων ἡμῖν. Διὸ βοῶμέν σοι· Εὐεργέτα τῶν ἁπάντων, Κύριε δόξα σοι.

ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΟΝ Γ'

Ὅτι Χριστὸς ἐγήγερται, μή τις διαπιστείτω· ἐφάνη τῇ Μαρίᾳ γάρ, ἔπειτα καθωράθη, τοῖς εἰς ἀγρὸν ἀπιοῦσι, Μύσταις δὲ πάλιν ὤφθη, ἀνακειμένοις ἕνδεκα, οὕς βαπτίζειν ἐκπέμψας, εἰς Οὐρανούς· ὅθεν καταβέβηκεν ἀνελήφθη, ἐπικυρῶν τὸ κήρυγμα, πλήθεσι τῶν σημείων.

Θεοτοκίον

Ὁ ἀνατείλας Ἥλιος, ἐκ παστοῦ ὡς Νυμφίος, ἀπὸ τοῦ τάφου σήμερον, καὶ τὸν ᾍδην σκυλεύσας, καὶ θάνατον καταργήσας, σὲ Τεκούσης πρεσβείαις, φῶς ἡμῖν ἐξαπόστειλον, φῶς φωτίζον καρδίας, καὶ τὰς ψυχάς, φῶς βαδίζειν ἅπαντας ἐμβιβάζον, ἐν τρίβοις προσταγμάτων σου, καὶ ὁδοῖς τῆς εἰρήνης.

ΕΩΘΙΝΟΝ Γ' Ἦχος γ'

Τῆς Μαγδαληνῆς Μαρίας, τὴν τοῦ Σωτῆρος εὐαγγελιζομένης, ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν καὶ ἐμφάνειαν, διαπιστοῦντες οἱ Μαθηταί, ὠνειδίζοντο τὸ τῆς καρδίας σκληρόν· ἀλλὰ τοῖς σημείοις καθοπλισθέντες καὶ θαύμασι, πρὸς τὸ κήρυγμα ἀπεστέλλοντο· καὶ σὺ μὲν Κύριε, πρὸς τὸν ἀρχίφωτον ἀνελήφθης Πατέρα, οἱ δὲ ἐκήρυττον πανταχοῦ τὸν λόγον, τοῖς θαύμασι πιστούμενοι. Διὸ οἱ φωτισθέντες δι' αὐτῶν δοξάζομέν σου, τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν, φιλάνθρωπε Κύριε.

ΕΩΘΙΝΟΝ Γ' ΜΑΡΚΟY 16,9-20

Ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς πρωῒ πρώτῃ Σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ' ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. Ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ' αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. Κᾀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ' αὐτῆς ἠπίστησαν. Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις, εἰς ἀγρόν. Κᾀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς, οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. Ὕστερον, ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη, καὶ ὠνείδισε τήν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον, οὐκ ἐπίστευσαν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα, κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθείς, σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας, κατακριθήσεται. Σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει. Ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς, ὄφεις ἀροῦσι, κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν , οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει, ἐπὶ ἀῤῥώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. Ὁ μὲν οὖν Κύριος, μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς, ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες, ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος, διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. Ἀμήν.


 


 


Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Πάσχα νομικό, Πάσχα θείας χάριτος, Πάσχα του μέλλοντος αιώνος

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διαιρεί το Πάσχα σε τρία, ήτοι το Πάσχα το νομικό, το Πάσχα της θείας Χάριτος και το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος.Το νομικό Πάσχα, κατά το οποίο οι Εβραίοι εόρταζαν την θαυματουργική τους διάβαση δια της Ερυθράς θαλάσσης, ήταν μια ενθύμηση της πικράς δουλείας της Αιγύπτου και της ελευθερίας τους με την βοήθεια του Θεού. Ήταν Πάσχα “χαριστήριον και ικέσιον”. Στην πραγματικότητα, το Πάσχα αυτό ήταν προτύπωση του δικού μας Πάσχα.Το Πάσχα της θείας Χάριτος είναι η Ανάσταση του Χριστού, δια της οποίας γίνεται διάβαση “εκ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν”. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: “ώ Πάσχα το μέγα και ιερόν και παντός του κόσμου καθάρσιον”. Χωρίς την μέθεξη του Χριστού και την κοινωνία μαζί Του υπάρχει νέκρωση και δουλεία. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, “ο μη ορών και ακούων και αισθανόμενος πνευματικώς νεκρός εστιν”. Επομένως, το Πάσχα είναι έλευση του Χριστού μέσα στην καρδιά. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πη πολύ χαρακτηριστικά: “Πάσχα η επί τον ανθρώπινον νουν έλευσις του Λόγου”. Πραγματικά, ο άνθρωπος όταν λαμβάνη τον Χριστό, ζη πνευματικά και ο Χριστός γίνεται η ζωή του, η ψυχή της ψυχής του. “Ψυχή τις δευτέρα τοις ανθρώποις η ανάστασις” (όσιος Νείλος).Το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος είναι “τελεώτερον και καθαρώτερον”. Ο Χριστός, όταν τελούσε το Πάσχα λίγο πριν από το Πάθος Του, και μάλιστα όταν τέλεσε τον Μυστικό Δείπνο, είπε: “ου μη πίω απ’ άρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω μεθ’ υμών καινόν εν τη βασιλεία του πατρός μου” (Ματθ. κστ’, 29). Σαφώς εδώ γίνεται λόγος για το Πάσχα της Βασιλείας των Ουρανών. Ακόμη και το Πάσχα της παρούσης ζωής είναι τυπικό, σχετικά με το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος. Τότε οι άγιοι θα έχουν μεγαλύτερη κοινωνία με τον Χριστό, αφού ο Λόγος θα αποκαλύψη και θα διδάξη “ά νυν μετρίως παρέδειξε” (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος).Οι Χριστιανοί αγωνίζονται για να περάσουν από το τυπικό Πάσχα, στο Πάσχα της θείας Χάριτος, και από εκεί στο αιώνιο Πάσχα. Μια τέτοια εορτή έχει σημασία και νόημα. Κάθε άλλος εορτασμός δεν αποβλέπει σε βαθύτερους σκοπούς, δεν ικανοποιεί το πεινασμένο και διψασμένο πνεύμα του ανθρώπου.Κατά την διάρκεια της εορτής του Πάσχα των Εβραίων σφραγιζόταν αμνός άμωμος, τέλειος και νέος. Αυτό ήταν προτύπωση του Χριστιανικού αμνού, που είναι αυτός ο Ίδιος ο Χριστός, άμωμος, νέος και τέλειος. Αυτός θυσιάστηκε και προσφέρεται στους Χριστιανούς για να ενωθούν μαζί Του.

