Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον, Ιησούν τόν μόνον αναμάρτητον. Τόν σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν, και τήν αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν· συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν τήν του Χριστού αγίαν ανάστασιν· ιδού γαρ ήλθε διά του σταυρού, χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τόν Κύριον, υμνούμεν τήν ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γαρ υπομείνας δι ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν 

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Αγ.Γρηγόριος Νύσσης- Γέννηση και Ανάσταση

Κατὰ τὴν ἡμέρα ὅμως τῆς ἑορτῆς, ὅπως λέγει ὁ σοφὸς Σολομῶν, πρέπει νὰ λησμονοῦνται οἱ συμφορές. Καὶ ποία ἑορτὴ ἄραγε ἔχουμε ἐπισημοτέρα ἀπὸ αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης διέλυσε τὰ πονηρὰ σκότη τοῦ διαβόλου, καὶ ἀναλαμβάνοντας τὴν ἰδικήν μας φύση, φωτίζει μὲ αὐτὴν τὴν κτίση, κατὰ τὴν ὁποία αὐτὸ ποὺ εἶχε πέσει ἀνεστήθη, καὶ ἔτσι αὐτὸ ποὺ εὐρίσκετο σὲ πόλεμο συμφιλιώνεται, τὸ ἀποκηρυγμένον ἐπαναφέρεται, αὐτὸ ποὺ εἶχε ἐκπέσει ἀπὸ τὴν ζωὴν ἐπανέρχεται στὴν ζωήν, αὐτὸ ποὺ εἶχε ὑποδουλωθεῖ καὶ εὐρίσκετο σὲ αἰχμαλωσίαν ἀποκαθίσταται στὸ βασιλικὸν ἀξίωμα, αὐτὸ ποὺ ἐκρατεῖτο δεμένο μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου ἐπιστρέφει ἀπελευθερωμένο στὴν χώρα τῶν ζώντων; Τώρα, σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία, «αἱ χαλκαῖ πύλαι τοῦ θανάτου συντρίβονται, καὶ συνθλίβονται οἱ σιδηροῖ μοχλοί», οἱ ὁποῖοι ἐκρατοῦσαν τὸ ἀνθρώπινον γένος δεσμευμένο μέσα στὴν φυλακὴ τοῦ θανάτου. Τώρα «ἀνοίγεται», ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ, «ἡ πύλη τῆς δικαιοσύνης». Τώρα ἀντηχεῖ σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένην ὁμόφωνος ὁ «ἦχος τὸν ἑορταζόντων». Ἀπὸ ἄνθρωπον ἦλθεν ὁ θάνατος, ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ ἡ σωτηρία. Ὁ πρῶτος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία, ὁ δεύτερος ἀνέστησε αὐτὸν ποὺ εἶχε πέσει. Ἡ γυναίκα ὑπερασπίσθη τώρα τὴν γυναίκα. Ἡ πρώτη εἶχε ἀνοίξει τὴν εἴσοδο στὴν ἁμαρτία, ἐνῶ αὐτὴ ὑπηρέτησε τὴν ἐπάνοδο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκείνη ἐδέχθη τὴν συμβουλὴν τοῦ ὄφεως, αὐτὴ ἐπαρουσίασε τὸν ἀναιρέτην τοῦ ὄφεως, καὶ ἐγέννησε τὴν πηγὴν τοῦ φωτός. Ἐκείνη διὰ τοῦ ξύλου εἰσήγαγε τὴν ἁμαρτία, αὐτὴ διὰ τοῦ ξύλου ἔφερε στὴν θέση τῆς ἁμαρτίας τὸ ἀγαθόν. Ξύλον ἐννοῶ τὸν σταυρόν, καὶ ὁ καρπὸς τοῦ ξύλου τούτου γίνεται γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν γεύονται ἀειθαλὴς καὶ ἀμάραντος ζωή. Καὶ κανεὶς νὰ μὴ νομίζῃ ὅτι μόνο στὸ μυστήριον τοῦ Πάσχα ἁρμόζει τέτοια εὐχαριστία. Ἂς σκεφθῇ ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι τὸ τέλος τῆς Οἰκονομίας. Πῶς θὰ ἐπραγματοποιεῖτο τὸ τέλος, ἐὰν δὲν εἶχε προηγηθῇ ἡ ἀρχή; Ποῖον εἶναι ἀρχικώτερον ἀπὸ τὸ ἄλλο; Ἀσφαλῶς ἡ Γέννησις ἀπὸ τὴν Οἰκονομία τοῦ Πάθους. Καὶ τοῦ Πάσχα λοιπὸν τὰ καλὰ εἶναι μέρος τῶν ἐγκωμίων τῆς Γεννήσεως. Καὶ ἂν ὑπολογίσῃ κανεὶς τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἐξιστορεῖ τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ διηγηθῇ λεπτομερῶς τὶς θαυματουργικὲς θεραπεῖες, τὴν ἄνευ τροφίμων διατροφή, τὴν ἐπάνοδο τῶν νεκρῶν ἀπὸ τὰ μνήματα, τὴν αὐτοσχέδιο παρασκευὴν τοῦ οἴνου, τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ὑγείας τῶν κάθε εἴδους ἀσθενῶν, τὴν ἐκδίωξιν τῶν δαιμονίων, τὰ ἅλματα τῶν χωλῶν, τοὺς ὀφθαλμοὺς ποὺ ἐπλάσθησαν ἀπὸ πηλόν, τὶς θεῖες διδασκαλίες, τὶς νομοθεσίες, τὴν μύησιν στὰ ὑψηλότερα διὰ μέσου τῶν παραβολῶν, ὅλα αὐτὰ εἶναι δωρεὰ τῆς παρούσης ἡμέρας. Διότι αὐτὴ ἔγινε ἀρχὴ τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἠκολούθησαν. «Ἀγαλλιασώμεθα», λοιπόν, «καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ». Μὴ φοβηθοῦμε τὶς εἰρωνεῖες τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἂς μὴ νικηθοῦμε ἀπὸ αὐτοὺς ὅταν προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἐξευτελίσουν, ὅπως μᾶς παρακινεῖ ὁ Προφήτης. Αὐτοὶ χλευάζουν τὸν λόγο τῆς Οἰκονομίας, λέγοντας ὅτι δὲν ἁρμόζει στὸν Κύριο νὰ λάβη ἀνθρώπινο σῶμα καὶ νὰ ἀναμιχθῇ μὲ τὴν γέννησι στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἀγνοοῦν, καθὼς φαίνεται, τὸ μέγα μυστήριον, πῶς δηλαδὴ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ οἰκονόμησε τὴν σωτηρία μας. Εἴχαμε πωληθεῖ ἑκουσίως γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, καὶ εἴχαμε ὑποδουλωθῆ στὸν ἐχθρὸν τῆς ζωῆς μας σὰν ἀγορασμένοι δοῦλοι. Τί μεγαλύτερον ἐπιθυμοῦσες νὰ σοὺ προσφέρει ὁ Δεσπότης; Ὄχι τὸ νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν συμφορά; Τί περιεργάζεσαι τὸν τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στὸν εὐεργέτη καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεσαι τὶς εὐεργεσίες του; Εἶναι σὰν νὰ ἀπωθῇ κάποιος τὸν ἰατρὸ καὶ νὰ μέμφεται τὴν εὐεργεσία του, ἐπειδὴ ἐπραγματοποίησε τὴν θεραπεία μὲ αὐτὸν καὶ ὄχι μὲ τὸν ἄλλον τρόπο. Ἂν ἐπιζητῇς ἀπὸ περιέργεια νὰ ἐρευνήσῆς τὸ μέγεθος τῆς Οἰκονομίας, σοῦ ἀρκεῖ νὰ μάθῃς τόσο μόνον, ὅτι τὸ θεῖον δὲν εἶναι ἕνα μόνον ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ὅποιο ἀγαθὸ ἠμπορεῖ νὰ φαντασθῇ κανείς, ἐκεῖνο εἶναι. Τὸ δυνατόν, τὸ δίκαιον, τὸ ἀγαθόν, τὸ σοφόν, ὅλα τὰ ὀνόματα καὶ τὰ νοήματα ποὺ ἔχουν σημασία θεοπρεπῆ. Ἀναλογίσου λοιπὸν μήπως δὲν συνδυάσθησαν στὸ γεγονὸς αὐτὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε. Ἡ ἀγαθότης, ἡ σοφία, ἡ δύναμις, ἡ δικαιοσύνη. Ὡς ἀγαθός, ἠγάπησε τὸν ἀποστάτη. Ὡς σοφός, ἐπινόησε τὸν τρόπον ἐπανόδου τῶν ὑποδουλωμένων. Ὡς δίκαιος, δὲν κακομεταχειρίζεται αὐτὸν ποὺ ὑπεδούλωσε τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν ἀπέκτησε σύμφωνα μὲ τὸ δίκαιόν της ἀγορᾶς, ἀλλὰ ἔδωσεν ὡς ἀντάλλαγμα τὸν ἑαυτόν του ὑπὲρ τῶν κρατουμένων, ὥστε, μεταθέτοντας ὡς ἐγγυητὴς τὴν ὀφειλὴ στὸν ἑαυτόν του, νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν αἰχμάλωτον ἀπὸ τὸν ἐξουσιαστήν του. Ὡς δυνατός, δὲν ἐκρατήθη ἀπὸ τὸν ἅδη, οὔτε τὸ σῶμα του ἐγνώρισε φθορά. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ νικηθῇ ἀπὸ τὴν φθορὰν ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ ἦταν ἐντροπὴ νὰ δεχθῇ ἀνθρωπίνην γέννηση, καὶ νὰ ὑποστῇ τὴν ἐμπειρία τῶν παθημάτων τοῦ σώματος; Χαρακτηρίζεις ἔτσι τὴν ὑπερβολὴ τῆς εὐεργεσίας; Πράγματι, ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπαλλαγῇ τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ ἄλλον τρόπον ἀπὸ τὰ τόσο μεγάλα δεινά, κατεδέχθη ὁ Βασιλεὺς τῆς ἀπαθείας νὰ ἀνταλλάξῃ τὴν ἴδια του τὴν δόξα μὲ τὴν ἰδική μας ζωή. Καὶ εἰσέρχεται μὲν ἡ καθαρότης στὸν ἰδικόν μας ρύπον, ὁ ρύπος ὅμως δὲν ἐγγίζει τὴν καθαρότητα, ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιον. Τὸ κατεφθαρμένο σώζεται ἀπὸ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ ἄφθαρτο. Ἡ φθορὰ δὲν ἐπηρεάζει τὴν ἀφθαρσία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ γίνεται ἁρμονικὴ χορωδία ἀπὸ τὴν σύμπασα κτίσι. Ὅλοι ἀναπέμπουν ὁμόφωνον δοξολογία στὸν Κύριον τῆς κτίσεως, καὶ κάθε γλώσσα, ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, ἀναβοᾶ ὅτι «εὐλογητὸς Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρὸς εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»



http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/grhgorios_nysshs_logos_eis_to_gene8leion.htm

