Κυριακή 30 Μαΐου 2010
Φώτιος Πετρόπουλος - «Ἀνάστα ὦ Θεέ! Ἀνάστα ὦ ἄνθρωπε!...»
(2010)
«Συνετάφησαν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον,
ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν... οὕτω καὶ ἡμεῖς
ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. Ϛ´ 4)
Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς πανηγυρίζει τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα μὲ ὅλη τὴν ἀγαλλίαση ποὺ προκαλεῖ ἡ θρησκευτικὴ ἔξαρση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Ἑβδομάδας. Κορύφωση τῶν Ἁγίων Παθῶν ἀποτελεῖ τὸ θεσπέσιο γεγονὸς τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τὸ μυστικὸ νόημα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ναζωραίου, ὡς ἔννοιας διαρκοῦς ἀνανέωσης καὶ ἀδιάκοπης ἀναζωογόνησης, εἶναι συνυφασμένο μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ τὴν καθημερινὴ ζωή. Ὁ Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ προσέφερε τὸν ἑαυτὸν Τοῦ θυσία γιὰ τὴ λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, ἀντικατοπτρίζει τὸ αἰώνιο ἀνθρώπινο δράμα, τὴν παντοτινὴ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ εἶναι μία ἀέναος πάλη μεταξὺ ἀντιθέτων δυνάμεων, μεταξὺ πτώσεων καὶ ἀνορθώσεων, μεταξὺ ὕλης καὶ πνεύματος, μεταξὺ ἀπώλειας καὶ σωτηρίας.
Ζωὴ ὅμως, εἰς τὴν ὁποία ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, χάρις στὸν ἐξαγνισμὸ ποὺ φέρει ἡ θυσία, εἶναι πάντοτε ἐπικρατέστερη καὶ ἐκείνη ποὺ στὸ τέλος νικᾶ. Ἡμέρα τῆς προσδοκίας, τῆς βεβαιότητας αὐτῆς γιὰ τὴν τελικὴ λύτρωση, εἶναι ἡ ἑλληνικὴ Λαμπρή, τὸ ἑλληνικὸ Πάσχα.
Τὸ Πάσχα τῶν ἑλλήνων ἔχει μία ἰδιαίτερη χαρακτηριστικὴ ἀπόχρωση, ποὺ ἀποτελεῖ προσθήκη στὸ χριστιανικὸ πνεῦμα προερχομένη ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ψυχὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ φύση. Μέσα στὸ περιβάλλον τῆς πρώιμης ἑλληνικῆς ἄνοιξης, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πανηγυρίζεται στὴν Ἑλλάδα μὲ αἴσθημα κατάνυξης καὶ μὲ μία φυσιολατρικὴ διάθεση, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἀνέκαθεν τὸ προνόμιο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.
Ἡ προσμονὴ καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως διευρύνει φέτος τὰ ἠθικὰ περιθώριά της. Ἡ χαρὰ της σηματοδοτεῖ τὴν πανανθρώπινη διάσταση τοῦ θαύματος τῆς Ἀναστάσεως ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ δοκιμαζόμενου ἀνθρώπου.
Ἡ χαρὰ τῆς ἔγερσης καὶ ἡ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου συμπίπτουν μὲ τὴν προσμονὴ τῶν ἑλλήνων τῆς δικῆς τους ἀνάστασης. Γιατὶ τὸ τελευταῖο διάστημα ὁ λαὸς δοκιμάζει συνεχῶς τὴν αἴσθηση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ «θανάτου», ἀφοῦ ἡ ἀπειλὴ τῆς παγκόσμιας οἰκονομικῆς κρίσης ἔχει ἤδη ἐξαπλωθεῖ καὶ κατατρώγει τὴν προοπτικὴ τῆς ἀνάπτυξης καὶ τῆς εὐημερίας.
Ἀγγίζει καὶ δοκιμάζει θὰ λέγαμε εὐθαρσῶς τὰ ὅρια τῆς ἐπιβίωσης.
Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἀπομάκρυνε τὴ ζωή του ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ἐν Χριστῷ νέας ζωῆς, βαδίζει τὸ δικό του Γολγοθᾶ, αὐτὸν τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς ἀνέχειας, σταυρώνεται καὶ σταυρώνει καθημερινὰ τὶς ἀξίες καὶ τὶς ἔννοιες ποὺ ἐξευγενίζουν τὴ ζωή του καὶ συμπληρώνουν τὸ νόημα τῆς ὕπαρξής του. Ἡ εἰρήνη, ἡ καλοσύνη, ἡ ἀγάπη ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ τιμή, σύρονται καθημερινὰ στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀγωνία τῆς θυσίας σηκώνοντας στὶς πλάτες τους τὸ σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου ματωμένες ἀπὸ τὰ καρφιὰ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου.
Οἱ σύγχρονοι Φαρισαῖοι ἔχουν σφίξει καὶ πάλι τὸ μέτωπο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ ἀκάνθινο στέφανο. Φαίνεται ὅτι ἡ κακία ἔχει ἐπικρατήσει στὸν κόσμο καὶ ἔχει σταυρώσει γιὰ πάντα τὴν ἐλπίδα, τὴ χαρά, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ ζωή. Κανένας ἄγγελος δὲ δύναται νὰ ἀποκυλήσει τὸ λίθο τοῦ μνημείου ποὺ ἔχει ἐνταφιαστεῖ τὸ ὄνειρο τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἄραγε ὑπάρχει διέξοδος σωτηρίας;
Τὴν ἀνάσταση τῆς ζωῆς, τῆς ἀξίας τοῦ ὑψηλοῦ προορισμοῦ τῆς ζωῆς, συνάμα μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος, προσδοκᾶ καὶ ἑορτάζει φέτος ὁ σύγχρονος ἕλληνας.
Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἑορτὴ τῆς ἀγάπης προετοιμάζει τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἀενάου φωτὸς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ ἀρχίζει γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ νὰ χαράζει. Πλησιάζει καὶ γίνεται ὁλοένα καὶ ἰλαρότερο. Εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἠθικῆς τάξης ποὺ ἐπανέρχεται στὸν κόσμο, ἡ ἀνάσταση τῶν ἰδεῶν ποὺ κρατοῦν τὴν πνευματικὴ ἰσορροπία αὐτοῦ του κόσμου, ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης ἡ ὁποία ἀναγεννιέται μέσα μας. «Τίνα ζητεῖτε, ὦ φαρισαῖοι; Ἠγέρθη!»
Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἂς μείνει πιστὸς στὸ ἐλπιδοφόρο μήνυμα τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐγέρσεως. Ἂς μείνει πιστὸς στὴν ἱστορικὴ πείρα του καὶ ἂς μείνει σφικτὰ ἑνωμένος καὶ ἀγαπημένος, γιὰ νὰ περάσει σῶος καὶ ἰσχυρὸς ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς στοὺς νέους καιρούς. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προβλέψει πῶς τὰ πράγματα θὰ ἐξελιχθοῦν καὶ πῶς θὰ εἶναι ἡ ὄψη τους, ὅταν ἡ ἀνθρωπότητα θὰ ἔχει διέλθει ἀπὸ τὴ νέα δοκιμασία.
Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι τούτη ἡ γωνιὰ τοῦ κόσμου, ἡ πατρίδα μας, γνώρισε πολλὲς φορὲς τὴ δοκιμασία τοῦ Γολγοθᾶ. Ὁ πολύπαθος λαός μας βασανίστηκε ἀλλὰ δὲ λύγισε. Πίστεψε στὴν ἀνάσταση καὶ μαζὶ μὲ τὸν Κύριο ἀναστήθηκε. Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι ἡ κατάσταση ὅπως τὴ θέλουμε ἢ τὴν περιμέναμε. Δὲ μᾶς ἄνοιξε «τὰς πύλας τοῦ παραδείσου». Μᾶς ἔκλεισε ὅμως τὶς πύλες τῆς κολάσεως.
Ἂν ἡ τρέχουσα ζοφερὴ κοινωνικὴ-οἰκονομικὴ κατάσταση καὶ ἡ ὑφιστάμενη διαρκὴς πολιτικὴ κρίση δὲν εἶναι ἀρχὴ καὶ ἐξόρμηση πρὸς νέες πολιτιστικὲς κατακτήσεις ἢ τέρμα σὲ μία δράση, ἡ ὁποία ἔφτασε πλέον τὰ ἀκρότατα ὅρια τῶν πραγματοποιήσεών της, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ γνωρίζει. Μέσα στὴ θύελλα τὸ χριστιανικὸ ἰδανικὸ θὰ εἶναι καὶ πάλι τὸ μοναδικὸ καταφύγιο παρηγοριᾶς καὶ ἐμπιστοσύνης γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.
Βέβαιο μόνο εἶναι ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη θὰ ἐξακολουθήσει νὰ εἶναι τὸ ὑψηλότερο ἰδανικό. Καὶ εὐτυχεῖς θὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ «προσκολληθοῦν» εἰλικρινῶς σὲ αὐτό. Ὁ Χριστὸς ποὺ μὲ τὴ ἀγάπη Του καὶ τὴ θυσία Του ἔνωσε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς λαοὺς δὲ θὰ ἐγκαταλείψει ὅσους θὰ μείνουν ἀκλόνητοι στὴ διδασκαλία Του.
Ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν θὰ γίνει ἀπόρροια τῆς Ἀναστάσεως. «Ὁ Χριστὸς ἐπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν» (Α´ Πέτρ. β´ 21) «καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν» (Ρωμ. δ´ 25). Ἀρκεῖ νὰ γίνει κατανοητὸ τοῦτο τὸ μέγα: «Συνετάφησαν αὐτῶ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν... οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. Ϛ´ 4). Ὅπως ἡ ζωὴ αὐτῶν ποὺ πίστευσαν καὶ ἀκολούθησαν τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, ζωὴ ἀνθρώπων ἀναστημένων, «ἐγηγερμένων ἐκ νεκρῶν...» (Ἐφ. ε´ 14).
Ἕνας σύγχρονος φιλόσοφος λέγει: «Πιστεύω ὅτι ἂν ὁ κόσμος χάσει ὁριστικὰ τὴν πίστη του, θὰ ἀποξεραθεῖ ἡ ψυχή του καὶ θὰ παραδοθεῖ στὴ νεύρωση καὶ τὴν ἀπόγνωση. Ὁ χριστιανισμὸς μοῦ δίδει ἕνα αἴσθημα χαρᾶς καὶ ἐμπιστοσύνης».
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ντοστογιέφσκη στὸ βιβλίο τοῦ «Ἀδελφοὶ Καραμαζὼφ» γράφει: «Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει καλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία εἶναι σωσμένος γιὰ ὅλη του τὴ ζωὴ» καὶ κάνει αὐτὴ τὴν παρατήρηση, ὅταν θυμᾶται τὴ μητέρα του ποὺ τὸν εἶχε πάρει μαζί της στὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων.
Ἀναμφίβολα στὰ πλαίσια τῆς νομοτέλειας τῆς θεϊκῆς παραμυθίας γιὰ τὴν τύχη τοῦ δοκιμαζόμενου ἀνθρώπου τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἂς ἀνάψουμε τὶς λευκὲς λαμπάδες μας καὶ μὲ τὴ χαρὰ στὴν ψυχὴ νὰ χτυπήσουμε τὶς καμπάνες μας καὶ νὰ ψάλλουμε τὰ ἀναστάσιμά μας: Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε! Ὁ Ἅδης ἐνικήθη!
πηγη:nektarios.gr
ΑΝΑΣΤΑΣΗ! Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ(Πατρος Ευσεβιου Βίττη)
«Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω». «Εορταζέτω δε κόσμος ορατός τε και αόρατος», γιατί «τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». «Άγγελοι και άνθρωποι την του Σωτήρος υμνούσι τριήμερον έγερσιν». «Λαοί υμνούσι... Πάσχα μέγα εξανατείλαν υπό του Αναστάντος εκ τάφου Χριστού του ζωοδότου και Λυτρωτού πάσης κτίσεως». «Ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» αναγνωρίζουν το μεγάλο και μοναδικό γεγονός της Αναστάσεως. Και δικαιολογημένα ψάλλει η Εκκλησία θριαμβευτικά και με ακράτητον ενθουσιασμό την Ανάσταση. «Ώφθη φως απρόσιτον ημίν λάμπων από του τάφου ωραίος Χριστός ο Κύριος. Άδης ηχμαλώτισται. σατάν ηφάνισται. χαίρει κόσμου τα πέρατα», μέλπει Εκκλησία του Χριστού.
Και με το στόμα του μεγαλυτέρου ρήτορός της κράζει θριαμβευτικά:
«Μηδείς θρηνήτω πενίαν. εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα. συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον. ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην... ο Άδης επικράνθη... Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, Άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν άγγελοι. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας».
(Κατηχητικός Λόγος Ιω. Χρυσοστόμου, Κυριακής Πάσχα).
Αυτόν τον ενθουσιασμό με παραλήρημα χαράς ανεκφράστου ακράτητο βιώνει η Εκκλησία μας πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο της επετείου της Αναστάσεως του Κυρίου. Και τον εκφράζει διαποτισμένον με πίστη απαρασάλευτη και ζώσα με την πλούσια και ασύγκριτη υμνολογία της. Αυτόν τον θρίαμβο εξυμνεί εκφράζοντας τα θεία και ουράνια αισθήματά της καλώντας σε συμμετοχή τους πάντες, ιδιαίτερα όμως ετούτες τις ημέρες, όλους τους πιστούς της. Και τους καλεί να συμμετάσχουν σε αυτά όχι για να προκαλέση στις ψυχές κάποια έντονα στιγμιαία ιερά συναισθήματα, αλλά μόνιμα βιώματα και πεποιθήσεις εσωτερικές ακλόνητες και οδηγητικές της πορείας μέσα στη ζωή του καθενός. Βιώματα εν πίστει, που να διαποτίζουν ολόκληρη την ύπαρξη, ώστε να αποτελούν όλο και πιο αποφασιστικά και με συνέπεια αποδοχή της καινής ζωής, που εμπνέει ο κενός τάφος ως μάρτυρας σιωπηλός μεν, αλλά αναμφίλεκτος, της αναχωρήσεως από αυτόν του προσωρινού Ενοίκου του, που αναχώρησε στο ολόφωτο βασίλειο του ουρανού ως ταυτόχρονα φορεύς και της εξαγιασμένης ανθρώπινης φύσεως της ενωμένης αχώριστα με την θεϊκή του φύση.
Είναι όμως αδύνατο να περιγράψη κανένας με λόγια το γεγονός, που ολόκληρο το σύμπαν, όλος ο υλικός και πνευματικός κόσμος, αδυνατεί και να περιχωρήση και να κατανοήση εις βάθος και να εκτιμήση ανάλογα με τη σημασία και το μέγεθός του. Και βέβαια είναι απολύτως αδύνατη η περιγραφή του και παρουσίασή του στα πολύ περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας πενιχρής ομιλίας. Παραμένει μόνο η θελκτικότητα του βιώματος και η διαισθητική προσέγγιση του μεγάλου αυτού μυστηρίου εν πίστει και χαρά αφ' ενός και εν βιώσει του στην πορεία και τον αγώνα της ζωής αφ' ετέρου.
Θα έπρεπε όμως να εκταθή υπέρμετρα ο λόγος και με ακροθιγή, έστω, αναφορά του στο άφραστον αυτό θαύμα. Όσα έχουν αναφερθή ως το σημείο αυτό, αναφέρθηκαν μόνον ως στοιχειωδέστατη και ατελής υπογράμμιση της σημασίας της Αναστάσεως του Κυρίου και οπωσδήποτε αφετηριακά, γιατί το θέμα μας δεν είναι αυτό, αλλά Η Ανάσταση ως θρίαμβος της αγάπης. Ποιας αγάπης; και ποιου θριάμβου; Της αγάπης του Θεού και του θριάμβου της, όπως θα επιχείρηση η συνέχεια του λόγου να καταδείξη. Αποτελεί άλλωστε το θέμα αυτό μια ουσιαστική, αν όχι την ουσιαστικώτερη, πλευρά του γεγονότος της Αναστάσεως. Και χρειάζεται, φρονώ, περισσότερη έξαρσή του, αφού η αγάπη του Θεού είναι εκείνη, που αποτελεί τον θρίαμβό της και αυτή η αγάπη μας ενδιαφέρει περισσότερο από κάθε τι άλλο. Στην πλευρά αυτή θα προσπαθήσουμε να στρέψουμε την προσοχή μας.
α) Η αγάπη του Θεού
«Ο Θεός αγάπη εστί» (Α' Ιω. δ' 8). Όσο κι αν μας φαίνεται κατανοητή η φράση αυτή και ο προσδιορισμός του νοήματός της, όμως αποτελεί μυστήριο, γιατί μυστήριο είναι ο ίδιος ο Θεός, με τον οποίο ταυτίζεται. Όσο άπειρος είναι ο Θεός, τόσο άπειρη είναι και η αγάπη του. Και όσο λίγο κατανοούμε τον Θεό, τόσο λίγο μπορούμε να κατανοήσουμε και το νόημα αυτής της φράσεως, ότι ο Θεός είναι αγάπη στην ολότητά του, γιατί ξεπερνάει τα όρια της περιωρισμένης μας λογικής. Μένουν όμως κάποια στοιχεία και μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων εκδηλώσεων της αγάπης του Θεού, τόσο στη σύνολη δημιουργία, όσο και στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η ομιλία αυτή.
Μια προσπάθεια προσεγγίσεως της θείας αγάπης αποτελεί η περιγραφή, που επιχειρεί σχετικά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλώντας για την αγάπη του Θεού ως «εκστατικότητα του Θεού». Η αγάπη του Θεού είναι μια κατά κάποιον τρόπο μυστικόν και απροσπέλαστον νοητικά «έκσταση», δηλαδή έξοδος του Θεού από τον εαυτό του, χωρίς όμως να «εξίσταται» ο Θεός, χωρίς δηλαδή να βγαίνη από τον εαυτό του! Ακατανόητο αυτό και αντινομικό, αλλά μόνον έτσι μπορεί να εκφρασθή αυτή η διαπίστωση. Ο Θεός πληροί τα πάντα και περιέχει τα πάντα, αλλά ο ίδιος δεν περιέχεται από τίποτε. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να «εξίσταται» ο Θεός, αφού δεν υπάρχει χώρος για να «εκστή» έξω από αυτόν, γιατί είναι απερίληπτος; Πώς μπορεί δε να εξίσταται, και όμως να παραμένη μη εξιστάμενος; «Μείωση» ή «σμίκρυνση» του Θεού είναι απαράδεκτη και ακατανόητη. Ας ιδούμε όμως τί ακριβώς μας λέει ο Άγιος και ας κατανόηση ο καθένας μας ό,τι μπορεί, αφού ο χρόνος δεν μας επιτρέπει αναλύσεις και σχολιασμούς.
«Ας τολμήσουμε, λέει, να πούμε ετούτο χάριν της αλήθειας, ότι αυτός ο αίτιος των όλων εξαιτίας του καλού και αγαθού έρωτος για όλα, από υπερβολή ερωτικής αγαθότητος βγαίνει έξω από τον εαυτό του με τις πρόνοιές του για όλα τα όντα. Και θέλγεται κατά κάποιον τρόπο από την αγαθότητα και την αγάπη και τον θείον έρωτα. Από εκεί, που είναι πάνω από όλα και υψηλότερος απείρως από αυτά, κατεβαίνει σε όλα με εκστατική δύναμη υπερούσια χωρίς να εξέρχεται ουσιαστικά από τον εαυτό του. Γι' αυτό και εκείνοι, που ξέρουν καλά τα θεία τον αποκαλούν ζηλωτή, (Δευτερ. ε' 9), επειδή έχει πολύν αυτόν τον έρωτα προς τα όντα. Και επειδή γι' αυτά προνοεί».
Και επεξηγεί ο άγιος Ιερόθεος την έννοια του όρου έρως: «Τον έρωτα είτε θείον ειπούμε είτε αγγελικόν είτε νοερόν είτε ψυχικόν είτε ακόμη και φυσικόν, πρέπει να τον εννοήσουμε ως μια δύναμη που προξενεί ένωση. Και κινεί τα ανώτερα να προνοούν για τα κατώτερα, εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τα κινεί να έχουν αμοιβαία συνοχή και κοινωνία και τέλος κινεί τα κατώτερα να επιστρέψουν στα καλύτερα και ανώτερά τους».
Και ο άγιος Διονύσιος συνεχίζει: «Επομένως ο Θεός "εξίσταται" με μια πνευματική κίνηση αγαπητική προς τα δημιουργήματά του και ειδικώτερα προς τα λογικά πλάσματά του, όπως είναι ο άνθρωπος. Ο θείος έρως είναι από τη φύση του εκστατικός. Δεν αφήνει τους εραστές να ανήκουν στον εαυτό τους. Και αυτό το δείχνουν από την πρόνοια, που δείχνουν για τα κατώτερα. Εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τη δείχνουν από την μεταξύ τους συνοχή. Και τα χαμηλότερα από τη θειότερη επιστροφή τους προς τα πρώτα. Γι' αυτό ο θείος Παύλος, που κυριεύθηκε από τον θείον έρωτα και δοκίμασε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: "δεν ζω εγώ, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός". (Γαλ. β' 13) ως αληθινός εραστής, που μέσα του είχε υποστή έκσταστη προς τον Χριστό, όπως λέει ο ίδιος στην προς Κορινθίους Επιστολή του (Β', ε' 13). Δεν ζούσε επομένως τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του αγαπημένου του ως υπερβολικά αγαπητή και ποθητή».
Και ο μεγάλος θεολόγος, ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, (Ζ' εκατοντ. Θεολογίας, όπου και τα παραπάνω των αγίων Διονυσίου και Ιεροθέου κεφ. 84 εξ.) λέει τα εξής: Οι θεολόγοι ονομάζουν το θείον άλλοτε έρωτα, άλλοτε αγάπη, άλλοτε εραστό και αγαπητό. Γι' αυτό ο έρως, που είναι αγάπη κινείται (προς τα έξω), ως εραστό δε και αγαπητό κινεί προς τον εαυτό του όλα όσα είναι δεκτικά έρωτος και αγάπης. Και, για να το ξαναπούμε καθαρώτερα και σαφέστερα, κινείται προς εκείνα, που είναι δεκτικά έρωτος και αγάπης προξενώντας μια εσωτερική σχέση. Και κινεί, γιατί είναι εκ φύσεως ελκυστικός της επιθυμίας εκείνων, που κινούνται προς αυτόν. Και πάλι κινεί και κινείται, γιατί ο θείος έρως διψάει να τον διψούν, ποθεί να ποθήται και αγαπάει να τον αγαπούν. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και από την πλευρά των αγαπημένων εν σχέσει προς τον Κύριο, ως πηγή της θείας αγάπης.
Και συνεχίζει (κεφ. 87): Πηγή και γεννήτορας της αγάπης και του θείου και αγίου έρωτος είναι ο ίδιος ο Θεός. Γιατί αυτός, ενώ υπήρχε αυτή η αγάπη μέσα του, την πρόβαλε προς τα έξω, δηλαδή προς τα κτίσματά του. Σύμφωνα με αυτό έχει λεχθή ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (Α' Ιω. δ' 16). Και πάλι λέγεται για τον Θεό, ότι είναι «γλυκύτης και επιθυμία», δηλαδή αγάπη και θείος έρως (Άσμα Ασμ. ε' 16). Υποκείμενο λοιπόν, άλλα και αντικείμενο αγάπης και θείου έρωτος είναι ο ίδιος. Λοιπόν με το να ξεχύνεται από αυτόν ο θείος έρως και η θεία αγάπη, αυτή η έκβλυση σημαίνεται ως κίνηση. Με το να είναι αυτός το πράγματι αξιέραστο και αγαπητό και επιθυμητό και προτιμητό, κινεί εκείνα, που στρέφονται προς αυτόν ανάλογα προς τη δύναμη της επιθυμίας τους.
β) Η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο
Ο Θεός ο υπεράγαθος και υπεράγιος, ο Θεός, που είναι η αγάπη η άπειρη και απερινόητη, δεν ανεχόταν να περιορίζεται σε μόνον τον εαυτό του το αγαθό, που τον χαρακτηρίζει, και η χωρίς όρια μακαριότης του, χωρίς αυτά τα αγαθά να μετέχωνται και από άλλους εκτός του εαυτού του. Γι' αυτό δημιούργησε τις νοερές αγγελικές δυνάμεις, τον αισθητό κόσμο και ανάμεσά τους τον άνθρωπο, τον περιβεβλημένον υλικό σώμα, αλλά και προικισμένον με πνευματικόν πλούτο μέσα σε αυτό. Όλα έγιναν από πολλή αγάπη και μόνο, γιατί ο Θεός είναι ανενδεής, δηλαδή δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Είναι παντοδύναμος και δεν χρειάζεται συμπλήρωση από τίποτε. Είναι απολύτως μακάριος και δεν χρειάζεται προσθήκη άλλης δυνάμεως. Είναι πάνσοφος και δεν χρειάζεται συμβούλους και έξωθεν σοφία όντας αυτός αυτοσοφία και πηγή κάθε σοφίας. Ο μόνος λόγος νοερής και υλικής δημιουργίας ήταν η απέραντη αγάπη του για να μετάσχουν και τα δημιουργήματά του από τον πλούτο των αγαθών, των οποίων είναι ο ίδιος φορεύς και να γεύωνται τον πλούτο της αγάπης του.
Έτσι έχουμε μια κίνηση αγάπης, που εκπορεύεται από τον Θεό, διαπερνάει και διαποτίζει όλα τα όντα, πνευματικά και υλικά, και επιστρέφει πάλι στον ίδιο τον Θεό ως πηγή της. Ιδιοποιούμενα δε τα πλάσματά του αυτήν την αγάπη, την προσφέρουν με τη σειρά τους στην αέναη πηγή της, για να συνεχίζη ακατάπαυστα αυτή η θεία ροή και η υπερλογική ανακύκληση. Έτσι ο λόγος «Τα σα εκ των σων» αποτελεί μια ατέλειωτη και αδιάκοπη και διαρκώς επαναλαμβανόμενη περίοδο αγάπης, που ζωοποιεί και χαρίζει ό,τι καλό σε όλους τους αποδέκτες της και προ πάντων στους λογικούς αποδέκτες της, που του προσφέρουν με τη σειρά τους ως δική τους, συνειδητά δική τους, την αγάπη τους στον Θεό, από τον οποίο και ξεκίνησε.
Αυτό τονίζει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Η ερωτική κίνηση του αγαθού, η οποία προϋποθέτει τον Αγαθό Κύριο του παντός και το Αγαθό, που σε Αυτόν προϋπάρχει και που από Αυτόν προέρχεται, ξαναγυρίζει στον ίδιο, γιατί η κίνηση αυτή είναι χωρίς τέλος και χωρίς αρχή. Αυτό φανερώνει και την ακατάπαυστη επιθυμία μας προς ένωση μαζί του. Γιατί η αγαπητική ένωση με τον Θεό είναι πολύ πιο πάνω από κάθε άλλη ένωση» (όπ. π. κεφ. 89).
Η κίνηση αυτή είναι κίνηση αγαπητική κοινωνίας με τον Θεό. Ιδιαίτερα τα λογικά πλάσματα, ακριβώς γιατί έχουν λογικό και αυτοσυνειδησία, κοινωνούν συνειδητότερα και βαθύτερα με τον Θεό. Η κοινωνία αυτή βέβαια δεν είναι κοινωνία ίσων προς ίσον, αλλά κοινωνία πλασμάτων σχετικών και περιορισμένων προς τον άπειρο Δημιουργό τους. Με άλλα λόγια. αλλιώς αγαπάει ο Θεός τα πλάσματά του και αλλιώς τα πλάσματα τον Θεό. Η αγάπη του Θεού είναι απροσμέτρητη και άπειρη σε μέγεθος και βάθος και πλάτος και γνησιότητα. Η αγάπη των πλασμάτων προς τον δημιουργό τους πάντοτε περιορισμένη και σχετική και οπωσδήποτε ανάλογη με τη δύναμη προσφοράς τους.