  «ΟΙ ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ» Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Ο Χριστός ανέστησε τον εαυτό του ως Θεός



Η Ανάσταση του Χριστού διαφέρει σαφώς από άλλες αναστάσεις, που έγιναν στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, στο ότι ο Χριστός, ως Θεός αληθινός, ανέστησε τον Εαυτό Του, δηλαδή η ανθρώπινη φύση αναστήθηκε από την θεία φύση, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως, ενώ οι άλλες αναστάσεις έγιναν με την δύναμη και την ενέργεια του Θεού. Μπορεί κανείς να πη ότι, όπως ο Χριστός ποιεί την θέωση, ενώ οι άγιοι πάσχουν την θέωση, έτσι και ο Χριστός ποιεί την Ανάσταση, την έγερσή Του, ενώ οι άγιοι πάσχουν την ανάσταση. Το ρήμα "πάσχουν" δηλώνει ότι δέχονται μια έξωθεν ενέργεια, ενώ το Σώμα του Χριστού ήταν πηγή της ακτίστου Χάριτος.

Βέβαια, υπάρχουν μερικά χωρία στην Αγία Γραφή που κάνουν λόγο για το ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τον Θεό·Πατέρα Του. Ο Απόστολος Πέτρος στην ομιλία του την ημέρα της Πεντηκοστής, αναφερόμενος στον Χριστό, είπε: "όν ο Θεός ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου, καθότι ουκ ήν δυνατόν κρατείσθαι αυτόν υπ’ αυτού" (Πράξ. β', 24). Επίσης, ο Απόστολος Παύλος γράφει σε επιστολή του: "ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν" (Ρωμ. στ', 4). Και σε άλλη επιστολή γράφει: "...κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού, ήν ενήργησεν εν τω Χριστώ εγείρας αυτόν εκ νεκρών..." (Εφεσ. α', 20).

Όμως, το θέμα αυτό πρέπει να το δη κανείς μέσα από την τριαδολογία, κατά την οποία τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν την ίδια ουσία και την ίδια ενέργεια, διαφέρουν όμως στις υποστάσεις. Έτσι, δεν είναι άλλη η ενέργεια του Πατρός, άλλη του Υιού και άλλη του Αγίου Πνεύματος, αλλά κοινή είναι η ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Αυτό που θέλει ο Πατήρ θέλει και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, και αυτό που θέλει ο Υιός θέλει και ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα, και αυτό που κάνει το Άγιον Πνεύμα θέλει και ο Πατήρ και ο Υιός. Όταν λέγεται, λοιπόν, ότι ο Πατήρ ανέστησε τον Χριστό σημαίνει ότι και Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός ανέστησε τον Εαυτό Του, αφού ο Πατήρ δεν κάνει κάτι που δεν κάνει ο Υιός.

Όλα του Πατρός είναι και του Υιού χωρίς την αγεννησία. Επομένως, το να αποδίδη κανείς τα γεγονότα που συνέβησαν στον Υιό μόνο στον Πατέρα είναι ασεβές, αλλά και το να τα αναθέτη όλα στον Υιό δεν είναι αποδοκιμαστέο, αφού και ο Υιός είναι Θεός ομοσθενής και μπορεί να κάνη ό,τι κάνει ο Πατήρ (Ζωναράς). Όταν, λοιπόν, λέγεται ότι ο Πατήρ ανέστησε τον Χριστό, δηλούται ότι ο Τριαδικός Θεός, η θεότητα, που είναι γνώρισμα της φύσεως, ανέστησε την ανθρώπινη φύση.