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Χριστούγεννα - Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Ἐὰν τὸ Πάσχα εἶναι ἡ λαμπρότατη τοῦ Χριστιανισμοῦ ἑορτή, τὰ Χριστούγεννα βεβαίως εἶναι ἡ γλυκύτατη καὶ συγκινητικωτάτη, καὶ διὰ τοῦτο ἀνέκαθεν ἐθεωρήθη ὡς οἰκογενειακὴ κατ’ ἐξοχὴν ἑορτή.
Ἐν τῇ Ἑσπερίᾳ δὲ τὰ κατ’ αὐτὴν ἀνεπτύχθησαν καὶ διετυπώθησαν ὄντως, ὥστε προσέλαβεν ἰδιόρρυθμον τίνα τύπον, καὶ ἤθη, ἔθιμα καὶ παραδόσεις ἰδιαίτεραι πρὸς αὐτὴν συνεκροτήθησαν καὶ ἐπ’ αὐτῆς ἀντεπέδρασαν.
Ὁλόκληρον φιλολογίαν ἀποτελούσι τὰ λεγόμενα Contes de Noel, τὰ Χριστουγεννιάτικα δήλ. παραμύθια, ὧν τίνα ἐξόχων συγγραφέων ἔργα εἶναι ὡραιότατα, βιβλιοθήκην δὲ ὁλόκληρον δύνανται νὰ γεμίσωσι τὰ κατ' ἔτος ἐκδιδόμενα Christmas Numbers, τὰ ἔκτακτα δήλ. φυλλάδια τῶν εἰκονογραφημένων περιοδικῶν τὰ δημοσιευόμενα ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων, μετὰ καλῶν εἰκόνων καὶ ποικιλωτάτης τερπνῆς ὓλης.
Οὐδὲν δὲ ἄπορον ἂν ἐν τῇ Δύσει ἰδίως ἀνεπτύχθη ἡ ἑορτὴ αὔτη, διότι ἐκ τῆς Δύσεως ἔχει ἂν ὄχι τὴν ἀρχήν, τουλάχιστον τὴν τάξιν καὶ τὴν σύστασιν.
Γνωστὸν ὅτι πρῶτος ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «ἐλθόντων τινῶν ἀπὸ τῆς Δύσεως καὶ ἀπαγγειλάντων», ἐκανόνισε τὴν ἑορτὴν ταύτην ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ὄτε, κατ’ αὐτὸν τὸν μήνα Δεκέμβριον τῇ ιε', ἐχειροτονήθη πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ τέλη τοῦ δ' αἰῶνος.
Διότι, φαίνεται, ἕως τότε ἐπεκράτει σύγχυσις, καὶ ἐωρτάζετο μὲν κατὰ τόπους ἡ Χριστοῦ Γέννησις, ἀλλ’ ἐτέλουν τὴν ἑορτὴν ἄλλοι ἄλλοτε καὶ δὲν συνεφώνουν περὶ τῆς ἡμέρας. Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἶχεν ὁρίσει ἀπ’ ἀρχῆς τὴν κε' τοῦ Δεκεμβρίου καὶ τὴν ἡμέραν ταύτην ἔταξεν ἐν τῇ Ἀνατολῇ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Οὒχ ἧττον ὅμως ἡ Χριστοῦ Γέννησις ἐτιμάτο ἔκπαλαι ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, οἱ μέγιστοι δὲ τῶν Πατέρων, οἵτινες ἔζησαν κατὰ τὴν Δ' ἑκατονταετηρίδα, τὸν χρυσοῦν ἐκεῖνον αἰώνα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὧν πολλοὶ εἶναι κατὰ τί ἀρχαιότεροί του Χρυσορρήμονος διδασκάλου, συνέθεσαν πανηγυρικοὺς καὶ ἐγκωμιαστικοὺς λόγους πρὸς τιμὴν τῆς ἡμέρας. Τὸ δημοτικώτατον ἐκεῖνο ᾄσμα, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε», εἶναι κατὰ λέξιν ἠρανισμένον ἐκ τοῦ πανηγυρικοῦ του ἱεροῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, τοῦ καὶ Θεολόγου ἐπικαλουμένου. Ἐκ πανηγυρικοῦ λόγου ἐλήφθη ἐπίσης καὶ τὸ ἐξαποστειλάριον τῆς ἑορτῆς. «Ἐπεσκέψατο ἠμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἠμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν...» Ἡ τελευταία αὐτὴ φράσις, ἔχει τὸ προνόμιον, ὡς ἤκουσα, νὰ ἐμπνέη μέγαν ἐνθουσιασμὸν εἰς τοὺς ἀτυχήσαντας μὲν περὶ τὴν γλώσσαν, Ἕλληνας δὲ τὴν καρδίαν καὶ τὸ φρόνημα ἀδελφοὺς ἠμῶν τῆς Καισαρείας καὶ Καππαδοκίας, εὐλόγως καυχωμένους καὶ λέγοντας ὅτι «ἐξ Ἀνατολῆς τὸ φῶς».
Ἐπειδὴ δὲ περὶ πανηγύρεων καὶ ἐγκωμίων ὁ λόγος, δὲν δύναμαι νὰ λησμονήσω τοὺς προσφιλεῖς μοὶ ἀσματογράφους, καὶ νὰ μὴ ἀποτείνω τὸν φόρον τοῦ θαυμασμοῦ μου εἰς πάντας μὲν τοὺς ποιητᾶς τῶν διαφόρων τῆς ἑορτῆς ὕμνων, ἀλλ’ ἰδίως εἰς τοὺς συνθέτας τῶν δυὸ αὐτῆς Κανόνων, τὸν ἱερόν, λέγω, Κοσμᾶν, ποιητὴν τοῦ ἀ’ Κανόνος, οὐ ἡ ἀρχὴ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε...», καὶ τὸν πολὺν Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, ποιητὴν τοῦ β' Κανόνος, οὐ ἡ ἀρχὴ «Ἔσωσε λαόν...». Ὁ β' οὗτος Κανών, συγκείμενος ὅλος ἐκ δωδεκασυλλάβων ἰαμβικῶν στίχων (καθότι τὸ μέλος δὲν ἐπιτρέπει τρίβραχυν οὐδ’ ἀνάπαιστον ἐν οὐδεμίᾳ τῶν διποδιῶν χώρα), ἔχει ὡς ἀκροστιχίδα τὸ ἤρωοελεγειον τοῦτο ἐπίγραμμα:
Ἐνείπης μελέεσσιν ἐφύμνια ταῦτα λιγαίνει
Υἵα Θεοῦ, μερόπων εἵνεκα τικτόμενον
Ἐν χθονί, καὶ λύοντα πολύστονα πήματα κόσμου
Ἀλλ’ ἀνά, ῥητήρας ῥύεο τῶνδε πόνων.
Ἕν μόνον ᾆσμα θὰ παραθέσω ἐκ τοῦ ἰαμβικοὺ τούτου Κανόνος ὡς δεῖγμα τοῦ ὅλου:
Λύμην φυγοῦσα τοῦ θεούσθαι τῇ πλάνῃ,
Ἄλητον ὑμνεῖ τὸν κενούμενον Λόγον