Ο άνθρωπος, όπως είπαμε, δημιουργήθηκε από τον Θεό ως έκφραση της απέραντης αγαθότητος και κοινωνικότητός του. Και δημιουργήθηκε με κέντρο της υπάρξεώς του τον Δημιουργό του, από τον οποίο την πήρε και η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να συνεχίζεται και να διατηρήται αλώβητη, όπως π.χ. τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, η γη διατηρήται και διατηρεί όλον τον πλούτο της από τον ήλιο, που τη συγκρατεί στην τροχιά της και την ζωογονεί με το φως και τη θερμότητά του.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού». Και αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι δημιουργήθηκε και με τα ιδιαίτερα χαρίσματα της λογικότητος, της αυτοσυνειδησίας και της ελευθερίας και επομένως με τη δυνατότητα προσωπικής και αγαπητικής κοινωνίας με τον Θεό. Και αυτή πάντοτε εν ελευθερία. Αυτός ήταν ο πρωταρχικός σκοπός, όπως ήδη τονίσθηκε και πιο πάνω και για τα άλλα λογικά και πνευματικά όντα. Όχι βέβαια γιατί είχε ανάγκη ο Θεός, το τονίζουμε και πάλι αυτό, της κοινωνίας του ανθρώπου μαζί του, αλλά από αγαθότητα απέραντη και από αγάπη και με την επιθυμία να μετέχη διαρκώς και περισσότερο ο άνθρωπος στις πνευματικές και άλλες δωρεές του Θεού, στη μακαριότητα και στην απεριόριστη χαρά και ευτυχία του. και, αν μπορούμε να το πούμε και αλλιώς, να χαίρεται ο Θεός βλέποντας χαρούμενον και μακάριον τον άνθρωπο και διαρκώς προοδεύοντα στην μαζί του σχέση.
Ο Θεός φύσηξε στον Αδάμ πνοήν ζωής. Και του έδωσε άφθονη τη θεία χάρη γιατί προίκισε τον Αδάμ με «ψυχήν ζώσαν» και όχι απλώς ψυχή, που είχαν άλλα έμβια όντα. Και δεν ήταν η ψυχή του ανθρώπου απλώς ζωή, αλλά ψυχή, που δεχόταν την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος και που θα μπορούσε να τη διατηρή, εφόσον θα ζούσε πνευματικά. Έτσι το Άγιον Πνεύμα θα γινόταν η ψυχή της ψυχής του, ο μόνιμος κάτοικός της, και επομένως θα γινόταν «τέλειος και ολόκληρος και εν μηδενί λειπόμενος». Όσο θα εξακολουθούσε αυτή η ψυχή του Αδάμ να είναι τέτοια, θα του έδινε συνεχή δόξα και θεόμορφη και θεοειδή λαμπρότητα. Θα έβλεπε τα πράγματα διορατικά και προφητικά και θα γινόταν συνδημιουργός του Θεού στην κλίμακα και τον κύκλο της ανθρώπινης υπάρξεώς του.
Όπως δημιουργήθηκε ο πρώτος άνθρωπος, μας λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «δεν χρειαζόταν να παρεμβάλλεται μεταξύ αυτού και του Θεού κάτι, που να χρειάζεται να το γνωρίζη και που να τον εμποδίζη στην αυτόβουλη σχέση και συγγένειά του με τον Θεό. Αυτό θα πραγματοποιούνταν μέσω της αγάπης κατά την κίνησή του προς αυτόν. Επειδή με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος ήταν απαθής, δεν θα μπορούσαν να τον εξαπατήσουν με την ηδονή οι φαντασίες των παθών. Επειδή δε ήταν χωρίς ανάγκες, ήταν ελεύθερος από τις περιστατικές ανάγκες των τεχνών, για την οποιαδήποτε χρεία του. Και επειδή ήταν σοφός, ήταν χάρις στη γνώση ελεύθερος από την εξάρτηση και αναγκαστική θεώρηση της φύσεως, γιατί θα την γνώριζε άμεσα και με τη βοήθεια της χάριτος. Αυτή δε η κατάσταση μονιμοποιούμενη ελεύθερα με την προσωπική προσπάθεια και ελεύθερη συμβολή του ίδιου του ανθρώπου θα τον ωδηγούσε στη θέωση».
Όμως ο Αδάμ έπεσε θεληματικά παρακούοντας την σαφή εντολή του Θεού. Έπεσε πολύ βαριά. Και ευρισκόμενος στην κατάσταση της παρακοής στερήθηκε τη θεία χάρη και αποξενώθηκε από τον Θεό. Έχασε το ζωοποιό και φωτιστικό Άγιο Πνεύμα, αφού δεν θέλησε να τιμήση και την προνομιακή θέση, που σε αυτήν τον τοποθέτησε ο Θεός καθώς και τις ανεκτίμητες ευεργεσίες, που του έκανε ο Δημιουργός του. «Και άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε. Παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Έτσι βυθίστηκε στην άγνοια και στο σκοτάδι μη έχοντας πια οδηγό του το Άγιο Πνεύμα και δεν του ήταν πια δυνατή η πρώτη οικεία σχέση του με τον Θεό. Κατάντησε λοιπόν ο άνθρωπος γεώδης και βοσκηματώδης, σκλάβος των παθών του και της αμαρτίας, που τον κυρίεψε ολοκληρωτικά. Ο άνθρωπος έμεινε πια μόνος του, με μόνο σύντροφό του την πικρή, την κατάπικρη, τώρα για την κατάστασή του ανάμνηση μιας τρομερής πτώσεως και καταπτώσεως, αλλά και μιας ανέφικτης πια και οριστικά χαμένης ευτυχίας και ενός απολεσθέντος Παραδείσου.
«Οίμοι! ο Αδάμ εν θρήνω κέκραγεν, ότι όφις και γυνή Θεϊκής παρρησίας με έξωσαν, και Παραδείσου της τρυφής ξύλου βρώσις ηλλοτρίωσεν! Οίμοι! Ου φέρω λοιπόν το όνειδος. ο ποτέ βασιλεύς πάντων κτισμάτων του Θεού, νυν αιχμάλωτος ώφθην, υπό μιας αθέσμου συμβουλής και ο ποτέ δόξαν αθανασίας ημφιεσμένος της νεκρώσεως την δοράν περιφέρω. Οίμοι! Τίνα των θρήνων συνεργάτην ποιήσομαι;» (Στιχηρόν των αίνων της Κυριακής Τυρινής).
Άδικα λοιπόν δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο; Θα έμενε πια όνειρο μακρινό η αρχέγονη κατάσταση; Θα ήταν για πάντα κλειστός για τον άνθρωπο ο ουρανός;
γ) Η ανόρθωση και ο θρίαμβος της αγάπης
Ο Θεός όμως δεν είναι μικροπρεπής ούτε εκδικητικός. «Ουκ εις τέλος οργισθήσεται ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί. Ου κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν». Θα ψάλη αργότερα ο ιερός Ψαλμωδός. Αλλά ο Θεός ήταν και είναι πάντα ο ίδιος. Το πλάσμα του ελεύθερα τον παρήκουσε. Διεχώρισε την πορεία του από την πορεία, που του χάραξε ο Δημιουργός του. Αλλά εκείνος, μακρόθυμος ων και πολυέλεος, δεν μπορούσε να υποφέρη βλέποντας το πλάσμα του καταδικασμένο στη φθορά και στον θάνατο από τον ίδιο τον εαυτό του. Αν ο άνθρωπος λησμόνησε τον Πλαστουργό του, ο Πλαστουργός του δεν λησμόνησε ποτέ το πλάσμα του το ξεπεσμένο και δυστυχισμένο από τη δική του παράνοια και ανυπακοή. «Ο Θεός αγάπη εστί». Και η αγάπη του Θεού «ουδέποτε εκπίπτει» σε μη - αγάπη. Ο Θεός δεν έπαψε να αγαπά το δημιούργημά του, στο οποίο μάλιστα εγκατέστησε την εικόνα του. Ως Παντογνώστης, αλλά και πλήρως Προγνώστης του μέλλοντος είχε σχεδιάσει «προ καταβολής κόσμου» την επανόρθωση του πεσόντος Αδάμ και της καταπεσμένης ανθρώπινης φύσεως. Και προγραμμάτισε κάτι, που όχι ανθρώπου διάνοια, αλλά και αυτών των αγίων αγγέλων ο άγιος νους ήταν αδύνατο να φαντασθή.
Επειδή δε δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παραβιάση την ελευθερία του ανθρώπου, που ο ίδιος του χάρισε και την οποία δεν ήθελε χρησιμοποιώντας τη θεία δύναμή του να αναγκάση τον άνθρωπο να δεχθή τη λύτρωσή του, έπρεπε να χρησιμοποιήση τρόπο τέτοιον, που να βοηθηθή ο άνθρωπος να δεχθή ελεύθερα και αβίαστα την επάνοδό του στην αγαπητική σχέση με τον Δημιουργό του.
Δύο ενέργειες καθιστούν φανερόν και γνήσιον τον εραστή και φορέα της θείας αγάπης.
Πρώτον, η ευποιΐα και ευεργεσία προς τον αγαπημένο και
Δεύτερον, η αδίστακτη προσφορά και των μεγαλυτέρων θυσιών και δεινών χάριν του αγαπημένου.
Η δεύτερη ενέργεια είναι ανώτερη από την πρώτη. Η δεύτερη ενέργεια είναι επίσης πειστικώτερη από την πρώτη. Και γι' αυτό και είναι σπανιώτερη από την πρώτη. Στον ανθρώπινο βίο βέβαια, όχι όμως και προκειμένου περί του Θεού.
Και η πρώτη ενέργεια για τον Θεό ήταν προχειρότατη. Και την είχε εκδηλώσει προηγουμένως με πλούσια δώρα στον άνθρωπο και μπορούσε να την επαναλάβη με περισσότερες και ακόμη ανώτερες δωρεές και ευεργεσίες. Η δεύτερη όμως ενέργεια θα σκόνταβε στο ότι ο Θεός είναι απρόσβλητος από ο,τιδήποτε μειωτικό και αρνητικό, γιατί ο Θεός δεν είναι παθητός. Όμως η αγάπη του δεν σταμάτησε σε αυτό το εμπόδιο. Η αγάπη του ως πάνσοφη και απείρως εφευρετική θα εύρισκε τον τρόπο να προχωρήση και στη δεύτερη ενέργεια, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να πείση την ανθρώπινη φύση για τη γνησιότητα της αγάπης του χωρίς να την παραβιάση ή να την παραμορφώση ή να την άρη και να την αφαιρέση. Ο Θεός χαρίζει αμεταμέλητα ό,τι χαρίζει. Δεν μετανοιώνει ποτέ για ό,τι έκανε, γιατί δεν κάνει τίποτε, που να μην είναι και σοφά καμωμένο και ακριβώς σύμφωνο με αυτό ακριβώς, που ήθελε να κάνη. Και λοιπόν βρήκε τη λύση. Βρήκε τη λύση όχι περιμένοντας την πτώση του ανθρώπου, αλλά προαιωνίως, γιατί ό Θεός ήξερε τί επρόκειτο να συμβή με τον άνθρωπο. Και ποια θα ήταν η λύση; Η λύση θα ήταν η «κένωση». Η κένωση; Τί σημαίνει κένωση; Σημαίνει, ότι θα άδειαζε από τη θεότητά του και θα έπαιρνε σάρκα και οστά ο μονογενής Υιός του, η απόλυτη αγάπη του θείου προσώπου του, το θείο και υπερφυσικό Γέννημά του.
Τί πιο μεγαλειώδες και πιο υπέροχο σχέδιο από αυτό; Σχέδιο, που μόνον Αυτός μπορούσε και να το σκεφθή και προ πάντων να το θέση σε εφαρμογή επισκεπτόμενος τον άνθρωπο ο Θεός σαν άνθρωπος και αυτός στο πρόσωπο του αγαπημένου του Μονογενούς Υιού και Λόγου του, που ήταν και είναι ισοδύναμος και συνάναρχος με τον Πατέρα, Θεός εκ Θεού. Και θα τον έστελνε όχι με θείο μεγαλείο και δόξα ουράνια και στρατιές αγγέλων δορυφορούντων αυτόν, αλλά ως ταπεινόν άνθρωπο.
Αυτό θα ψάλη αργότερα η Εκκλησία:
«Ο εκ Θεού Πατρός Λόγος, προ των αιώνων γεννηθείς, επ' εσχάτων δε των χρόνων, ο αυτός εκ της απειρογάμου σαρκωθείς, βουλήσει σταύρωσιν θανάτου υπέμεινε, και τον πάλαι νεκρωθέντα άνθρωπον έσωσε, διά της εαυτού Αναστάσεως» (Πεντηκοστάριον, Σάββατον Διακαινησίμου, στιχηρόν εις το Κύριε εκέκραξα).
«Ο Βασιλεύς των ουρανών διά φιλανθρωπίαν, επί της γης ώφθη, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη. Εκ Παρθένου γαρ αγνής σάρκα προσλαβόμενος, και εκ ταύτης προελθών μετά της προσλήψεως, εις έστιν Υιός διπλούς την φύσιν, αλλ' ου την υπόστασιν. Διό τέλειον αυτόν Θεόν, και τέλειον άνθρωπον, αληθώς κηρύττοντες, ομολογούμεν Χριστόν τον Θεόν ημών, ον ικέτευε Μήτερ ανύμφευτε, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών» (ένθ. ανωτέρω).
Με άλλα λόγια δεν θα γινόταν άνθρωπος άλλος από τον ίδιο τον Θεό, γιατί στο πρόσωπο του Υιού του Θεού θα ήταν ο ίδιος ο Θεός, αφού ο Λόγος του Πατρός είναι Θεός όπως ο Πατήρ χωρίς καμμιά διαφορά εκτός της υποστατικής ιδιότητός του ως εκ Πατρός γεννηθέντος. «Ούτος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» κατά την μαρτυρία του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου.