Ο Ναυπάκτου Ιερόθεος

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Κυριακάτικα: Ήχος Α΄ Εωθινόν Β΄


Απολυτίκιον

Του λίθου σφραγισθέντος υπό των ιουδαίων και στρατιωτών φυλασσόντων το άχραντον σου Σώμα, ανέστη τριήμερος Σωτήρ , δωρούμενος τω κόσμω την ζωήν, δια τούτο αι δυνάμεις των ουρανών εβόων σοι Ζωοδότα, δόξα τη αναστάσει σου Χριστέ, δόξα τη βασιλεία σου , δόξα τη οικονομία σου , μόνε Φιλάνθρωπε.

Η Υπακοή

Η του Ληστού μετάνοια τον παράδεισον εσύλησεν, ο δε θρήνος των μυροφόρων την χαράν εμήνυσεν, ότι ανέστης Χριστέ ο Θεός παρέχων τω κόσμω το μέγα έλεος.

Κοντάκιον

Εξανέστης ως Θεός εκ του Τάφου εν δόξη, και κόσμον συνανέστησας και η φύσις των βροτών ως Θεόν σε ανύμνησε και θάνατος ηφάνισται και ο Αδάμ χορεύει Δέσποτα και η Εύα νυν εκ των δεσμών λυτρουμένη χαίρει κράζουσα, Συ ει ο πάσιν παρέχων Χριστέ την ανάστασιν.

Εκλογή από τους εσπέριους και ορθρινούς ύμνους.

Δεῦτε λαοὶ ὑμνήσωμεν, καὶ προσκυνήσωμεν Χριστόν, δοξάζοντες αὐτοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν· ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐκ τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ, τὸν κόσμον λυτρωσάμενος.

Εὐφράνθητε οὐρανοί, σαλπίσατε τὰ θεμέλια τῆς γῆς, βοήσατε τὰ ὄρη εὐφροσύνην· ἰδοὺ γὰρ ὁ Ἐμμανουὴλ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, τῷ Σταυρῷ προσήλωσε, καὶ ζωὴν ὁ διδούς, θάνατον ἐνέκρωσε, τὸν Ἀδὰμ ἀναστήσας, ὡς φιλάνθρωπος.

Γυναῖκες μυροφόροι μύρα φέρουσαι, μετὰ σπουδῆς καὶ ὀδυρμοῦ τὸν τάφον σου κατέλαβον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ ἄχραντον Σῶμά σου, παρὰ δὲ τοῦ Ἀγγέλου μαθοῦσαι τὸ καινόν, καὶ παράδοξον θαῦμα, τοῖς Ἀποστόλοις ἔλεγον· Ἀνέστη ὁ Κύριος, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Σταυρῷ προσηλωθείς, ἑκουσίως Οἰκτίρμον, ἐν μνήματι τεθείς, ὡς θνητὸς Ζωοδότα, τὸ κράτος συνέτριψας, Δυνατὲ τῷ θανάτῳ σου. Σὲ γὰρ ἔφριξαν, οἱ πυλωροὶ οἱ τοῦ ᾅδου· σὺ συνήγειρας, τοὺς ἀπ’ αἰῶνος θανόντας, ὡς μόνος φιλάνθρωπος.

Χριστὸς ὑψοῖ με σταυρούμενος, Χριστὸς συνανιστᾷ με νεκρούμενος, Χριστός μοι ζωὴν χαρίζεται· ὅθεν ἐν εὐφροσύνῃ χεῖρας κροτῶν, ᾄδω τῷ Σωτῆρι, ἐπινίκιον ᾠδήν· ὅτι δεδόξασται. 

Ὁ τὸν ᾅδην σκυλεύσας, καὶ τὸν ἄνθρωπον ἀναστήσας, τῇ ἀναστάσει σου Χριστέ, ἀξίωσον ἡμᾶς ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ, ὑμνεῖν καὶ δοξάζειν σε.

Οἱ Ἀπόστολοί σου Κύριε, ἐπὶ τὸ ὄρος, οὗ ἐτάξω αὐτοῖς, παραγενόμενοι Σωτήρ, σὲ ἰδόντες προσεκύνησαν, οὓς καὶ ἐξαπέστειλας, εἰς τὰ ἔθνη διδάσκειν, καὶ βαπτίζειν αὐτούς.

ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΟΝ Β'

Τὸν λίθον θεωρήσασαι, ἀποκεκυλισμένον, αἱ Μυροφόροι ἔχαιρον· εἶδον γὰρ Νεανίσκον, καθήμενον ἐν τῷ τάφῳ, καὶ αὐτὸς ταύταις ἔφη· Ἰδοὺ Χριστὸς ἐγήγερται, εἴπατε σὺν τῷ Πέτρῳ, τοῖς Μαθηταῖς· Ἐν τῷ ὄρει φθάσατε Γαλιλαίας, ἐκεῖ ὑμῖν ὀφθήσεται, ὡς προεῖπε τοῖς φίλοις.

Θεοτοκίον

Ἄγγελος μὲν ἐκόμισε, τῇ Παρθένῳ τό, Χαῖρε, πρὸ σῆς Χριστὲ συλλήψεως, Ἄγγελος δὲ τὸν λίθον, ἐκύλισέ σου τοῦ τάφου· ἀντὶ λύπης ὁ μὲν γάρ, χαρᾶς ἀφράστου σύμβολα, ὁ δὲ ἀντὶ θανάτου, σὲ χορηγόν, τῆς ζωῆς κηρύττων καὶ μεγαλύνων, καὶ λέγων τὴν Ἀνάστασιν, Γυναιξὶ καὶ τοῖς Μύσταις.