Νεανικῶς ἅπασα σὺν τρόμῳ κτίσις,

Ἄδοξον εὖχος δειματουμένη φέρειν,

Ῥευστὴ γεγώσα, κἀν σοφὼς ἐκαρτὲρει.
Καὶ ἐκ τοῦ πρώτου Κανόνος παραθέτω ἐπίσης τρία κατὰ σειρὰν τροπάρια της η’ ᾠδῆς. Καὶ τὰ τρία ἀναφέρονται εἰς τὴν προσκύνησιν τῶν Μάγων, ἀλλ’ ἐν μὲν τῷ α' καὶ γ' εὐφυῶς ἀντιπαραβάλλεται αὔτη πρὸς τὴν αἰχμαλωσίαν Βαβυλῶνος, ἐν δὲ τῷ β' γίνεται εὔγλωττος ὑπαινιγμὸς εἰς τὸν ψαλμὸν «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν...». Τὰ τρία τροπάρια ἔχουσιν ὡς ἑξῆς :
Ἕλκει Βαβυλῶνος ἡ θυγάτηρ παῖδας δορικτήτους Δαυΐδ, ἐκ Σιὼν ἐν αὐτῇ, δωροφόρους πέμπει δὲ μάγους παῖδας, τήν του Δαυΐδ θεοδόχον θυγατέρα λιτανεύσοντας, διὸ ἀνυμνοῦντες ἀναμέλψωμεν, εὐλογεῖται ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψούτω, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ὄργανα παρέκλινε τὸ πένθος ᾠδῆς, οὐ γὰρ ᾖδον ἐν νόθοις οἱ παῖδες Σιών. Βαβυλῶνος, λύει δὲ πλάνην πᾶσαν καὶ μουσικῶν ἁρμονίαν, Βηθλεὲμ ἐξανατείλας Χριστός, δι’ ὁ ἀνυμνοῦντες, κτλ.
Σκύλα Βαβυλὼν τῆς βασιλίδος Σιὼν καὶ δορίκτητον ὄλβον ἐδέξατο, θησαυροὺς Χριστὸς ἐκ Σιὼν δὲ ταύτης καὶ βασιλεῖς, σὺν ἀστέρι ὁδηγῷ ἀστροπολούντας ἕλκει, κτλ.κτλ.
Καὶ κατὰ τὴν ἔννοιαν καὶ κατὰ τὴν γλώσσαν τὰ ἀνωτέρω παρατεθέντα ἀποσπάσματα, ἀδιστάκτως φρονῶ, ὅτι εἶναι ἐκ τῶν ὡραιοτέρων λεκτικῶν καλλιτεχνημάτων πάσης ἐποχῆς, καὶ τὸ λέγω χάριν ἐκείνων ἐκ τῶν ἡμετέρων, ὅσοι ἐκ προκαταλήψεως νομίζουσιν ὅτι δὲν ἐγράφοντο Ἑλληνικά, κατὰ τὸν Ζ' καὶ Η' αἰώνα, ὑποθέτοντες καλοκαγάθως, ὅτι τὰ παρ’ ἠμῶν τῶν σημερινῶν γραφόμενα εἶναι Ἑλληνικά, καὶ ὅτι θ’ ἀναγνωσθώσι ποτὲ ὡς Ἑλληνικὰ ὑπὸ τῶν ἐπιγιγνομένων.


ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ*


 *πρόκειται περί του Αλεξ. Παπαδιαμάντη


Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Ἐφημερίς» ἀρ.φυλ. 359


25 Δεκεμβρίου 1887


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/#ixzz17oiJCLjk

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Η Αναστάσιμη Υπακοή της Κυριακής των Προπατόρων


Εἰς δρόσον τοῖς Παισί, τὸ πῦρ μετεβάλλετο, ὁ θρῆνος εἰς χαράν, ταῖς Γυναιξὶν ἐνηλλάττετο· Ἄγγελος γάρ, ἐν ἀμφοτέροις διηκόνει τοῖς θαύμασι, τοῖς μέν, εἰς ἀνάπαυσιν μεταποιήσας τὴν κάμινον, ταῖς δέ, τὴν ἀνάστασιν καταμηνύσας τριήμερον, ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς ἡμῶν, Κύριε δόξα σοι.

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

O Xριστός πέθανε!

Παναγιώτης Νέλλας

ν δέν πέθαινε, σάρκωσή του δέν θά ταν πλήρης, θά ταν φαινομενική. λλά πέθανε πραγματικά, γιατί πρε στά σοβαρά τή θνητή κατάστασή μας. Γιατί γινε σέ λα τά σημεα, κτός πό τήν μαρτία, ,τι εμαστε κι μες. νθρωπος γκατέλειψε τό Θεό, κτροχιάστηκε στό κενό καί ξαφανίστηκε μέσα στήν μαρτία. Καί Θεός κενώνεται μέσα στό χρο τς μαρτίας, φοράει ναμάρτητα ς σάρκα του τή σάρκα τς μαρτίας καί τήν γιάζει. Χύνεται σάν μύρο στό βόρβορο τς δυσωδίας καί μετατρέπει τή δυσωδία σέ εωδία. Ζε τήν πλή καθημερινή ζωή το νθρώπου καί τς δίνει νόημα, τή γεμίζει πό τήν αωνιότητα. ργάζεται χειρωνακτικά γιά νά φανερώσει τι καί πιό μονότονη καθημερινή δουλειά χει αώνιο σκοπό καί περιεχόμενο. ποφέρει, θλίβεται, γωνι γιά νά μή μείνει κανένα τμμα καί καμιά μορφή τς νθρώπινης ζως, πού νά μή τήν χει διος ζήσει. Καί, λοκληρώνοντας ατή τή συμμετοχή στά νθρώπινα, φθάνει ς τό θάνατο. Γιατί θέλει νά εναι κοντά μας πουδήποτε κι ν βρισκόμαστε. τσι, ν βρεθομε στή χειρότερη πελπισία, πρέπει νά ξέρουμε τι Χριστός εναι δίπλα μας, γιατί ζησε τήν πελπισία. ν βρεθομε στήν γωνία, Χριστός εναι πάλι δίπλα μας, γιατί ζησε τήν γωνία. ν βρεθομε σέ γκατάλειψη καί μοναξιά, μπορομε νά ξέρουμε πώς κανείς δέν πρξε περισσότερο μόνος πό Ατόν πού νιωσε πάνω στό Σταυρό νά τόν γκαταλείπει διος Πατέρας του. σο χαμηλά καί νά κατεβομε, σο καί νά ξεπέσουμε, Χριστός εναι κάτω πό μς, φο βρίσκεται στόν δη. κόμα κι ν πεθάνουμε, μέσα στό χάος το θανάτου μς περιμένει Χριστός.
 
agiabarbarapatron

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Η Ανάσταση δεν πραγματοποιείται στους ουρανούς, αλλά στην καρδιά του θανάτου!


Ο θάνατος του Ιησού, ένας εντελώς άλλος θάνατος, είναι η επιβεβαίωση μιας άλλης ζωής, της κατ’ ουσίαν ζωής της ανθρώπινης ύπαρξης. Συνέπεια του τάφου και της φθοράς δεν είναι η τελικότητα του θανάτου, αλλά η απαρχή της μέλλουσας και αιώνιας ζωής. Η ανάσταση συνδέεται άμεσα με τον τάφο και τον άδη. Η ανάσταση του Κυρίου πραγματοποιήθηκε στον Άδη, κατά την τριήμερο ταφή του. Εκεί καταλύθηκε ο θάνατος. Η ανάσταση δεν πραγματοποιείται στους ουρανούς, αλλά στη καρδιά του θανάτου. Δεν είναι τυχαίο, ότι η ιστορική πορεία του Ιησού δεν σταματάει στο θάνατο και στη ταφή του, αλλά συνεχίζεται πέραν αυτού, πέρα δηλαδή από τον κενό τάφο, προς την ανάσταση και την αιώνια ζωή. Και οι διηγήσεις των Ευαγγελίων, επίσης, δεν είναι τυχαίο, ότι δεν τελειώνουν με την καταδίκη στο σταυρικό θάνατο και στην ταφή του Χριστού, αλλά επίλογος είναι η ανάστασή του.