Ναι τέτοιος είναι ο Θεός. Γεμάτος απέραντη αγάπη θερμή, τρυφερή, απαλή, ποτέ κουραστική και ποτέ εκβιαστική. Υπέροχη εικόνα αυτής της ανεκτίμητης απαλής αγάπης και θείας λεπτότητος παρουσίας του έδωσε ο ίδιος ο Θεός στον δυναμικό προφήτη Ηλία, στον οποίο είπε:
«Εξελεύση αύριον και στήση ενώπιον Κυρίου εν τω όρει. Ιδού παρελεύσεται Κύριος. Και πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου. ουκ εν τω πνεύματι ο Κύριος. Και μετά το πνεύμα συσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ ο Κύριος. Και μετά τον συσσεισμόν πυρ. ουκ εν τω πυρί Κύριος. Και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος!» (Γ' Βασιλ. 19, 11-12).
Ναι, αυτός είναι ο Κύριος. «Φωνή αύρας λεπτής», γαλήνια αύρα, που δροσίζει, που γαληνεύει, που εξηρεμεί, που ειρηνεύει και που θωπεύει τρυφερά και σπλαχνικά τον ξεπεσμένον άνθρωπο. Ως τέτοιος θα επισκεπτόταν τον άνθρωπο. Θα επισκεπτόταν τον άνθρωπο ο Μονογενής Υιός, ως άνθρωπος. Όχι μεταμορφωμένος σε άνθρωπο, χωρίς να είναι, αλλά σε πραγματικόν άνθρωπο, με σάρκα και αίμα, ως «ενανθρωπίσας Θεός». Ως ίσος προς ίσους, έστω κι αν πίσω του θα κρυβόταν η Θεότης του, αφού θα ήταν θεάνθρωπος. Όμως θα φαινόταν και θα λεγόταν και θα ήταν και «υιός του ανθρώπου». «Και λοιπόν ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν τοις ανθρώποις». Μάλιστα. «άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται»!
«Ο Υιός λοιπόν του Θεού εν μορφή Θεού υπάρχων... εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β' 6-8).
Ο λόγος του Θεού, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Χριστός, που ως απαράλλακτη εικόνα του Θεού και Πατρός ήταν και ο ίδιος Θεός, άδειασε τον εαυτό του από το θεϊκό του μεγαλείο, τον σμίκρυνε μόνος του θεληματικά από αγάπη και μόνο και από απόλυτη υπακοή στο θέλημα του αγαπημένου του Πατρός και έλαβε μορφή δούλου, δηλαδή έγινε άνθρωπος και ουσιαστικά ίδιος με τους ανθρώπους κατά το εξωτερικό του φαινόμενο, χωρίς όμως αμαρτία, και ταπείνωσε τον εαυτό του μέχρι θανάτου και μάλιστα σταυρικού θανάτου οδυνηρού και ατιμωτικού.
«Ο περί τους ανθρώπους έρως τον Θεόν εκένωσε», θα σχολιάση ένας εκκλησιαστικός Πατήρ.
Πλήθος είναι οι σχετικές γραφικές μαρτυρίες για το θέμα αυτό. Κάποιες από αυτές θα αναφέρουμε για να πιστοποιηθή πόση αγάπη και πόσον πόθο είχε ο Θεός να σώση τον άνθρωπο συμφιλιώνοντάς τον μαζί του.
«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ' ίνα σωθή ο κόσμος δι' αυτού» (Ιω. γ' 16).
Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονογενή του Υιόν, για να μη χαθή και καταδικαστή ο κόσμος, αλλά να σωθή ο καθένας, που θα πιστέψη σε αυτόν και να κληρονομήση την αιώνια ζωή. Γιατί δεν έστειλε ο Θεός τον Υιό του στον κόσμο για να κρίνη και να καταδικάση τον κόσμο, αλλά για να σωθή ο κόσμος βάσει της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού.
Αντί λοιπόν να παρουσιασθή ένδοξος και περιβεβλημένος όλη του τη θεία δύναμη και το μοναδικό του μεγαλείο, ήρθε ταπεινά, από αγάπη και εντελώς αθόρυβα, για να κάνη ό,τι ο θείος Απόστολος Παύλος σημειώνει αναφερόμενος στο γεγονός αυτό.
«Ιδού γέγονε καινά τα πάντα. Τα δε πάντα εκ του Θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ διά του Ιησού Χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής, ως ότι Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών, και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής. Υπέρ Χριστού ουν πρεσβεύομεν ως του Θεού παρακαλούντος δι' ημών. δεόμεθα υπέρ Χριστού, καταλλάγητε τω Θεώ. τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ» (Β' Κορ. ε' 17-21).
Όλα έγιναν καινούργια. Και όλες οι δωρεές πηγάζουν από τον Θεό, ο οποίος μας συμφιλίωσε με τον εαυτό του διά του Ιησού Χριστού και ανέθεσε σ' εμάς τους αποστόλους το έργο του να υπηρετούμε σε αυτήν την συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους. Γιατί ο Θεός ήταν ενωμένος με τον Ιησούν Χριστόν σε μια θεανδρική υπόσταση συμφιλιώνοντας τους ανθρώπους με τον εαυτό του και μη καταλογίζοντας τα αμαρτήματα εις βάρος των ανθρώπων. Αυτός μας ανέθεσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που συμφιλιώνει με τον Θεό. Είμαστε λοιπόν πρεσβευτές του Χριστού προς τους άλλους ανθρώπους, γιατί ο Θεός διά μέσου μας σας παρακαλεί. Και εμείς λοιπόν παρακαλούμε εξ ονόματος του Χριστού και σας λέμε. συμφιλιωθήτε με τον Θεό!
Και τώρα είναι πια εύκολο έργο η συμφιλίωση με τον Θεό διά μέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που ως άνθρωπος δεν γνώρισε ποτέ καμμιά αμαρτία από προσωπική πείρα, αυτόν τον Ιησούν Χριστό τον έκανε για μας αμαρτία, τον φόρτωσε, με άλλα λόγια, τις δικές μας αμαρτίες, και τον άφησε να κατακριθή ως αμαρτωλός για χάρη μας, ώστε εμείς διά μέσου του και της θυσίας του να δικαιωθούμε απέναντι του Θεού.
Ο Πατήρ αγάπησε πράγματι τον κόσμο. Το ίδιο και ο Υιός του. Αγάπησε και αυτός με την ίδια θέρμη και στον ίδιο βαθμό τον άνθρωπο. Αυτό μας βεβαιώνει ο άγιος Απόστολος Παύλος γράφοντας στους Θεσσαλονικείς:
«Αυτός δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός και Πατήρ ημών, ο αγαπήσας ημάς και δους παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι, παρακαλέσαι υμών τας καρδίας και στηρίξαι υμάς εν παντί λόγω και έργω αγαθώ» (Β' Θεσ. β' 16-17).
Ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και ο Θεός και Πατέρας μας, που μας αγάπησε, μας έδωσε παρηγορία ανεξάντλητη με τη χάρη και την καλή ελπίδα του ουρανού και των αγαθών του. Είθε αυτός να παρηγορήση τις καρδιές σας και να σας στηρίξη με κάθε διδασκαλία οικοδομητική και κάθε καλό έργο.
Και ο Ευαγγελιστής της αγάπης, ο άγιος απόστολος Ιωάννης, καταθέτει και αυτός τη δική του μαρτυρία.
«Εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών» (Α' Ίω. δ' 10).
Η αγάπη του Θεού φαίνεται και συνιστάται στο γεγονός, ότι δεν είμαστε εμείς εκείνοι, που πρώτοι αγαπήσαμε τον Θεό, αλλά εκείνος αγάπησε πρώτος εμάς τους αμαρτωλούς και έστειλε τον Υιό του για να προσφέρη τον εαυτό του ως θυσία λυτρωτική για τις αμαρτίες μας και τη συμφιλίωσή μας με τον Θεό.
Και ο απόστολος Παύλος προσθέτει δοξολογικά και ευχαριστιακά ό,τι θα αποτελούσε και σύνοψη του θείου έργου της αγαπητικής για τη σωτηρία του ανθρώπου οικονομίας του Θεού.
«Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ευλογήσας ημάς εν πάση ευλογία πνευματική εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ, καθώς εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον αυτού, εν αγάπη προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν διά του Ιησού Χριστού εις αυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος αυτού, εις έπαινον δόξης της χάριτος αυτού, εν η εχαρίτωσεν ημάς εν τω ηγαπημένω, εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού, ης επερίσσευσεν εις ημάς εν πάση σοφία και φρονήσει, γνωρίσας ημίν το μυστήριον του θελήματος αυτού κατά την ευδοκίαν αυτού, ην προέθετο εν αυτώ εις οικονομίαν του πληρώματος των καιρών, ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν Χριστώ, τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης, εν αυτώ, εν ω και εκληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν του τα πάντα ενεργούντος κατά την βουλήν του θελήματος αυτού, εις το είναι ημάς εις έπαινον της δόξης αυτού, τους προηλπικότας εν τω Χριστώ» (Εφεσ. α' 3-12).
Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος μας έχει χορηγήσει πλούσια κάθε ευλογία πνευματική διά μέσου του Ιησού Χριστού, ώστε να αποκτήσουμε και να απολαύσουμε τα επουράνια αγαθά. Αυτό το πραγματοποίησε σύμφωνα με την εκλογή, που μας έκανε διά μέσου του Ιησού Χριστού προτού να δημιουργηθή ο κόσμος. Και το έκανε με σκοπό να γίνουμε εμείς άγιοι και αψεγάδιαστοι μπροστά του. Με την αγάπη του μας προώρισε να υιοθετηθούμε και να γίνουμε παιδιά του χαριστικώς διά μέσου του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με την αγαθή του διάθεση και το άγιό του θέλημα. Και αυτό, με το να υμνούνται και να δοξάζονται η χάρη του και οι πλούσιες δωρεές του, που με αυτές μας στόλισε και μας έκανε χαριτωμένους πνευματικά διά μέσου του αγαπημένου του Υιού.
Πραγματικά διά μέσου του Υιού του λάβαμε και έχουμε την απελευθέρωση από την σκλαβιά της αμαρτίας και τη σωτηρία με το αίμα του, που χύθηκε επάνω στον Σταυρό για να εξαγορασθούμε. Έτσι λάβαμε και έχουμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας βάσει του πλούτου της χάριτός του. Τη χάρη αυτή μας την χορήγησε πλούσια και με το παραπάνω μαζί με κάθε σοφία πνευματική. Και αυτό, για να γνωρίσουμε μεγάλες αλήθειες και για να σκεφτόμαστε σωστά και να ρυθμίζουμε όσα μας αφορούν καθώς πρέπει.
Ακόμα μας έκανε γνωστό το μυστικό και κρυμμένο μέχρι τότε για τον άνθρωπο θέλημά του σύμφωνα με την καλή διάθεση, που είχε για μας πριν από αιώνες ο Θεός. Και η καλή του διάθεση ήταν να πραγματοποιηθή στον κατάλληλο καιρό, όταν αυτός θα ερχόταν, για τη σωτηρία μας. Και έτσι να ενώση διά μέσου του Χριστού σε μια αρμονική ενότητα τα πάντα, τους αγγέλους του ουρανού και τους ανθρώπους στη γη. Διά μέσου του Χριστού και εμείς έχουμε εκλεγή σαν να έγινε κλήρωση γι' αυτό, δηλαδή χωρίς εμείς να κοπιάσουμε καθόλου, και έχουμε προορισθή σύμφωνα με την άγια πρόθεση του Θεού. Ο Θεός ενεργεί και τα κάνει όλα σύμφωνα με το αγαθό του θέλημα. Έχουμε επομένως προορισθή να αποτελούμε έπαινον και ύμνον παντοτεινό της άπειρης δόξας του και της αγαθότητός του εμείς οι χριστιανοί, που και από πριν (όσοι ήμασταν πρώην πιστοί Ιουδαίοι και γίναμε τώρα χριστιανοί) ελπίζαμε και περιμέναμε τη σωτηρία μας διά μέσου του Ιησού Χριστού.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στην Αποκάλυψή του μας λέει ετούτα:
«Ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις... από Κυρίου Ιησού Χριστού, ο μάρτυς ο πιστός, ο πρωτότοκος των νεκρών και άρχων των βασιλέων της γης, τω αγαπώντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών...» (Αποκ. α' 4-5).
Εγώ ο Ιωάννης απευθύνομαι στις επτά εκκλησίες (της Μ. Ασίας) και σας εύχομαι να έχετε τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός είναι ο αξιόπιστος μάρτυρας της αλήθειας του Θεού. Αυτός είναι εκείνος, που έχει αναστηθή πρώτος από τους νεκρούς και έγινε αρχή της αναστάσεως όλων των πιστών στη νέα ζωή. Αυτός είναι ο εξουσιαστής και κύριος όλων των βασιλέων της γης. Αυτός λοιπόν ο Ιησούς και μας αγαπάει και μας έχει λούσει και καθαρίσει με το αίμα του από τις αμαρτίες μας.
Κάτι, που έχει σημαντική βαρύτητα και αποτελεί θεμελιώδη σημασία για την αγάπη του Θεού, είναι και η εμπειρία των Αγίων και η προσωπική βίωση της αγάπης αυτής. Αυτήν καταθέτει ο άγιος απόστολος Παύλος, που έχει ζήσει όσο λίγοι την αγάπη αυτή και μας λέει τα ακόλουθα:
«Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν. Έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. Μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται. υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν. Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι' αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού. Ου μόνον δε, αλλά και καυχώμενοι εν τω Θεώ διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι' ου νυν την καταλλαγήν ελάβομεν» (Ρωμ. 5,5-11).