ΕΩΘΙΝΟΝ Β' Ἦχος β'

Μετὰ μύρων προσελθούσαις, ταῖς περὶ Μαριὰμ Γυναιξί, καὶ διαπορουμέναις, πῶς ἔσται αὐταῖς τυχεῖν τοῦ ἐφετοῦ, ὡράθη ὁ λίθος μετηρμένος, καὶ θεῖος Νεανίας, καταστέλλων τὸν θόρυβον αὐτῶν τῆς ψυχῆς. Ἠγέρθη γὰρ φήσιν, Ἰησοῦς ὁ Κύριος· διὸ κηρύξατε τοῖς κήρυξιν αὐτοῦ Μαθηταῖς τὴν Γαλιλαίαν δραμεῖν, καὶ ὄψεσθε αὐτόν, ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, ὡς ζωοδότην καὶ Κύριον.

ΕΩΘΙΝΟΝ Β' ΜΑΡΚΟY 16,1-8

  Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωῒ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν· ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ᾧδε· ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

 

 

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Τί ειναι ο Άδης;


Το ερώτημα είναι τί ακριβώς εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για τον Άδη και την κάθοδο του Χριστού σε αυτόν. Υπάρχουν πολλά χωρία τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, που αναφέρονται στον Άδη. Δεν θα τα παραθέσω όλα εδώ, γιατί ο σκοπός είναι να παρουσιασθή η διδασκαλία περί της νεκρώσεως και καταργήσεως του Άδου.

Είναι χαρακτηριστικό ένα χωρίο που παρουσιάζει τον λόγο του Χριστού: "Και σύ, Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση" (Ματθ. ια', 23). Εδώ σαφώς ο Χριστός χρησιμοποιεί την εικόνα του Άδου σε αντίθεση με τον ουρανό, ο οποίος ταυτίζεται με την δόξα της Καπερναούμ, που αξιώθηκε να δη τον Θεάνθρωπο Χριστό, οπότε ο Άδης σημαίνει την εσχάτη ταπείνωση και πτώση της, επειδή δεν αποδείχθηκε αξία αυτής της μεγάλης δωρεάς.

Η λέξη Άδης στην Καινή Διαθήκη αντιστοιχεί με την Εβραϊκή λέξη έήήήήη, (Σεώλ) που ερμηνεύεται ως άντρο, βάραθρο, άβυσσος, και δηλώνει το σκοτεινό και αόρατο βασίλειο των νεκρών, δηλαδή εκεί που ευρίσκονται τα πνεύματα των νεκρών.

Η λέξη Άδης προέρχεται από την ελληνική μυθολογία. Είναι "ο Αΐδης και Αϊδωνεύς, ο Υιός του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Διός, του Ποσειδώνος, της Ήρας, της Εστίας και της Δήμητρας". Κατά την μάχη των Τιτάνων ο Άδης έλαβε μέρος, φορώντας μια περικεφαλαία από δέρμα σκυλιού, που τον έκανε αόρατο από τους άλλους θεούς, και αυτό συνετέλεσε στην νίκη των θεών. Κατά την διανομή του κόσμου με κλήρο ο Άδης έλαβε την κυριαρχία του κάτω κόσμου, του κόσμου των νεκρών, όπου υπάρχει πυκνό σκοτάδι. Παρέμεινε εκεί ο Άδης, δεν βγήκε ποτέ, παρά μόνο μια φορά για να αρπάξη την Κόρη, θυγατέρα της Δήμητρας, και εκεί δέχεται τους νεκρούς, τους οποίους εξουσιάζει και στους οποίους κυριαρχεί.

Φυσικά, τόσο η Παλαιά Διαθήκη, όσο και η Καινή Διαθήκη δεν δέχονται αυτές τις θεωρίες για τον Άδη. Δεν θεωρούν ότι είναι κάποιος Θεός που εξουσιάζει τα πνεύματα των νεκρών, ο οποίος, όπως πιστευόταν στην αρχαία Ελλάδα, μερικές φορές ήταν και αγαθός, αλλά ότι είναι το κράτος και η εξουσία του θανάτου και του διαβόλου. Βέβαια, στην Παλαιά Διαθήκη θεωρείται σαν ένας χώρος στα κατώτατα μέρη της γής, αλλά αυτό πρέπει να εκληφθή συμβολικά, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής εκείνης, κατά τις οποίες η γη βρίσκεται στο μέσον, ο ουρανός πάνω από την γη και ο Άδης στα υποχθόνια ή υποκάτω της γής. Δεδομένου μάλιστα ότι οι ψυχές δεν είναι υλικές, αλλά άϋλες, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον Άδη ως έναν ιδιαίτερο τόπο.

Έτσι, λοιπόν, η εικόνα του Άδου χρησιμοποιείται συμβολικά από την Αγία Γραφή για να δηλωθή το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: "επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζήν ένοχοι ήσαν δουλείας" (Εβρ. β', 14-15). Το κράτος του θανάτου, δηλαδή, ταυτίζεται με την εξουσία του διαβόλου.