1. Το «κεκρυμμένο» μυστήριο της Ανάστασης
Είναι ενδεικτικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον από θεολογικής πλευράς, ότι κανένας από τους ευαγγελιστές δεν αποτόλμησε να περιγράφει το γεγονός της ανάστασης, αυτό καθαυτό το γεγονός, τί ακριβώς δηλαδή συνέβη κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή της έγερσης από τον ύπνο του θανάτου. Όλοι ανεξαιρέτως αναφέρονται στις συνέπειες αυτής της ενέργειας και στις μαρτυρίες ανθρώπων για τον κενό τάφο. Το μυστήριο της ανάστασης παραμένει «κε­κρυμμένο». Αυτό που συνεχώς επιβεβαιώνεται από τότε με τους μαθητές και αποστόλους και ως σήμερα με τους πιστούς και τους αγίους είναι οι αλλεπάλληλες εμφανίσεις του Αναστάντος και οι εμπειρίες τους με τον αναστάντα Κύριο. Με άλλα λόγια, είμαστε ικανοί να βιώσουμε τους καρπούς της ανάστασης και όχι να κρίνουμε τη φύση του μυστηρίου αυτού. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το μυστήριο της ενανθρώπησης και με όλα τα μυστήρια της θείας Οικονομίας.
Τούτο πιθανώς να σημαίνει και το ότι κανείς δεν είναι ικανός όχι μόνο να γνωρίσει και να δει, αλλά πολύ περισσότερο να περιγράψει τα σωτηριώδη αυτά γεγονότα, τα οποία ξεπερνούν τις γνωστικές και εκφραστικές δυνατότητές μας. Ο άνθρωπος καταξιώνεται στη βεβαιότητα των μυστηρίων αυτών μόνο διά μέσου της πίστεως και της πνευματικής εμπειρίας. Η βεβαιότητα της κοινωνίας με τον Αναστάντα δεν είναι υπόθεση εργαστηριακής έρευνας και απόδειξης, αλλά ευχαριστιακής μετοχής στο κοινό ποτήριο της ζωής.
Και δεν είναι μόνο η θεολογία που δεν αγγίζει το μυστήριο της ανάστασης. Το ίδιο κάνει και η Ορθόδοξη εικονογραφία, η οποία όταν επιχειρεί να ιστορήσει το γεγονός, απλά παρουσιάζει το κενό μνημείο και προσπαθεί να παραστήσει τις ανθρωπολογικές συνέπειες του γεγονότος αυτού, που είναι η ανάσταση του Αδάμ και της Εύας. Ο Χριστός συντρίβει τα δεσμά του θανάτου και διανοίγει τις πύλες του Άδη, ανασταίνει τους νεκρούς και βγάζει από τον τάφο τον Αδάμ και την Εύα, που σημαίνει ότι απελευθερώνει από τις συνέπειες της πτώσης την όλη ανθρωπότητα.
Για την όλη Ορθοδοξία δεν νοείται ανάσταση του Χριστού χωρίς την ανάσταση του ανθρώπου. Για τον Δυτικό Χριστιανισμό, η ανάσταση θεωρείται ως προσωπικός θρίαμβος του Ιησού. Η Δυτική τέχνη παρουσιάζει τον αναστάντα Χριστό ως ένα Απολλώνιο άνδρα. Γεμάτο ορμή και δύναμη, που κρατάει στα χέρια του τα σύμβολα της νίκης και του θριάμβου. Ο κόσμος από κάτω, αμέτοχος στο γεγονός, παρακολουθεί με έκπληξη μεγάλη, και έκσταση βαθιά. Ο Ιησούς παρουσιάζεται ως θείος άνδρας πλέον, νεανίας και έφηβος, σωματώδης και ωραίος, που αρχίζει μια νέα ζωή θριάμβων.
Στην Ορθόδοξη αγιογραφία, ο Αναστάς φέρνει επάνω του όλη την οδύνη του κόσμου, στο σώμα του ακόμη παρουσιάζονται οι πληγές του σταυρού, είναι «παλαιός των ημερών», που δίνει νέα ζωή στους ανθρώπους οι οποίοι εξέρχονται από τον άδη. Το πρόσωπο του Χριστού είναι γερασμένο, τα πρόσωπα του Αδάμ και της Εύας είναι νεανικά. Η χριστολογική ανάσταση έχει ένα έντονο ανθρωποκεντρισμό. Τρομοκρατημένος είναι μόνο ο Άδης, ο οποίος παραμένει δέσμιος και εγκλωβισμένος στο σκοτάδι της κόλασής του.
Το ίδιο συμβαίνει και με την Ορθόδοξη υμνολογία των ημερών. Οι ανθρωπολογικές συνέπειες, της ανανέωσης και ανακαίνισης, είναι έκδηλες τις ημέρες του Πάσχα. Αγαλλίαση και ευφροσύνη κατέχει τις καρδιές των ανθρώπων. Οι φωτοστέφανοι και η δόξα στολίζουν τους Αγίους. Άμεση συνέπεια της Ανάστασης του Χριστού είναι η θέωση και η δοξοποίηση του ανθρώπου. Η ανάσταση έχει πάντοτε υπαρξιακές και οντολογικές προεκτάσεις στη ζωή του ανθρώπου. Δεν πρόκειται για μια απλή συναισθηματική ή και εξωτερική πνευματική επίδραση. Πρόκειται για κάτι το βαθύ, ουσιαστικό και υπαρξιακό γεγονός. Ο άνθρωπος που εξέρχεται από τον άδη είναι μια νέα ύπαρξη· χαριτωμένος και θεωμένος, ένας αναστημένος κατά χάριν θεός.