Δεν μας ντροπιάζει η ελπίδα στον Θεό, γιατί η αγάπη του Θεού έχει χυθή πλούσια και έχει πλημμυρίσει τις καρδιές μας με το Άγιον Πνεύμα. Και μας δόθηκε ως προκαταβολή για τις δωρεές, που με βέβαιη ελπίδα περιμένουμε να δεχθούμε από τον Θεό. Η άπειρη αγάπη και συγκατάβαση του Θεού απέναντί μας έγινε φανερή από τούτο, δηλαδή από το ότι, ενώ εμείς ήμασταν άρρωστοι πνευματικά, δηλαδή αμαρτωλοί και ένοχοι, ο Χριστός στον καιρό, που γνώριζε από πριν ποιος θα είναι ο κατάλληλος, πέθανε επάνω στο σταυρό για να σώση με τη θυσία του τους ασεβείς.
Πραγματικά είναι μεγάλη η αγάπη του Θεού. Πολύ δύσκολα μπορεί πιθανόν να υπάρξη άνθρωπος που να θυσιασθή για κάποιον δίκαιον. Για έναν αγαθόν και καλόν άνθρωπο ίσως τολμήση κάποιος να πεθάνη. Ο Θεός όμως δείχνει με τρόπο αναμφισβήτητο την αγάπη του για μας με το γεγονός, ότι, αν και εμείς ήμασταν αμαρτωλοί, πέθανε για χάρη μας ο Χριστός. Πολύ περισσότερο λοιπόν τώρα, που δικαιωθήκαμε με το αίμα του, θα σωθούμε από την μελλοντική οργή. Και αυτό, γιατί, ενώ εμείς ήμασταν εχθροί συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό μέσω του σταυρικού θανάτου του Χριστού, πολύ περισσότερο τώρα, που έχουμε συμφιλιωθεί, θα σωθούμε μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού, που ζη (με την Ανάστασή του) αιώνια, κοντά στον Θεό ως μεσίτης μας. Και όχι μόνο θα σωθούμε, αλλά απολαμβάνοντας από τώρα τις ευεργεσίες του Θεού καυχώμαστε για την αγάπη του διά μέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που με την παρέμβασή του έχουμε αποκαταστήσει τις σχέσεις μας με τον Θεό.
* * *
Αλήθεια ποιος άνθρωπος αγάπησε τόσο πολύ; Κι αν αγάπησε έναν ή κάποιον αριθμό συνανθρώπων του δεν του ήταν δυνατό να αγαπήση όλους τους ανθρώπους με την ίδια απέραντη αγάπη και για όλους μαζί και για τον καθένα τους χωριστά. Όλους, όχι μόνο τους τωρινούς ανθρώπους, αλλά όλους, μικρούς και μεγάλους, καλούς και κακούς, δικαίους και αδίκους, όσοι υπήρξαν και όσοι θα υπάρξουν επάνω στη γη. Είναι αδιανόητο αυτό για άνθρωπο. Όση αγάπη κι αν νιώθει ένας φιλόστοργος πατέρας είναι αγάπη για το δικό του παιδί και βέβαια αγάπη ανθρώπινη, περιωρισμένη, αδύναμη, ασύγκριτα μικρή μπρος στην αγάπη του Θεού. Όση αγάπη κι αν έχει μια μητέρα για τα παιδιά της, δεν μπορεί να έχη την ίδια αγάπη και για όλα τα παιδιά του κόσμου, έστω κι αν θυσιασθή γι' αυτά. Η αγάπη της είναι ανθρώπινη, και γι' αυτό περιορισμένη και ανίκανη να σώση το παιδί της από την αμαρτία ή να του εξασφάλιση αιώνια ζωή.
Ποιος καλός άνθρωπος ένιωσε τέτοιον μανικόν έρωτα για τους ανθρώπους, ώστε να αγαπάη απαραμείωτα και μισούμενος και διωκόμενος και βασανιζόμενος και κακοπαθών ως καταγέλαστος και περιφρονημένος από τους ίδιους τους αγαπημένους του χωρίς πικρία, χωρίς αγανάκτηση, χωρίς απογοήτευση; Και μάλιστα διατηρώντας από ευγνώμονα αγάπη τη μνήμη των αγνωμόνων και σαδιστών δημίων του; Ποιος θα έδειχνε θεωρώντας τα τραύματα των βασανιστηρίων του δείγματα αγάπης αδιάσειστα ως προς τη γνησιότητά της; Αυτά μόνο η κενωθείσα και ενανθρωπήσασα αγάπη ήταν ικανή να πραγματοποιήση όχι σε περιωρισμένη κλίμακα, αλλά σε όλη την έκτασή τους. Επανερχόμενος στη ζωή ο ενανθρωπήσας και σταυρωθείς και αναστάς Ιησούς, ανασταίνοντας το σώμα του διατηρεί τις ουλές του και τις πληγές του και στα μάτια των αγγέλων και στα μάτια των Μαθητών του, τους οποίους αφήνει να τα ψαύσουν προς επιβεβαίωση της ταυτότητός του και της θυσίας της αγάπης του. Και ενώ απέρριψε όλα τα άλλα σωματικά στοιχεία και όποιο άλλο χαρακτηριστικό της υλικότητος του πριν από την ανάσταση σώματός του και όποιο άλλο αδιάβλητο πάθος (π.χ. πείνα, δίψα, βάρος, ανάπαυση κ.λπ.) κρατάει συνεχώς τις ουλές του και τα σημάδια των πληγών του. Και μάλιστα με χαρά και καμάρι και ικανοποίηση. Πώς λοιπόν να μη βρουν ανταπόκριση σε αυτήν την αγάπη τα αναρίθμητα πλήθη αγίων μαρτύρων, που «επικολούθησαν τοις ίχνεσιν αυτού» βαδίζοντας τον ίδιο δρόμο του μαρτυρίου χάριν της υπέρτατης αγάπης του Κυρίου για τους ανθρώπους και μαρτύρησαν με τη σειρά τους και αυτοί από αγάπη προς τον πρώτον αγαπήσαντα αυτούς Κύριον;
Ο Κύριος «εαυτόν εκένωσε και έλαβε δούλου μορφήν... και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Με τη σταύρωση και την ταφή του φάνηκε πως όλα τελείωναν. Έγινε λοιπόν άδικα η θυσία; Όλα όσα είπε και έκανε ο Ιησούς, ο Μονογενής Υιός του Θεού, όλα αυτά αποτελούσαν απλούστατα φενάκη; Στηρίχθηκαν λοιπόν ελπίδες στο πρόσωπό του και στο έργο του και όλα τάφηκαν πίσω από μια βαρειά ταφόπετρα; Έτσι φάνηκε τουλάχιστον. Μιαν αναλαμπή απολυτρώσεως στο Πρόσωπο του Κυρίου την διέψευδε η αλυσίδα των δραματικών γεγονότων των ελάχιστων ημερών, που προηγήθηκαν και τα σφράγισε πια για πάντα η σιγή του τάφου; Για λίγες μέρες έτσι φάνηκε, πως όλα πήγαν χαμένα. «Και ημείς ηλπίζομεν ότι αυτός εστίν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ. αλλά γε συν πάσι τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον, αφ' ου ταύτα εγένετο...». Πόση θλίψη, αλήθεια, πόση απογοήτευση, πόσο ζοφερή απαισιοδοξία, αλλά και απελπισία δεν μαρτυρούν αυτά τα λόγια! Καμμιά ελπίδα πια μετά την ταφόπετρα, που φάνηκε να σκεπάζη και νεκρώνη ελπίδες, όνειρα, προσδοκίες....
Αυτή ήταν η ανθρώπινη πλευρά.
Και η θεία πλευρά; Η θεία πλευρά δεν μίλησε με λόγια. Μίλησε με τον πιο αυθεντικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο, με την ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
Γιατί με την ανάσταση:
«Η φθορά εξωστράκισται.
αφθαρσία εξήνθησε.
ο δεσμός ο χρόνιος διαλέλυται.
οι ουρανοί, η γη και τα επίγεια ευφραίνονται.
εξανέστη γαρ Χριστός.
εσκύλευται ο θάνατος»
και η συνδιαλλαγή Θεού και ανθρώπου
επισφραγίσθηκε οριστικά και αμετάκλητα.
Γιατί «η ευφρόσυνος επεφάνη ημέρα»,
που κατ' αυτήν πραγματοποιήθηκε
ο θρίαμβος της αγάπης
του αιωνίου Θεού!
(Όρθρος Παρασκευής Θωμά, Στιχηρά Αίνων).
* Κείμενο επίκαιρης ομιλίας σε εκκλησιαστικό ακροατήριο που πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας την 18.4.2004.
«ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ»
Ιερομ. Ευσεβίου Βίττη
Εκδοσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Δευτέρα 24 Μαΐου 2010
Πεντηκοστή: Από την Ανάσταση στην Εκκλησία
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
π. Φιλόθεος Φάρος
Από το βιβλίο
«ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ: Από την Ανάσταση στην Εκκλησία»
Έκδοση Α' Απρίλιος 1983 ΑΚΡΙΤΑΣ
Την Πεντηκοστή γιορτάζουμε το γεγονός της Εκκλησίας, αλλά η εποχή μας δεν μπορεί εύκολα να γιορτάσει το γεγονός της Εκκλησίας, γιατί είναι μια έντονα αντιεκκλησιαστική εποχή, όχι γιατί επικρίνονται, διαβάλλονται, διασύρονται ή συκοφαντούνται συχνά εκπρόσωποι της εκκλησιαστικής διοικήσεως, αλλά επειδή η φύση του πολιτισμού που κυριαρχεί σήμερα είναι αντιεκκλησιαστική. Η εποχή μας είναι μια εποχή ατομιστική και ανταγωνιστική, είναι μια εποχή που ενθαρρύνει τον ανθρώπινο ναρκισσισμό και σαν συνέπεια καλλιεργεί τις προϋποθέσεις για την αποκοπή του ανθρώπου από τους άλλους και την απομόνωσή του.
Η εκκλησιαστικότητα αντίθετα είναι αντανάκλαση της τριαδικότητας του Θεού, που σαν Θεός αγάπης δεν μπορούσε αν και είναι ένας να είναι μοναδικός, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να αγαπάει κάποιον άλλο. Έτσι ο Θεός ήταν απαραίτητο να είναι μια κοινότητα, μια κοινωνία που τα πρόσωπα που την αποτελούν να τα μοιράζονται όλα, να τα έχουν όλα κοινά εκτός από την ταυτότητά τους, την υποστατικότητά τους. Γιατί αν είχαν και την ταυτότητα ή την υποστατικότητά κοινή δεν θα ήταν κοινότητα, αλλά μοναδικότητα και επομένως ο Θεός δεν θα μπορούσε να είναι Θεός αγάπης.
Στον άνθρωπο ο Θεός που τον έπλασε κατ' εικόνα και ομοίωση δική του, έδωσε την εκκλησιαστικότητα που είναι για τον άνθρωπο ότι είναι για τον Θεό η τριαδικότητα. Αλλά με την απομάκρυνσή του από τον Θεό ο άνθρωπος αλλοιώνει την θεία εικόνα και υποκαθιστά την εκκλησιαστικότητά του, δηλαδή το βασικό στοιχείο της φύσεώς του που απαιτεί την ένωσή του με τους άλλους ανθρώπους, με τον ατομικισμό και τον ναρκισσισμό που τον οδηγεί στον θάνατο.
Ο Χριστός με την ενσάρκωση του, την ενανθρώπισή του αποκαθιστά την ανθρώπινη φύση, στην παλιά της κατάσταση και έτσι ξαναζωντανεύει, την εκκλησιαστικότητα του ανθρώπου και την πραγματώνει με την σύσταση της Εκκλησίας.
Επομένως η Εκκλησία δεν είναι διοίκηση, δεν είναι οργάνωση, δεν είναι εξουσία, αλλά είναι κοινωνία, συνομιλία, συνύπαρξη, συμβίωση, συνοδοιπορία, συμμετοχή, συνεύρεση, σύνοδος. Ούτε είναι αναγκαστικά Εκκλησία η χωρίς καμιά συνοχή συγκέντρωση ατόμων στο Ναό. Η συγκέντρωση ατόμων στο ναό, μπορεί μάλιστα συχνά να είναι κάθε άλλο παρά Εκκλησία.
Στην Εκκλησία οι άνθρωποι μοιράζονται με τους άλλους τον εαυτό τους, το βιό τους, τον χρόνο τους, τις ανησυχίες τους, την δημιουργικότητά τους, τη χαρά τους, την λύπη τους, την πίκρα τους, την απόγνωσή τους, την ελπίδα τους, την πίστη τους.
Στην Εκκλησία, ούτε υπακούουν πολλοί σε ένα ούτε δεν υπακούει κανένας σε κανένα, αλλά υπακούουν όλοι σε όλους.
Δεν υπάρχει Εκκλησία εκεί που oι άνθρωποι φροντίζουν ο καθένας τον εαυτό του, εκεί που ο καθένας κρατάει τα αγαθά του, την χαρά του, την δύναμή του, την ελπίδα του, την πίστη του, την αρετή του για τον εαυτό του και δεν την μοιράζεται με τους άλλους.
Η Εκκλησία όμως πραγματώνεται διαρκώς πάνω στη γη, αποκαθιστά διαρκώς την εκκλησιαστικότητα της ανθρωπινής φύσεως, μεταβάλλει διαρκώς τον κόσμο σε βασιλεία του Θεού, δεν είναι στατική, δεν φτάνει ποτέ στο τέρμα, μπορεί πάντα να γίνεται όλο και περισσότερο η βασιλεία του Θεού. Επομένως η Εκκλησία δεν είναι μια κοινωνία καθαρών, που έχουν φθάσει στο τέρμα και που δεν μπορούν να προχωρήσουν πιο πέρα.