Γι’ αυτόν τον λόγο στην Ορθόδοξη Παράδοση ο Άδης δεν είναι απλώς ένας ιδιαίτερος τόπος, αλλά η κυριαρχία του θανάτου και του διαβόλου. Οι ψυχές των ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία του διαβόλου και του θανάτου, λέμε ότι βρίσκονται στον Άδη. Με αυτήν την έννοια πρέπει να θεωρούμε την διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, ότι, δηλαδή, ο Χριστός μπήκε στην εξουσία του θανάτου, δέχθηκε να πεθάνη, οπότε με την δύναμη της θεότητός Του νίκησε τον θάνατο, τον κατέστησε εντελώς ανίσχυρο και αδύναμο, και έδωσε την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο, με την δική Του δύναμη και εξουσία, να αποφεύγη την κυριαρχία, την εξουσία και την δύναμη του θανάτου και του διαβόλου.

πηγη

Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Κυριακάτικα: Ήχος πλ Δ΄ Εωθινόν Α΄ (Αγίων Πάντων)


Απολυτίκιον

Εξ ύψους κατήλθες ο εύσπλαγχνος, ταφήν καταδέξω τριήμερον, ίνα ημάς ελευθερώσης τών παθών, Η ζωή καί η Ανάστασις ημών, Κύριε δόξα σοι.

Υπακοή

Αι Μυροφόροι τού Ζωοδότου επιστάσαι τώ μνήματι, τόν Δεσπότην εζήτουν, εν νεκροίς τόν αθάνατον, καί χαράς ευαγγέλια, εκ τού, Αγγέλου δεξάμεναι, τοίς Αποστόλοις εμήνυον. Ότι ανέστη Χριστός ο Θεός, παρέχων τώ κόσμω τό μέγα έλεος.

Κοντάκιον

Εξαναστάς τού μνήματος, τούς τεθνεώτας ήγειρας, καί τόν Αδάμ ανέστησας, καί η Εύα χορεύει εν τή σή Αναστάσει, καί κόσμου τά πέρατα πανηγυρίζουσι, τή εκ νεκρών Εγέρσει σου Πολυέλεε. 

Ο Οίκος

Τά τού, Άδου σκυλεύσας βασίλεια, καί νεκρούς αναστήσας Μακρόθυμε, Γυναιξί Μυροφόροις συνήντησας, αντί λύπης, χαράν κομισάμενος, καί Αποστόλοις σου εμήνυσας τά τής νίκης σύμβολα. Σωτήρ μου ζωοδότα, καί τήν κτίσιν εφώτισας φιλάνθρωπε, διά τούτο καί κόσμος συγχαίρει, τή εκ νεκρών Εγέρσει σου πολυέλεε..

Εσπερινά και όρθρια

Ὁ ἐκ Θεοῦ Πατρὸς Λόγος, πρὸ τῶν αἰώνων γεννηθείς, ἐπ' ἐσχάτων δὲ τῶν χρόνων, ὁ αὐτὸς ἐκ τῆς Ἀπειρογάμου σαρκωθείς, βουλήσει σταύρωσιν θανάτου ὑπέμεινε, καὶ τὸν πάλαι νεκρωθέντα ἄνθρωπον ἔσωσε, διὰ τῆς ἑαυτοῦ Ἀναστάσεως.

Τὴν ἐκ νεκρῶν σου Ἀνάστασιν, δοξολογοῦμεν Χριστέ, δι' ἧς ἠλευθέρωσας Ἀδαμιαῖον γένος, ἐκ τῆς τοῦ ᾍδου τυραννίδος, καὶ ἐδωρήσω τῷ κόσμῳ ὡς Θεός, ζωὴν αἰώνιον, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.  

Δόξα σοι Χριστὲ Σωτήρ, Υἱέ, Θεοῦ μονογενές, ὁ προσπαγεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ, καὶ ἀναστὰς ἐκ τάφου τριήμερος.

Δεῦτε ἅπαντες, πνευματικῶς εὐφρανθῶμεν, ἐπὶ τῇ μνήμῃ τῶν Ἁγίων· ἰδοὺ γὰρ παραγέγονε, πλουτοποιὰ ἡμῖν χαρίσματα κομίζουσα· διὸ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως, καὶ καθαρῷ συνειδότι, ἀναβοήσωμεν λέγοντες· Χαίρετε Προφητῶν ὁ σύλλογος, οἱ τὴν ἔλευσιν Χριστοῦ τῷ κόσμῳ κηρύξαντες, καὶ τὰ πόρρω ἐγγὺς προβλέποντες. Χαίρετε Ἀποστόλων ὁ χορός, οἱ τῶν ἐθνῶν σαγηνευταί, καὶ ἁλιεῖς τῶν ἀνθρώπων. Χαίρετε Μαρτύρων ὁ δῆμος, οἱ ἐκ περάτων γῆς συναθροισθέντες εἰς μίαν πίστιν, καὶ ὑπὲρ ταύτης βασάνων αἰκισμοὺς ὑπομείναντες, καὶ τελείως τὸν τῆς ἀθλήσεως στέφανον εἰληφότες. Χαίρετε Πατέρων ὁ μελισσών, οἱ τὰ ἑαυτῶν σώματα τῇ ἀσκήσει κατατήξαντες, καὶ νεκρώσαντες τὰ πάθη τῆς σαρκός, τὸν νοῦν θείῳ ἔρωτι ἐπτερώσατε, εἰς οὐρανοὺς ἐνέπτητε, καὶ σὺν Ἀγγέλοις εὐφραινόμενοι, ἀπολαύετε τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Ἀλλ' ὦ Προφῆται, Ἀπόστολοι, καὶ Μάρτυρες σὺν Ἀσκηταῖς, τὸν ὑμᾶς στεφανώσαντα, ἐκτενῶς δυσωπεῖτε, τοῦ λυτρωθῆναι ἐξ ἐχθρῶν ἀοράτων καὶ ὁρατῶν, τοὺς ἐν πίστει, καὶ πὀθῳ τελοῦντας, τὴν ἀεισέβαστον μνήμην ὑμῶν.