Η ανάσταση, όπως και η ενανθρώπηση, μαζί με τη μεταμόρφωση και την εις ουρανούς ανάληψη, ασφαλώς και δεν προσθέτουν τίποτε περισσότερο στο πρόσωπο του Χριστού και του Υιού του Θεού. Μάλλον όλα αυτά είναι γεγονότα κενωτικά της θεότητας. Αντίθετα, όμως, προσθέτουν τα πάντα στον άνθρωπο και τον καθιστούν άξιο της αρχικής δημιουργίας, όχι απλώς να είναι «κατ’ εικόνα Θεού» αλλά και να φτάσει στο εσχατολογικό του «τέλος» και σκοπό, που είναι η «ομοίωση» προς το Θεό. Τα γεγονότα αυτά αν και καθαρά χριστολογικά έχουν ως κέντρο τον άνθρωπο και την τελείωσή του.
2. Η εκκλησιολογική ερμηνεία της Ανάστασης
Δεν είναι τυχαίο, που η Εκκλησία μας επέλεξε να αναγιγνώσκεται κατά την Κυριακή του Πάσχα, όχι κάποια διήγηση που να αναφέρεται στο γεγονός της ανάστασης, αλλά ακούσαμε ως ευαγγελικό Ανάγνωσμα μέρος του εκτεταμένου προλόγου του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου που επικεντρώνει την προσοχή μας στη σάρκωση και ενανθρώπηση του Λόγου. Είναι, πράγματι, αυτό ένα θεολογικό ξάφνιασμα. Έχει, όμως, τη σημασία του.
Την ημέρα του Πάσχα και ιδιαίτερα μέσα στην πασχάλια θεία Λειτουργία όλα ενοποιούνται και παρουσιάζονται ως παρόντα. Υπάρχει μια εικόνα στη βυζαντινή εικονογραφία που παρουσιάζει το θειο Βρέφος στην αγκαλιά της Παρθένου Μητέρας με έντονα στο πρόσωπό του από τώρα τα σημεία του πόνου και της οδύνης. Και τούτο γιατί βλέπει μπροστά του τα σύμβολα του σταυρού και του θανάτου. Δεν υπάρχει, επομένως, ενανθρώπηση χωρίς την προοπτική της θυσίας και του θανάτου. Και δεν νοείται θάνατος του Χριστού χωρίς την ανάσταση.
Ο Λόγος, που δι’ αυτού δημιουργήθηκαν τα πάντα «καλά λίαν» και δεν νοείται δημιουργία χωρίς τον Λόγο, είναι και πάλι παρών στην ιστορία της πτώσης. Όχι απλώς να σώσει τον άνθρωπο από την πτώση, αλλά να δημιουργήσει ένα νέο κόσμο, μεταμορφωμένο και αναστημένο.
Ανάσταση σημαίνει, εκτός των άλλων, και ένας «καινός άνθρωπος» μέσα σ’ ένα «καινόν κόσμον» και κάτω από «καινόν ουρανό».
Με την ανάσταση, ασφαλώς και θεραπεύονται οι συνέπειες της πτώσης, όπως είναι η φθορά, η ασθένεια και ο θάνατος. Τούτο σημαίνει, ότι με την ανάσταση αρχίζει μια νέα ζωή, νέο ήθος άνθρωπου και νέα ποιότητα ζωής. Πάσχα, γνωρίζουμε από την εβραϊκή ορολογία, ότι σημαίνει «έξοδος» από τον παλαιό κόσμο και «πορεία» προς τον κόσμο της επαγγελίας του Θεού. Έξοδος, λοιπόν, από κάθε μορφή δουλείας και ανελευθερίας. Έξοδος από την εξουσία των κάθε μορφής Φαραώ και από τη δουλεία της δαιμονικής κυριαρχίας. Αλλά και πορεία διά μέσου της ερημίας της ιστορίας, όπου oι προκλήσεις και οι πειρασμοί. Η ιστορία πάντα ελλοχεύει τον κίνδυνο της αποστασίας και της εκτροπής.
Πάσχα, όμως, δεν είναι μόνο άρνηση, «έξοδος». Πάσχα σημαίνει και «είσοδος» στη νέα γη της επαγγελίας. Πορεία από τη χώρα του θανάτου στη χώρα των ζώντων. Το χριστιανικό Πάσχα είναι ταυτόσημο με την Ανάσταση. Το Πάσχα δεν είναι υπόθεση ατομική, αλλά υπόθεση μιας ολόκληρης κοινότητας, του λαού του Θεού στο σύνολό του. Το Πάσχα είναι γεγονός εκκλησιολογικό, που σημαίνει καθολικό και οικουμενικό. Όλα τα έθνη και οι φυλές της γης, όλα τα γένη των  ανθρώπων, καλούνται να βιώσουν το δικό τους Πάσχα μέσα στο γεγονός της ανάστασης του Χριστού.