Μέσα στην Εκκλησία, τα μέλη της Εκκλησίας αγωνίζονται διαρκώς να μετακινηθούν από τον δαιμονικό ναρκισσισμό στην εκκλησιαστικότητα, που είναι η αντανάκλαση της τριαδικότητας του Θεού. Αν στην εποχή μας πολλοί άνθρωποι πολεμούν την Εκκλησία σαν οργάνωση, είναι προ παντός και κυρίως επειδή ο σημερινός άνθρωπος κυριαρχημένος από τον δαιμονικό ναρκισσισμό τρέμει την εκκλησιαστικότητα και μπορεί να μιλάει συχνά για δίκαιη κατανομή των υλικών αγαθών, αλλά δεν κάνει ποτέ λόγο για δίκαιη κατανομή των συναισθηματικών και των πνευματικών αγαθών, δεν κάνει λόγο για αγάπη. Με την μάσκα της υλιστικής ισότητας, κρύβει τον τρόμο που αισθάνεται στο ενδεχόμενο να μοιραστεί τον εαυτό του με κάποιον άλλο. Γι' αυτό προσπαθεί να μεταβάλει σε εμπορική συναλλαγή και τις πιο προσωπικές σχέσεις όπως ο γάμος, τον οποίο θέλει να απογυμνώσει από κάθε προσωπικό στοιχείο, από κάθε συναίσθημα και να τον κάνει συνδικαλισμό με ωράρια, με δικαιώματα, έντονα ανταγωνιστικό, μια σφοδρή μάχη ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα, για να προστατευθεί έτσι από το ενδεχόμενο της προσωπικής προσφοράς
Την υλιστική ισότητα την θέλει υποχρεωτική, κυριαρχική, επιβεβλημένη από κάποια απρόσωπη εξουσία για να αποκλείεται το στοιχείο της προσωπικής προσφοράς, για την οποία αισθάνεται έντονα ο σημερινός άνθρωπος την τραγική του αναπηρία.
Αλλά δεν μπορούν οι άνθρωποι να έχουν μεταξύ τους κοινότητα, κοινωνία, ενότητα, χωρίς να είναι ενωμένοι με Εκείνον που είναι η Κοινότητα, η Κοινωνία, η Ενότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική κοινότητα χωρίς να είναι Εκκλησία και χωρίς να έχει αυτή η κοινότητα κι αυτή η κοινωνία σαν ψυχή της το πνεύμα του Θεού.
Χωρίς το πνεύμα του Θεού, δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία. Το Πνεύμα του Θεού «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας» (Στιχηρό Εσπερινού Κυριακής Πεντηκοστής) και δεν μπορεί κανείς να δεχθεί το πνεύμα του Θεού έξω από την Εκκλησία «ου γαρ άλλως ένι κατελθείν εκείνο το Πνεύμα. Καθάπερ γαρ, ει τύχοι χείρ αποσπασθείσα του σώματος, το πνεύμα το από του εγκεφάλου την συνέχειαν ζητούν, και μη ευρόν, ουκ εξάλλεται του σώματος, και διατρήσαν, προς την χείρα εξέρχεται, άλλ' αν μη εύρη κείμενον, ουχ άπτεται ούτω και ενταύθα εάν μη ώμεν τη αγάπη συνδεδεμένοι».
Έτσι εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν υπάρχει σωτηρία για τον άνθρωπο που δεν μετέχει στο μυστήριο της Εκκλησίας, που είναι η ενεργοποίηση στη ζωή του στοιχείου της εκκλησιαστικότητας. «Εν υψηλώ κηρύγματι της του Θεού, Εκκλησίας, ακούσωμεν βοώσης ο διψών, ερχέσθω και πινέτω ο κρατήρ ον φέρω, κρατήρ έστι σοφίας, τούτου το πόμα αληθείας λόγω κεκέρακα, ύδωρ ου προχέων αντιλογίας, άλλ' ομολογίας ης πίνων ο νυν Ισραήλ, Θεόν ορά φθεγγόμενον. Ίδετε, ίδετε, ότι αυτός εγώ ειμί, και ουκ ηλλοίωμαι, εγώ Θεός πρώτος, εγώ και μετά ταύτα, και πλήν εμού άλλος ουκ έστιν όλως. Εντεύθεν οι μετέχοντες πλησθήσονται, και αινέσουσι, της ευσεβείας το μέγα μυστήριον» (Οίκος Κυριακής Πατέρων).
Επειδή οι διάφορες ανθρώπινες ομάδες πολύ συχνά δεν είναι Εκκλησία και επομένως δεν έχουν το πνεύμα του Θεού, δεν υπάρχει επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, και η έλλειψη εμπιστοσύνης αναγκάζει τον άνθρωπο να κρυπτογραφεί τα μηνύματα που στέλνει στον συνάνθρωπό του, για να είναι έτσι καλυμμένος και να μπορεί να υπαναχωρεί όταν διαπιστώνει ότι ο άλλος απορρίπτει αυτά τα μηνύματα.
Τέτοια είναι η επικοινωνία ακόμη και μεταξύ συζύγων και μελών μιας οικογένειας. Είναι πασίγνωστη η λαϊκιστική συμβουλή «μη λες στον άνδρα σου ότι τον αγαπάς γιατί μπορεί να το εκμεταλλευθεί», και πραγματικά και στα υγιέστερα ζευγάρια ένα μεγάλο μέρος της συζυγικής επικοινωνίας γίνεται με τέτοιες προφυλάξεις και κρυπτογραφήσεις.
Παρόμοια συμβαίνουν και στις σχέσεις παιδιών και γονέων. Οι γονείς πολύ συχνά κάτω από το επιφανειακό μήνυμα «μην απομακρυνθείς από μας δεν θα τα καταφέρεις χωρίς εμάς», κρύβουν το πραγματικό μήνυμα «μην απομακρυνθείς από μας δεν θα τα καταφέρουμε εμείς χωρίς εσένα». Ενώ τα παιδιά κάτω από μια επιφανειακή επαναστατικότητα κρύβουν μια πραγματική επιθυμία να συνεχίσουν την βολική εξάρτηση από τους γονείς.
Είναι τραγική η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των νέων, που από τρομερή έλλειψη εμπιστοσύνης ακόμη και για τους συνομιλήκους τους καλύπτουν την έντονη ανάγκη που έχουν για την αποδοχή και την συμπαράσταση τους με την επίδειξη μιας αγέρωχης σκληρότητας.
Το γεγονός της Πεντηκοστής μεταξύ άλλων φανερώνει ότι ένα από τα πρώτα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος είναι η δυνατότητα της επικοινωνίας. Ο άνθρωπος, που έχει το πνεύμα του Θεού, μπορεί να μιλάει και να καταλαβαίνει τη γλώσσα του συνανθρώπου του ξεπερνώντας οποιοδήποτε σχετικό εμπόδιο.
Το περιστατικό του Πύργου της Βαβέλ είναι ως προς αυτό το σημείο το αντίθετο με την Πεντηκοστή στην θεία αποκάλυψη. Στο περιστατικό αυτό φαίνεται, πως ακριβώς ο άνθρωπος που ειδωλοποίησε τον εαυτό του και έτσι έχασε το πνεύμα του Θεού, έχασε ταυτόχρονα και την δυνατότητα να μιλάει και να καταλαβαίνει τη γλώσσα του συνανθρώπου του. «Γλώσσαι ποτέ συνεχύθησαν, δια την τόλμην της πυργοποιίας γλώσσαι δε νυν εσοφίσθησσν, δια την δόξαν της θεογνωσίας. Εκεί κατεδίκασε Θεός τους ασεβείς τω πταίσματι ενταύθα εφώτισε Χριστός τους αλιείς τω πνεύματι. Τότε κατειργάσθη η αφωνία, προς τιμωρίαν άρτι καινουργείται η συμφωνία, προς σωτηρίαν των ψυχών ημών». (Δοξαστικό Λιτής Εσπερινού Κυριακής Πεντηκοστής).
Η σύγχυση, που επικρατεί συχνά στην ανθρώπινη επικοινωνία είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης αμαρτίας. Ο Θεός δεν έκανε τους ανθρώπους «αλλόγλωσσους». Αν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει και δεν είχε στερηθεί της Χάριτος, τώρα «πάσα η γη χείλος ην, και φωνή μία πάσι».
Η δυσκολία στην ανθρώπινη επικοινωνία είναι αποτέλεσμα του ανθρωπίνου εγωκεντρισμού, που κάνει τον άνθρωπο να βλέπει όλους τους συνανθρώπους του, ακόμη κι αυτούς που είναι πολύ κοντά του σαν εχθρούς ή σαν ανταγωνιστές, που έχουν αυτό που θέλει να έχει εκείνος ή που μπορούν να του πάρουν αυτό που εκείνος έχει. Αυτό το κλίμα του κρυφού πολέμου κάνει αδύνατη την ανάπτυξη εμπιστοσύνης.
Αυτή η τραγική ανθρώπινη πραγματικότητα είναι η αιτία της πιο βασανιστικής μοναξιάς, που τελικά είναι το πιο αφόρητο μαρτύριο του σύγχρονου ανθρώπου.
Το πνεύμα του Θεού αποκαθιστά την εμπιστοσύνη και την επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί δεν είναι πνεύμα ανταγωνισμού αλλά πνεύμα προσφοράς. Ο άνθρωπος που έχει το πνεύμα του Θεού δεν σκέπτεται τι θα πάρει από τον άλλο, αλλά τι θα του δώσει. Δεν βλέπει τον συνάνθρωπό του σαν ανταγωνιστή αλλά σαν συναγωνιστή, δεν προσπαθεί να εξασφαλίσει για τον εαυτό του την καλλίτερη θέση αλλά να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του να την πάρει.
Ένα τέτοιο κλίμα, είναι κλίμα απόλυτης εμπιστοσύνης που δεν έχει ανάγκη από επιφυλάξεις και από κρυπτογραφημένα μηνύματα. Αυτό ήταν το κλίμα της Πεντηκοστής και γι' αυτό έδωσε την δυνατότητα σε όλους να μιλούν και να καταλαβαίνουν όλων τις γλώσσες. «Η του Θείου Πνεύματος επιδημήσασα δύναμις, την μερισθείσαν πάλαι φωνήν, κακώς ομονοησάντων, εις μίαν αρμονίαν θείας συνήψε, γνώσιν συνετίζουσα πιστούς της Τριάδος». (Ωδή γ' Κανόνος Πεντηκοστής).
Η δυνατότητα της επικοινωνίας είναι ένα χάρισμα του πνεύματος του Θεού που δεν μπορεί να την έχει όποιος δεν έχει αυτό το πνεύμα.
Ο Χριστός ετήρησε την υπόσχεση που έδωσε και την ημέρα της Πεντηκοστής έστειλε στους μαθητές το Πανάγιο Πνεύμα. Έτσι «Πεντηκοστήν εορτάζομεν, και Πνεύματος επιδημίαν, και προθεσμίαν επαγγελίας, και ελπίδος συμπλήρωσιν». (Στιχηρό Ιδιόμελο Εσπερινού Πεντηκοστής)
« Η του Πνεύματος πηγή, επιδημούσα τοις εν γην εις πυρφόρους ποταμούς, μεριζομένη νοητώς τους Αποστόλους εδρόσιζε φωταγωγούσα και γέγονεν αυτοίς, νέφος δροσώδες το πυρ, φωτίζουσα αυτούς, και υετίζουσα φλόξ, δι' ων ημείς ελάβομεν την χάριν, δια πυρός τε και ύδατος. Το φως επέστη, του Παρακλήτου και τον κόσμον εφώτισε». (Κάθισμα Κυριακής Πεντηκοστής)
Το Άγιο Πνεύμα επεδήμησε στους Αποστόλους, στην Εκκλησία και δι'αυτών σ' όλους όσοι ανοίγουν σ' αυτό την πόρτα της ψυχής τους. Δια του Αγίου Πνεύματος «πάσα ψυχή ζωούται» και «περικρατείται πάντα τα ορατά συν τοις αοράτοις». Δια του Αγίου Πνεύματος «πάσα η κτίσις καινουργείται», δι' αυτού «ο πας πλούτος της δόξης, εξ ου χάρις και ζωή πάση τη κτίσει» δι' αυτού «πάσα ψυχή ζωούται», δι' αυτού «τα σύμπαντα το είναι έχει». Το Άγιον Πνεύμα «αναβλύζει τα της χάριτος ρείθρα αρδεύοντα άπασαν την κτίσιν, προς ζωογονίαν». Το Άγιο Πνεύμα είναι «ζωαρχική αξία εξ ου παν ζώον εμψυχούται» είναι «ενθέωσις τοις πάσιν, ευδοκία, σύνεσις, ειρήνη, και η ευλογία» είναι «πηγή θείων θησαυρισμάτων» είναι «βυθός χαρισμάτων, πλούτος δόξης, κριμάτων βάθος μέγα» είναι «πανσωστική αίτια». (Αναβαθμοί Όρθρου) «Το Πνεύμα το Άγιον φως, και ζωή, και ζώσα πηγή νοερά. Πνεύμα σοφίας. Πνεύμα συνέσεως, αγαθόν, ευθές, νοερόν, ηγεμονεύον, καθαίρον τα πταίσματα. Θεός και θεοποιούν, πυρ εκ πυρός προϊόν, λαλούν ενεργούν, διαιρούν το χαρίσματα, δι' ου προφήται άπαντες, και Θεού Απόστολοι, μετά Μαρτύρων εστέφθησαν». (Στιχηρό Ιδιόμελο Αίνων Πεντηκοστής).
πηγη: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Σάββατο 15 Μαΐου 2010
᾿Ανάληψη:῾Η δοκιμασία τοῦ λογικοῦ
Ο σημερινός άνθρωπος δεν έχει καμιά σχέση με το υπερφυσικό. Δεν πιστεύει πως υπάρχει τίποτα πέρα από τα φυσικά φαινόμενα, και πολύ περισσότερο δεν πιστεύει πως μπορεί να γίνει τίποτα έξω από τους φυσικούς νόμους. Όχι μοναχά ο άθρησκος άνθρωπος, μα κι αυτός που λέγει πως είναι Χριστιανός, κι αυτός δεν πιστεύει στα υπερφυσικά. Ο Χριστιανισμός έχει γίνει για πολλούς ένα σύστημα λογικό και ηθικό, ώστε να μην έρχεται σε αντίθεση με τη λογική τους. Ενώ η βάση της θρησκείας αυτής είναι το υπερφυσικό, οι σημερινοί Χριστιανοί κρατήσανε απ’ αυτή ό,τι δεν χρειάζεται την πίστη για να το παραδεχθούνε, κι ό,τι είναι αποκαλυπτικό το πετάνε ή το παρασιωπούνε.