Λευχειμονῶν ὁ Γαβριὴλ φαιδρὸς ἐπέστη, ὥς περ ἐν εἴδει ἀστραπῆς, Χριστοῦ τῷ τάφῳ, καὶ τὸν λίθον ἐκύλισεν ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ φόβος μέγας συνέσχε σοῦ τούς φρουρούς, καὶ ἄφνω ἔμειναν πάντες ὡσεὶ νεκροί, ἀπὸ τοῦ τάφου οἱ φύλακες, καὶ τοῦ λίθου ἡ σφραγίς. Αἰσχύνθητε παράνομοι, γνῶτε, ὅτι ἀνέστη Χριστός.

Ὡς εὐρεπὴς ταῖς Γυναιξὶν ὁ Ἄγγελος, νῦν ἐμπεφάνισται, καὶ τηλαυγῆ φέρων, τῆς ἐμφύτου σύμβολα, ἀΰλου καθαρότητος, τῇ μορφῇ δὲ μηνύων, τὸ φέγγος τῆς Ἀναστάσεως, κράζων· Ἐξηγέρθη ὁ Κύριος. 


Κύριε, ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου, τὸν Σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας· φρίττει γὰρ καὶ τρέμει, μὴ φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τὴν δύναμιν, ὅτι νεκροὺς ἀνιστᾷ καὶ θάνατον κατήργησε· διὰ τοῦτο προσκυνοῦμεν, τὴν Ταφήν σου καὶ τὴν Ἔγερσιν.

Ἀναστὰς ἐκ τοῦ μνήματος, καὶ τὰ δεσμὰ διαρρήξας τοῦ ᾍδου, ἔλυσας τὸ κατάκριμα, τοῦ θανάτου Κύριε, πάντας ἐκ τῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ ῥυσάμενος, ἐμφανίσας σεαυτὸν τοῖς, Ἀποστόλοις σου, ἐξαπέστειλας αὐτοὺς ἐπὶ τὸ κήρυγμα, καὶ δι' αὐτῶν τὴν εἰρήνην παρέσχες τῇ οἰκουμένῃ, μόνε πολυέλεε.

Εωθινά 

Τοῖς Μαθηταῖς συνέλθωμεν, ἐν ὄρει Γαλιλαίας, πίστει Χριστὸν θεάσασθαι, λέγοντα ἐξουσίαν, λαβεῖν τῶν ἄνω καὶ κάτω, μάθωμεν πῶς διδάσκει, βαπτίζειν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, ἔθνη πάντα, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος, καὶ συνεῖναι, τοῖς Μύσταις ὡς ὑπέσχετο, ἕως τῆς συντελείας.

Θεοτοκίον

Τοῖς Μαθηταῖς συνέχαιρες, Θεοτόκε Παρθένε, ὅτι Χριστὸν ἑώρακας, ἀναστάντα ἐκ τάφου, τριήμερον καθὼς εἶπεν, οἷς καὶ ὤφθη διδάσκων, καὶ φανερῶν τὰ κρείττονα, καὶ βαπτίζειν κελεύων ἐν τῷ Πατρί, καὶ Υἱῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι, τοῦ πιστεύειν, αὐτοῦ ἡμᾶς τὴν ἔγερσιν, καὶ δοξάζειν σε Κόρη.

ΕΩΘΙΝΟΝ Α' Ἦχος α'

Εἰς τὸ ὄρος τοῖς Μαθηταῖς ἐπειγομένοις, διὰ τὴν χαμόθεν ἔπαρσιν, ἐπέστη ὁ Κύριος, καὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν καὶ τὴν δοθεῖσαν ἐξουσίαν, πανταχοῦ διδαχθέντες, εἰς τὴν ὑπ' οὐρανὸν ἐξαπεστέλλοντο, κηρῦξαι τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν , καὶ τὴν εἰς Οὐρανοὺς ἀποκατάστασιν· οἷς καὶ συνδιαιωνίζειν, ὁ ἀψευδὴς ἐπηγγείλατο, Χριστὸς ὁ Θεός, καὶ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

ΕΩΘΙΝΟΝ Α' ΜΑΤΘΑΙΟY 28,16-20

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν· καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

 

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Ποιά είναι η αξία της Κυριακής;


Ο Χριστός αναστήθηκε τις πρωϊνές ώρες της Κυριακής. Δεν γνωρίζουμε τον πραγματικό χρόνο της Αναστάσεώς Του, αφού κανείς δεν τον είδε την ώρα εκείνη, αλλά πιστοποιήθηκε όταν βαθειά χαράματα οι Μυροφόρες γυναίκες πήγαν στο μνημείο για να αλείψουν το σώμα του Χριστού με αρώματα. Έτσι, η Κυριακή, η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού. Εάν ο Χριστός το Σάββατο νίκησε το κράτος του θανάτου, την Κυριακή πιστοποιήθηκε σε όλους η Ανάστασή Του, ότι Αυτός είναι ο νικητής του θανάτου και του διαβόλου.

Η ημέρα της Κυριακής στον λεγόμενο εβδομαδικό χρόνο είναι η πρώτη ημέρα από την οποία αριθμείται η εβδομάδα, αλλά και η ογδόη, επειδή βρίσκεται μετά το τέλος της εβδόμης ημέρας, δηλαδή μετά το Σάββατο. Στην Παλαιά Διαθήκη θεωρείται σημαντική ημέρα, αφ’ ενός μεν γιατί είναι η πρώτη ημέρα της δημιουργίας του κόσμου, κατά την οποία έγινε το φώς, αφ’ ετέρου δε γιατί και αυτή θεωρείται αγία κατά την εντολή: "επτά ημέρας προσάξατε ολοκαυτώματα τω Κυρίω, και η ημέρα η ογδόη κλητή αγία έσται υμίν, και προσάξατε ολοκαυτώματα τω Κυρίω. (Λευιτ. κγ', 36).

Ο Μωϋσής την πρώτη ημέρα δεν την αποκαλεί πρώτη, αλλά μία. Καί, ερμηνεύοντας ο Μ. Βασίλειος, λέγει ότι την αγία Κυριακή, κατά την οποία αναστήθηκε ο Χριστός, την ονομάζει μία ημέρα για να οδηγήση την έννοιά μας προς την μέλλουσα αιώνια ζωή. Τώρα η Κυριακή είναι τύπος του μέλλοντος αιώνος, τότε όμως θα είναι αυτός ο ίδιος ο όγδοος αιών. Αν σκεφθή κανείς ότι ο εβδομαδιαίος κύκλος συμβολίζει όλο τον χρόνο της ζωής των ανθρώπων και η Κυριακή είναι τύπος του μέλλοντος ογδόου αιώνος, τότε είναι η μία και μοναδική ημέρα. Ο Μ. Βασίλειος αποκαλεί την Κυριακή "απαρχήν των ημερών", "ομήλικα του φωτός".

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η Κυριακή ονομάζεται ογδόη ημέρα γιατί κατά την ημέρα αυτήν έγινε η Ανάσταση του Χριστού, που είναι η ογδόη ανάσταση στην ιστορία. Τρείς αναστάσεις νεκρών έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη (μία από τον Προφήτη Ηλία και δύο από τον Ελισσαίο), και τέσσερεις αναστάσεις νεκρών έγιναν στην Καινή Διαθήκη από τον Χριστό (τής θυγατρός του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναΐν, του Λαζάρου, και των νεκρών κατά την Μ. Παρασκευή). Οπότε η μεγαλύτερη, η ογδόη ανάσταση, είναι η Ανάσταση του Χριστού. Ουσιαστικά, όμως, δεν είναι μόνον η ογδόη ανάσταση, αλλά και η πρώτη σχετικά με την ελπιζομένη ανάσταση όλων των νεκρών.

Την Κυριακή, την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, έγινε το φώς. Την Κυριακή, την πρώτη ημέρα της αναδημιουργίας, φάνηκε το φως της Αναστάσεως, που είναι το ίδιο το Φώς της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού απέβαλε την θνητότητα και φθαρτότητα, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Η Κυριακή, ακόμη, λέγεται αγία και κλητή ημέρα, γιατί όλα τα Δεσποτικά μεγάλα γεγονότα έγιναν κατ’ αυτήν. Λέγεται από τους Πατέρας ότι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, η Γέννηση του Χριστού και η Ανάσταση, τα βασικά μεγάλα Δεσποτικά γεγονότα έγιναν την ημέρα της Κυριακής. Αλλά και η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού καί, βεβαίως, η ανάσταση των νεκρών πρόκειται αυτήν την ημέρα να συμβή (όσιος Πέτρος Δαμασκηνός). Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί δίνουν μεγάλη σημασία και βαρύτητα σε αυτήν και επιδιώκουν να την αγιάζουν, γιατί η αιφνιδιαστική έλευση του Χριστού θα γίνη τότε.

Για όλους αυτούς τους λόγους ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός πανηγυρίζει στην εορτή του Πάσχα: "Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων η βασιλίς και Κυρία, εορτών εορτή και πανήγυρις εστί πανηγύρεων, εν ή ευλογούμεν Χριστόν εις τους αιώνας".

Είναι συγκινητικό να σκεφθή κανείς ότι η Εκκλησία κάθε Κυριακή με τα θαυμάσια τροπάριά της εορτάζει την Ανάσταση του Χριστού. Έτσι, στο ετήσιο Πάσχα υπάρχει και το εβδομαδιαίο Πάσχα, το μικρό λεγόμενο Πάσχα, η φωτοφόρος ημέρα της Κυριακής.