Από το βιβλίο
Ανέστη Χριστός
η δοκιμασία του Λογικού
Φώτη Κόντογλου
Εκδόσεις Αρμός
επιμέλεια: enoriaka.gr alopsis.gr,klission
Πέμπτη 13 Μαΐου 2010
Η ανάληψις του Κυρίου
Η Ένδοξος Ανάληψις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
Η εικόνα της Αναλήψεως του Χριστού είναι μεγαλοπρεπής. Οι Μαθηταί εξεπλάγησαν, και με απερίγραπτον χαράν και θαυμασμόν παρακολουθούσαν την Ανάληψιν του Χριστού εις τους ουρανούς. Οι Μαθηταί δεν είδαν την αρχήν της Αναστάσεως, αφού κανείς δεν είδε το Χριστό την ώρα που εξήρχετο από το μνημείον. Μετά όμως από την Ανάστασίν Του, ο Κύριος εμφανίσθηκε πολλές φορές εις αυτούς. Την Ανάληψιν όμως του Κυρίου οι Μαθηταί την είδον από τη αρχήν.
Οι Μαθηταί ατενίζουν προς τον ουρανόν και βλέπουν αναλαμβανόμενον τον αγαπητόν τους Διδάσκαλον. Και ενώ αποχωρίζεται από αυτούς ο Κύριος, εις το κέντρον της Συνάξεως των Αποστόλων ευρίσκεται η Παναγία, η Μητέρα του Χριστού1. Η Παναγία είναι το πιο αγαπητόν πρόσωπον εις τον Χριστόν και εις τους Χριστιανούς. Ποτέ δεν διεκδίκησε καμμίαν θέσιν μέσα εις την Εκκλησίαν. Είναι όμως το κέντρον της θείας λατρείας και ο πιο πολύτιμος θυσαυρός που έχει η Εκκλησία μας.
Πάντα ο Κύριος προετοίμαζε τους Μαθητές Του ότι θα φύγη από τον κόσμον αυτόν. Και όταν επλησίαζε η ώρα της Σταυρικής Του θυσίας, έλεγε προς αυτούς ότι ήρθε η ώρα όπου θα «υπάγω προς τον πέμψαντά με»2.
Ο χωρισμός όμως αυτός είναι πρόσκαιρος και σας συμφέρει να απέλθω. «Συμφέρει υμίν ινά εγώ απέλθω, εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς∙ εάν δε προρευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς»3.
Ο Αναστάντας Κύριος έκαμε την τελευταίαν εμφάνισιν Του εις τους Μαθητάς, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς4. Η αιφνίδια όμως εμφάνισης του Κυρίου τους κατετάραξε. Και καταληφθέντες από φόβον, ενόμιζον ότι έβλεπαν ψυχήν αποθαμένου, που ήλθεν από τον Άδην, χωρίς να έχη σώμα. Και ο Κύριος είπεν προς αυτούς: «Διατί είσθε ταραγμένοι; Και διατί διαλογισμοί αμφιβολίας, περί του αν πράγματι είμαι ο αναστάς Διδάσκαλός Σας, γεννώνται εις τα διανοίας σας; Ίδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου ότι φέρουν τα σημάδια των καρφιών και βεβαιωθήτε ότι είμαι ο Σταυρωθείς Διδάσκαλός Σας. Ψηλαφήσατε με διά των χειρών σας και βεβαιωθήτε ότι είναι ο Σταυρωθής Διδδάσκαλός Σας. Ψηλαφήσατε με διά των χειρών σας και βεβαιωθήτε, ότι δεν είμαι άσαρκον πνεύμα. Διότι η ψυχή και το φάντασμα του πεθαμένου δεν έχει σώμα και οστά, καθώς βλέπετε και πείθεσθε ότι εγώ έχω. Και αφού είπε τούτο, έδειξε εις αυτούς τα χείρας και τους πόδας»5.
Και επειδή οι Μαθηταί ακόμη απιστούσαν από την χαρά τους, νομίζοντες ότι έβλεπον όνειρον, και εθαύμαζον δια τα πρωτοφανή αυτά και ανέλπιστα, τους είπεν ο Κύριος. «Έχετε εδώ τίποτε φαγώσιμον διά να φάγω και δια να πεισθήτε έτσι ακόμη περισσότερων ότι δεν είμαι πνεύμα; Και οι Μαθηταί του έδωκαν ένα τεμάχιον από ψάρι ψημένον και ολίγην κηρήθραν μέλι. Και αφού τα επήρε, έφαγεν εμπρός εις τους Μαθητάς»6, όχι διότι είχε ανάγκην συντηρήσεως το σώμα Του, αλλ' έπραξε αυτό δια να βεβαιώση αυτούς ότι όντως ανέστη.
Και μετά από αυτό δίδει προς τους Αποστόλους τας τελευταίας αποχαιρετιστηρίους οδηγίας: «Σας έλεγα ότι, σύμφωνα προς το προκαθωρισμένον σχέδιον του Θεού, πρέπει να πληρωθούν και να πραγματοποιηθούν όλα, όσα έχουν γραφή περί εμού εις τον νόμον του Μωυσέως, και εις τους Προφήτας και τους Ψαλμούς»7. «Τότε διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τα γραφάς»8.
Και αφού ανέπτυξε εις αυτούς τας κυριωτέρας προφητείας, τους είπεν: «Έτσι έχει γραφή προφητικώς εις τα Γραφάς και έτσι έπρεπε, σύμφωνα με τα προφητείας αυτάς να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή την τρίτην ημέραν από του θανάτου Του. Σύμφωνα με όσα εδιδάχθητε και εμάθατε δια το όνομά μου, ως του μόνου Σωτήρος και λυτρωτού των ανθρώπων, να κηρυχθή μετάνοια και άφεσις αμαρτιών εις όλα τα Έθνη, να αρχίση δε το κήρυγμα τούτο από την Ιερουσαλήμ. Σεις δε είσθε μάρτυρες όλων αυτών, δηλαδή του κηρύγματός μου, του βίου μου, του Πάθους μου και της Αναστάσεως μου»9.
Εις τους Αποστόλους παρουσίασε τον εαυτόν Του ζωντανόν, μετά την Σταυρική Του θυσία. Και δια πολλών αποδείξεων τους εβεβαίωσεν ότι πράγματι ήταν ζωντανός.
Παρουσιάζετο δε κατά διαλλείματα επί τεσσαράκοντα ημέρες κατά της οποίας ενεφανίζετο εις αυτούς και ωμίλει περί των αληθειών και μυστηρίων των αναφερομένων εις την βασιλείας του Θεού. Και ενώ έτρωγε μαζύ τους την αυτήν με εκείνους τροφήν, τους έδωκε την παραγγελίαν να μην απομακρύνωνται από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την πραγματοποίησιν της υποσχέσεως περί του Αγίου Πνεύματος. «Ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ' υμάς... υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ εώς ου ενδύσησθε δύναμιν εξ' ύψους»10.
Και πάλιν: «λήψεσθε δύναμιν επελθόντες του Αγίου Πνεύματος εφ' υμάς, και εσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης»11.
Όταν δε ετελείωσε τας διδασκαλίας Του, τους έβγαλε έξω από τα Ιεροσόλυμα, έως που επλησίασαν προς την Βηθανίαν. Και αφού ύψωσε τα χείρας Του τους ηυλόγησε. Και συνέβη, ενώ αυτός τους ηυλογεί, εχωρίσθη και απεμακρύνθη από αυτούς και εφέρετο προς τα επάνω, προς τον ουρανόν12. «Και ταύτα ειπών βλεπόντων αυτών επήρθη, και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών, και ως ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού...»13.
Κατά τον Μέγαν Αθανάσιον, οι Μαθηταί δεν έβλεπον απλώς τον ανερχόμενον εις τον ουρανόν Κύριον αλλά ήσαν διαρκώς ατενίζοντες. Εστήριζον προσεκτικόν βλέμμα προς τον ουρανόν και απορούσαν από το παράξενον θέαμα14.
Και ενώ είχαν καρφωμένα τα βλέμματα τους εις τον ουρανόν, τότε ακριβώς, που ανέβαινεν εκεί ο Κύριος, ιδού δύο Άγγελοι, που εμφανίσθησαν ως άνδρες, εστάθησαν κοντά τους με φορέματα λευκά15.
Και είπαν οι Άγγελοι προς αυτούς: «Άνδρες Γαλιλαίοι, διατί στέκεσθε και παρατηρείτε με βλέμμα ακίνητον εις τον ουρανόν; Ο Ιησούς σας, αυτός, ο οποίος ανελήφθη από σας εις τον ουρανόν, θα έλθη κατά τον ίδιο τρόπον, με το σώμα Του, δηλαδή, και καθήμενος επάνω εις σύννεφον, όπως και τώρα γεμάτοι θαυμασμόν και κατάπληξιν είδατε να πηγαίνη εις τον ουρανόν»16.
Ο λόγος αυτός των Αγγέλων αναφέρεται εις την Δευτέραν και ένδοξον Παρουσίαν του Χριστού. Ο Ίδιος ο Χριστός, αναφερόμενος εις το θέμα αυτό, είπε: «και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής και αποστελλεί τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης και επισυνάξουσι τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ' άκρων ουρανών έως άκρων αυτών»17.
Οι Μαθηταί ήσαν ατενίζοντες εις τον ουρανόν από θαυμασμόν προς τον αναλαμβανόμενον Κύριον. Το θέαμα αυτό αποτελεί μία εικόνα αφθάστου μεγαλείου που κρύβει υψηλό πνευματικόν νόημα. Ποίον είναι αυτό.
Πάντα οι Μαθηταί του Χριστού, δηλαδή οι Χριστιανοί, πρέπει να έχωμεν τον οφθαλμόν της ψυχής μας, δηλαδή τον νουν, εστραμμένον προς τον ουρανόν. Εις την Θείαν Λειτουργίαν ακούομεν την λειτουργικήν προτροπήν του Ιερέως «άνω σχώμεν τα καρδίας» καθώς και την προτροπήν του Αποστόλου Παύλου: «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει»18. και πάλιν «τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης»19.
Αυτή η ενατένισις και η ανύψωσις του νοός μας προς τον Κύριον έχει σχέσιν με την νοεράν ησυχίαν, κατά την οποίαν ο νους αποσπάται από τα γήινα και έλκεται από την μοναδική αγάπην του Κυρίου. Αυτό γίνεται με την επιστροφήν του νοός εις την καρδίαν. Επιστρέφοντες ο νους εις την καρδίαν, αρχίζει να καθαίρεται και να φωτίζεται∙ «και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης»20.
Από την υπερβολικήν χαράν εσκίρτησεν η καρδιά τους δια δύο αίτια∙ πρώτον, δια την ελπίδα ότι έχουν να λάβουν το Άγιον Πνεύμα. Τόσον χαροποιόν είναι το Πνεύμα το Άγιον, ώστε και η ελπίδα ότι θα το λάβη κανείς τον κάνει να σκιρτά και να αγάλλεται. Καθώς και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος είς την κοιλίαν της μητρός του Ελισάβετ, παρακινούμενος από το Πνεύμα το Άγιον, εσκίρτησεν όταν η παρθένος Μαριάμ έφθασε εις τον οίκον τους. Αυτή η ελπίδα περί της χάριτος του Αγίου Πνεύματος πρέπει να μας συνοδεύη μέχρι την Πεντηκοστήν, αλλά και εις όλην την ζωήν μας.
Δεύτερον, εχάρησαν οι Απόστολοι, διότι ηξιώθησαν να γίνουν αυτόπται και αυτήκοοι τοιούτων υπερφυών Μυστηρίων. Αυτή η υπερβολική χαρά δια τα μεγάλας ευεργεσίας και δωρεάς όπου έλαβον είχε ως φυσικόν αποτέλεσμα την ευχαριστίαν και δοξολογίαν προς τον αναληφθέντα Διδάσκαλον των. Δια τούτο: «ήσαν δια παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν»21. Ας περνά και η ιδική μας ζωή με μια συνεχή ευχαριστίαν και δοξολογίαν της Αγίας Τριάδος, εις την οποία πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
1. [Κύριε, το μυστήριον, το από των αιώνων κεκρυμμένον, και από γενεών, πληρώσας ως αγαθός, ήλθες μετά των Μαθητών σου εν τω όρει των Ελαιών, έχων την Τεκουσάν σε τον Ποιητήν και πάντων δημιουργόν∙ την γαρ εν τω Πάθει σου μητρικώς πάντων υπεραλγήσασαν, έδει και τη δόξη της σαρκός σου υπερβαλούσης απολαύσαι χαράς∙ ης και ημείς μετασχόντες, τη εις ουρανούς ανόδω σου, Δέσποτα, το μέγα σου έλεος, το εις ημάς γεγονός δοξάζομεν]. (Δοξαστικόν Λιτής της Εορτής).
2. Ιωαν. ιστ', 5.
3. Ιωαν. ιστ', 7.
4. Λουκ. κδ', 36-53
5. Λουκ. κδ', 36-40
6. Λουκ. κδ', 41-43.
7. Λουκ. κδ', 44.
8. Λουκ. κδ', 45.
9. Λουκ. κδ', 46-48.
10. Λουκ. κδ', 49.
11. Πραξ. α', 8.
12. [Κύριε, της οικονομίας πληρώσας το μυστήριον, παραλαβών τους σους Μαθητάς, εις το όρος των Ελιών ανελάμβανες∙ και ιδού, το στερέωμά του ουρανού παρήλθες. Ο δι' εμέ πτωχεύσας κατ' εμέ, και αναβάς, όθεν ουκ εχωρίσθης, το πανάγιον σου Πνεύμα εξαπόστειλον, φωτίζον τας ψυχάς ημών]. (Ιδιόμελον Εσπερίων της Εορτής).
13. Πραξ. α', 9-10.
14. [Ότε ανελήφθης εν δόξη Χριστέ ο Θεός, των Μαθητών ορώντων, αι νεφέλαι υπελάμβανον σε μετά σαρκός∙ πύλαι επήρθησαν αι ουράνιαι∙ ο χορός των Αγγέλων άχαιρεν εν αγαλλιάσει∙ αι ανώτεραιδυνάμεις έκραζον, λέγουσαι∙ Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών, και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης. Οι δε Μαθηταί, αλλα πέμψον ημίν το Πνεύμα του το πανάγιον, το οδηγούν και στηρίζων τας ψυχάς ημων]. (Ιδιόμελον της Λιτής της Εορτής).
15. [Οι Άγγελοι σου Κύριε, τοις Αποστόλοις έλεγον∙ Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε βλέποντες εις τον ουρανόν; Ουτός έστι Χριστός ο θεός, ο αναληφθείς αφ' υμών εις τον ουρανόν∙ ούτως ελέυσεται πόλιν, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν, πορευόμενον εις ουρανόν∙ λατρεύσατε αυτώ εν οσιότητι και δικαιοσύνη]. (Ιδιόμελον της Λιτής της Εορτής).
16. Πραξ. α', 10-11.
17. Ματθ. κδ', 30-31.
18. Φιλιπ. γ', 20.
19. Κολ. γ', 2.
20. Λουκ. κδ', 52
21. Λουκ. κδ', 53
Απολυτίκιον της Αναλήψεως
Ήχος δ'.
Ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ ο Θεός ημών, χαροποιήσας τους Μαθητάς, τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αυτών δια της ευλογίας, ότι συ ει ο Υιός του Θεού, ο λυτρωτής του κόσμου.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'
Την υπέρ ημών πληρώσας οικονομίαν, και τα επί γης ενώσας τοις ουρανίοις, ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ ο Θεός ημών, ουδαμόθεν χωριζόμενος, αλλά μένων αδιάστατος, και βοών τοις αγαπώσι σε∙ Εγώ είμι μεθ' υμών, και ουδείς καθ' υμών.
Μεγαλυνάριον
Άγγελοι την άνοδον του Δεσπότου, ορώντες εξεπλήττοντο∙ πως μετά δόξης επήρθη, από της γης εις τα άνω.
Ιερά Μονή Καρακάλλου Αγίου Όρους
Εκσόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 11/5/2010 1:48:09 μμ
Τρίτη 11 Μαΐου 2010
Η χαρμολύπη του Σταυρου
Η «χαρμολύπη» είναι μια πατερική λέξη, που χρειάζεται ένας Ισαάκ Σύρος, για να μας δώσει το βάθος και το πλάτος της μέσα στη γλώσσα της ασκητικής και πατερικής, γενικότερα, φιλολογίας. Είναι μια λέξη, πάντως, που χρησιμοποιείται και κατανοείται μόνο μεταξύ των ζωντανών πνευματικών ανθρώπων. Αν οι αισθήσεις σου δεν είναι εξαγιασμένες και δεν μπορούν να δουν πνευματικά το νόημα των λέξεων και των πραγμάτων, θα μένεις πάντα στο νεκρό περίβλημα: «ο μη ορών και ακούων και αισθανόμενος πνευματικώς, νεκρός έστι», κατά την επιγραμματική φράση του αγ. Γρηγορίου του Σιναΐτου. Έτσι, υπάρχουν μέσα στο Χριστιανισμό φαινόμενα, που αν δεν τα δούμε μέσα στο πνευματικό περίγραμμά τους, μας είναι εντελώς ακατανόητα και κινδυνεύουμε να πέσουμε σε παρεξήγηση, όταν καταπιανόμαστε μ’ αυτά.
Φραστικά, μπορούσε να προλειάνει κάπως το έδαφος της χαρμολύπης του Σταυρού, αυτός εδώ ο λόγος του ιερού Χρυσοστόμου: «Καιρός λύπης εστίν, ουχ όταν πάσχωμεν κακώς, αλλ’ όταν δράσωμεν κακώς». Ή και τούτος ο λόγος του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου: «έστιν ηδονής λύπη τιμιωτέρα, και κατήφεια πανηγύρεως, και γέλωτος ου καλού δάκρυον επαινούμενον». Πραγματικά, όμως, το νόημα της χαρμολύπης του Σταυρού, βρίσκεται πίσω απ’ το τί αντιπροσωπεύει για τον καθένα μας η Σταύρωση του Ιησού πάνω στον «Κρανίου τόπον». Υπάρχουν δύο ερμηνείες από τους Πατέρες, για τον τόπο του Κρανίου. Η α’ λέει, ότι ονομάστηκε «Κρανίου τόπος» επειδή πάντοτε ήταν κρανία από αποκεφαλισμένους κακούργους σπαρμένα σε μεγάλη έκταση, σ’ εκείνο τον τόπο . Η β’ αναφέρεται στην παράδοση, κατά την οποία εκεί που στήθηκε ο Σταυρός του Χριστού, ήταν θαμμένο το σώμα του Αδάμ: «επειδή του Πρωτοπλάστου ανθρώπου εκεί το κρανίο βρέθηκε, και το λείψανο τοποθετήθηκε, για τούτο Κρανίου τόπος αποκαλείτο», κατά την έκφραση του αγ. Επιφανίου. Ο μοναχός Επιφάνιος στο σύγγραμμά του για τη Συρία και την Ιερουσαλήμ, λέει και το εξής: «κάτω από το Γολγοθά ναός (οίκος) μικρός του Αδάμ υπάρχει και σε αυτό υπάρχει η κάρα του, κάτω από το ρήγμα του Γολγοθά· και για τούτο το λόγο Κρανίου τόπος κλήθηκε».
Η λύπη και η απελπισία που ζώνει τις ψυχές των μαθητών του Χριστού τώρα που πλησιάζει το Πάθος του, είναι κάτι το ανθρώπινο. Κ’ ενώ είδαν τόσα θαύματα, μπρος στη μάζα των φανατισμένων Εβραίων συγχύζονται, ταράζονται, απελπίζονται. Άλλος προδίδει, άλλος γίνεται αρνητής, άλλοι ζητούν πρωτεία στη «βασιλεία» του, άλλοι αποκοιμήθηκαν στο κήπο της Γεθσημανή… Εδώ θα ‘θελα να ξεμοναχιάσω δυο μορφές: τον Πέτρο και τον Ιούδα. Κ’ οι δυο τους έπεσαν, και μάλιστα σε βαρύ αμάρτημα. (Θυμίζω στον αναγνώστη, τη σκοτεινή απελπισία, με την οποία οι δυτικοί ντύνουν τον Εσταυρωμένο· θα δει πιο κάτω γιατί) . Ο Πέτρος αμαρτάνει με την άρνηση. Ο Ιούδας με την προδοσία, όπου τον αιχμαλωτίζει η απελπισία. Όμως, οι αντιδράσεις τους υπήρξαν διαφορετικές. Να, μία ανατομία ψυχολογικότατη, που επιχειρεί ο νηπτικός συγγραφέας Ιωάννης Καρπάθιος: «χειρότερο είναι το να απελπίζεσαι από το να αμαρτάνεις. Ο Ιούδας ο προδότης μικρόψυχος ήταν και απειροπόλεμος, και για τούτο ο εχθρός τον βρήκε πάνω στην απόγνωσή του και τον έστειλε στην αγχόνη · ενώ ο Πέτρος, η πέτρα η στερεά, ως εμπειροπόλεμος δεν απελπίστηκε ούτε έπεσε στην απόγνωση, αλλά έκλαψε με πικρά δάκρυα, με καρδιά θλιμμένη και ταπεινωμένη, και αμέσως ο εχθρός μας(διάβολος) , όταν τα είδε, έφυγε μακριά ουρλιάζοντας, φλεγόμενος σαν από δυνατές φλόγες». Αυτό το απόσπασμα από την πολυτιμότατη για τον ορθόδοξο «Φιλοκαλία» των μυστικών Πατέρων της Εκκλησίας, δεν αποβλέπει μόνο στην κατάδειξη της διαφοράς εκείνων των προσώπων και των αντιδράσεών τους. Φωτίζει αρκετά και την προβληματική του σύγχρονου Χριστιανισμού. Κάτω από τον ίσκιο του Σταυρού, που πορεύονται οι χριστιανοί, είναι υποχρεωμένοι, όταν βρεθούν στην πνευματική μάχη και στην προσωπική πάλη με τον αντίπαλο, να ακολουθήσουν ή τον ένα δρόμο ή τον άλλο. Οι αρνήσεις μας είναι καθημερινές και οι προδοσίες όχι σπάνιες σε ανάλογα προβλήματα της σημερινής ζωής μας. Η απελπισία σταματάει στη Σταύρωση, αυτό που, ίσως χωρίς να το θέλει πάντοτε η Δύση, με τον ουμανιστικό πιο πολύ χαρακτήρα της, υπερτονίζει στο απολυτρωτικό έργο του Ιησού. Αλλά η χαρμολύπη του ορθόδοξου χριστιανού, πάντοτε, πίσω από το πικρό δάκρυ της πτώσεως, βλέπει, ελπίζει κι αγωνίζεται για την ανάστασή του.
Γι’ αυτό και η Σταύρωση δεν κρύβει καθόλου σ’ εμάς το φως και το άρρητο πνευματικό κάλλος της Αναστάσεως.
Στους λόγους των Πατέρων, που είναι αφιερωμένοι στο Πάθος του Κυρίου, υπάρχει μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή, που ερμηνεύουν συμβολικά το Σταυρό και τα άλλα γεγονότα και σύνεργα της σταυρώσεως. Ο συμβολισμός όμως αυτός, δεν είναι μια εικόνα αδειανή. Έχει ένα βάθος πνευματικό, ασυνήθιστο για τη λογοτεχνία. Να, μερικά, πρόχειρα διαλεγμένα, παραδείγματα: Ο Κύριος φόρεσε ακάνθινο στεφάνι, για να ρίξει το στεφάνι της νίκης από το κεφάλι του σατανά, που μας νικούσε ως τότε (αγ. Γρηγ. θεολόγος) . Το ακάνθινο στεφάνι εξαφάνισε τις μέριμνες και τις οδύνες της ζωής, που ονομάζονται αγκάθια (Μ. Αθανάσιος) . Το στεφάνι δείχνει ακόμη, ότι ο Κύριος έγινε Βασιλέας και νικητής του κοσμοκράτορα, της σάρκας και της αμαρτίας-γιατί στεφάνι φορούν κ’ οι βασιλείς (Μ. Αθανάσιος). Έβγαλε τα ιμάτια και ντύθηκε την πορφύρα, για να βγάλει από τον Αδάμ της παραβάσεως, τους δερμάτινους χιτώνες της νεκρώσεως. Πήρε τον «κάλαμο» στο χέρι του σαν σκήπτρο, για να θανατώσει τον «αρχαίο όφη και δράκοντα» (Γρηγ. θεολόγος) . Πήρε τον «κάλαμο», για να σβήσει το χειρόγραφο των αμαρτιών μας (Μ. Αθανάσιος) . Σταυρώθηκε στο ξύλο, «διά το ξύλον της γνώσεως». Γεύτηκε χολή και ξίδι, για να σβήσει το αποτέλεσμα που είχε η γλυκιά γεύση του απαγορευμένου καρπού (Γρηγ. θεολόγος) .
Και μερικές άλλες γνώμες πατερικές, χωρίς όνομα: Πήρε τα καρφιά, για να καρφώσει την αμαρτία. Άπλωσε τα χέρια του στο Σταυρό, για να γιατρέψει το παράνομο άπλωμα των χεριών του Αδάμ και της Εύας. Άπλωσε τα χέρια στο Σταυρό, για να ενώσει τα «μακράν διεστώτα», τους αγγέλους με τους ανθρώπους, τα ουράνια με τα επίγεια. Έλαβε θάνατο, για να θανατώσει το θάνατο. Μπήκε εκείνος στο γήινο τάφο, για να μη σκύβουμε εμείς προς τη γη, όπως νωρίτερα. Ανάστησε τους νεκρούς στην Ιερουσαλήμ, για να μας προδηλώσει και τη δική μας ανάσταση στην άνω Ιερουσαλήμ. Ανέβηκε στο ύψος του Σταυρού, για να μας σηκώσει από τη μεγάλη πτώση μας.
(Π.Β.Πάσχου, Έρως Ορθοδοξίας)
φίλοι βατπεδιου
σαντορινιος
Ευχαριστούμε την σελίδα "Ελληνικά Λειτουργικά Κείμενα" ,
από την οποία αντλούμε τα υμνογραφικά. Η δουλειά τους είναι σπουδαία και αξίξει θερμά συγχαρητήρια.
Επίσης και όλες τίς άλλες σελίδες και ιστολόγια απ'τις οποίες ερανίζουμε την ποικιλλία των αναστάσιμων θεμάτων και των εικόνων προς δόξαν Αναστάντος Χριστού.
(Εικόνα προμετωπίδας από holytrinitybut.org)
Αρχειοθήκη ιστολογίου
-
►
2014
(1)
- ► Ιανουαρίου (1)
-
►
2013
(15)
- ► Φεβρουαρίου (2)
-
►
2012
(48)
- ► Δεκεμβρίου (2)
- ► Σεπτεμβρίου (1)
- ► Φεβρουαρίου (10)
- ► Ιανουαρίου (5)
-
►
2011
(40)
- ► Δεκεμβρίου (5)
- ► Σεπτεμβρίου (1)
- ► Φεβρουαρίου (1)
- ► Ιανουαρίου (1)
-
▼
2010
(99)
- ► Δεκεμβρίου (4)
- ► Σεπτεμβρίου (4)
- ► Φεβρουαρίου (14)
- ► Ιανουαρίου (21)
Αναγνώστες
Πληροφορίες
- π Παντελεήμων Kρούσκος
- καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ' αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ' αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ' αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. ( Αποκ. ΚΑ΄)
Eπίσης γράφω...
-
-
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ'' (1888) - Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδέ ποτε καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑ...Πριν από 2 χρόνια
-
-