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος
Οι Δεσποτικές Εορτές

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Η μέθη των αποστόλων


Οι Απόστολοι μόλις επληρώθηκαν από το Άγιον Πνεύμα γέμισαν από μεγάλη χαρά. Ήταν μια καινούρια εμπειρία γι’ αυτούς. Ενώ προηγουμένως ήταν απλώς καλοί άνθρωποι, τώρα γίνονται μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού. Δεν αρκούνται στο να προσκυνούν τον Χριστό, αλλά είναι ενωμένοι αναπόσπαστα μαζί Του. Όσοι τους έβλεπαν απορούσαν, και άλλοι με ειρωνεία έλεγαν "ότι γλεύκους μεμεστωμένοι εισί", ότι, δηλαδή, είναι μεθυσμένοι από νέο κρασί. (Πράξ. β', 13).

Η έλευση του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του ανθρώπου ονομάζεται από τους Πατέρας της Εκκλησίας "νηφάλιος μέθη" (άγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης). Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, αναφερόμενος σε τέτοιες καταστάσεις, κάνει λόγο για το ότι όλες οι δυνάμεις του ανθρώπου βυθίζονται "εν βαθεία μέθη". Λέγεται μέθη γιατί πρόκειται για μεγάλη ευφροσύνη και χαρά, και χαρακτηρίζεται "νηφάλιος", γιατί τότε ο άνθρωπος δεν χάνει τις αισθήσεις του, ούτε την λογική του. Όταν ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από το Άγιον Πνεύμα παραμένει ελεύθερος, ή μάλλον για να εκφραστούμε καλύτερα, τότε αποκτά την πραγματική ελευθερία, που δεν λειτουργεί ως δυνατότητα επιλογής, όπως λέγει η φιλοσοφική ηθική, αλλά ως φυσικό θέλημα, ως υπέρβαση του θανάτου. Ο Απόστολος Παύλος θα γράψη χαρακτηριστικά: "καί πνεύματα προφητών προφήταις υποτάσσεται" (Α' Κορ. ιδ', 32). Αυτό σημαίνει ότι δεν υποτάσσεται ο άνθρωπος·προφήτης στο χάρισμα, αλλά το χάρισμα υποτάσσεται στον Προφήτη, δηλαδή δεν καταργείται η ελευθερία του ανθρώπου, ούτε αναστέλλονται οι διανοητικές και ψυχικές ενέργειές του.

Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι υπάρχουν τρία είδη μέθης. Πρώτον, εκείνη που γίνεται από τον υλικό οίνο, η οποία είναι πρόξενος πολλών κακών. Δεύτερον, είναι η μέθη που ενεργείται από τα πάθη. Αυτήν την μέθη εννοούσε ο Προφήτης Ησαΐας όταν έλεγε: "ουαί οι μεθύοντες άνευ οίνου" (Ησ. κη', 1). Και αλλού ο ίδιος Προφήτης, αναφερόμενος στην Ιερουσαλήμ, έλεγε: "Άκουε, ταπεινωμένη, και μεθύουσα ουκ από οίνου" (Ησ. να', 21). Τρίτον, είναι η μέθη που προξενείται από το Άγιον Πνεύμα. Την συναντούμε στην Μητέρα του Προφήτου Σαμουήλ, που προσευχόταν στον Ναό με πολλή διάθεση και η προσευχή της ήταν νοερά, σε τέτοιο βαθμό που το παιδάριο του Ηλί του Ιερέως την θεωρούσε μεθυσμένη και ήθελε να την διώξη από τον Ναό. Και εκείνη απήντησε ότι δεν είναι μεθυσμένη, αλλά χύνει την καρδιά της ενώπιον του Κυρίου (Α' Βασ. α', 14-15).

Αυτήν την τρίτη μέθη υπέστησαν οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής, γιατί τότε έλαβαν το Άγιον Πνεύμα, ανακάλυψαν το χώρο της καρδιάς, γνώρισαν τον Χριστό καλύτερα, έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού, αναπτύχθηκε μεγάλη αγάπη και πόθος για τον Χριστό, και αυτό εκφράστηκε, όπως εξηγούν οι Πατέρες, με προσευχή.

ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ευχαριστούμε την σελίδα "Ελληνικά Λειτουργικά Κείμενα" ,  

από την οποία αντλούμε τα υμνογραφικά. Η δουλειά τους είναι σπουδαία και αξίξει θερμά συγχαρητήρια.

Επίσης και όλες τίς άλλες σελίδες και ιστολόγια απ'τις οποίες ερανίζουμε την ποικιλλία των αναστάσιμων θεμάτων και των εικόνων προς δόξαν Αναστάντος Χριστού.

(Εικόνα προμετωπίδας από holytrinitybut.org)

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ' αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ' αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ' αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. ( Αποκ. ΚΑ΄)

Eπίσης γράφω...

  • - ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
    Πριν από 1 χρόνια
  • Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ'' (1888) - Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδέ ποτε καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑ...
    Πριν από 2 χρόνια
  • - Λόγω περιορισμένου χρόνου και αποκλειστικής σχεδόν πλέον ενασχόλησης με το fb, αναστέλλεται η λειτουργία των εξής τριών ιστολογίων: ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ...
    Πριν από 10 χρόνια
  • - Λόγω περιορισμένου χρόνου και αποκλειστικής σχεδόν πλέον ενασχόλησης με το fb, αναστέλλεται η λειτουργία των εξής τριών ιστολογίων: ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ...
    Πριν από 10 χρόνια

Περνούν και διαβάζουν...