Μέσα σ’ αυτή τη θεολογική προοπτική, κατανοούμε, γιατί κατά τη θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα διαβάζεται, επίσης, το αποστολικό Ανάγνωσμα και ο πρόλογος των Πράξεων των Αποστόλων. Μετά την ανάσταση έχουμε μια νέα πραγματικότητα, εκείνη της Εκκλησίας του Χριστού. Από τη πορεία του Πάσχα γεννιέται ένας νέος Ισραήλ, ο νέος λαός του Θεού. Οι Πράξεις των Αποστόλων, με την ιστορία της Εκκλησίας, καλούν όλους να εισέλθουν στη νέα ποίμνη. Η Εκκλησία είναι η καινή κτίση, η χώρα των ζώντων, η χώρα της επαγγελίας του Θεού. Στην Εκκλησία υπάρχει χώρος για όλους. Είναι η νέα Εδέμ, ο χώρος όπου δεν έχει θέση η φθορά και ο θάνατος. Με την ανάσταση καταλύθηκε ο άδης και αναδύθηκε από τον κενό τάφο η νέα γη της επαγγελίας, η Εκκλησία του Χριστού.
3. Η προσωπική εμπειρία της Ανάστασης
Οι προσωπικές και υπαρξιακές συνέπειες αυτής της νέας πραγματικότητας είναι πρόδηλες. Ο καινούργιος κόσμος συνεπάγεται νέους ανθρώπους. Επομένως, καλούμαστε και στη προσωπική μας ζωή και πορεία να δομήσουμε το δικό μας Πάσχα, ένα Πάσχα ελευθερίας και υπαρξιακής πληρότητας.
Έτσι, η έννοια του Πάσχα δεν είναι μονοσήμαντη και πολύ περισσότερο μονοδιάστατη. Περιλαμβάνει την Εκκλησία ως σύνολο, αλλά και τους πιστούς ως πρόσωπα. Έξοδος, διάβαση και πορεία και στη προσωπική ζωή των πιστών. Κίνδυνοι της ερήμου και διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας σημαίνει υπέρβαση των προσωπικών αδιεξόδων και των προσωπικών πειρασμών. Η προσωπική ιστορία είναι μια διαρκής πρόκληση και διαρκής πνευματική περιπέτεια. Η Ιστορία πάντα προβάλλει μπροστά μας τους ποικιλόμορφους πειρασμούς. Πειρασμοί βιολογικοί, υπαρξιακοί και πνευματικοί, συνεχώς βρίσκονται μπροστά μας. Κίνδυνοι ειδωλοποίησης της ίδιας της ζωής μας.
Πάσχα, όπως είπαμε, είναι και είσοδος του λαού του Θεού στη γη της επαγγελίας. Σε προσωπικό επίπεδο αυτό σημαίνει επιστροφή και είσοδο στη πατρώα γη μας. Εκεί μόνο έχει τη δυνατότητα κανείς και την ελευθερία να δομήσει τη δική του ιστορία και την προσωπική του ζωή, με προσωπικές επιλογές και προσωπική ευθύνη. Έκτος της χώρας του είναι ανελεύθερος και δούλος. Τώρα είναι κύριος. Πάσχα, με άλλα λόγια, σημαίνει και πορεία προς την άνδρωση, τη τελείωση και τη θέωση.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, μας λέει, σχετικά με την προσωπική πορεία και μετάβαση «από δουλείας εις ελευθερίαν και από σκότους εις φως και από αιχμαλωσίας εις την της οικείας πατρίδος αποκατάστασιν». Το Πάσχα δεν είναι μια απλή και στατική ανάμνηση κάποιων ιερών γεγονότων του παρελθόντος. Είναι μια διαρκής και δυναμική πραγμάτωση των γεγονότων αυτών στη προσωπική μας ζωή. Η μετοχή μας στα γεγονότα αυτά δεν είναι συναισθηματική, αλλά βαθιά πραγματική και υπαρξιακή.
Ο απόστολος Παύλος βλέπει το Πάσχα καθαρά σε μια προσωπική και λειτουργική σχέση και κοινωνία με το Χριστό. Αν ο Χριστός δεν γίνει «το Πάσχα ημών» είμαστε έκτος του πνεύματος των ημερών. Ο Χριστός εξέφρασε την επιθυμία, «επιθυμίαν επεθύμησα τούτο το Πάσχα φαγείν μεθ’ ημών». Καλούμαστε, λοιπόν, να γίνουμε συνδαιτυμόνες με τον Αναστάντα στο ευχαριστιακό δείπνο της Εκκλησίας και της βασιλείας του Θεού. Εκεί σε μια διαχρονική έννοια η πραγματική βίωση του δικού μας Πάσχα και της δικής μας ανάστασης.
 Επίλογος
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, διαφυλάσσει από αιώνες μια ιερή παράδοση· να διαβάζεται κατά τη θεία Λειτουργία της νύχτας του Πάσχα ο ονομαζόμενος «Λόγος Κατηχητικός» του ιερού Χρυσοστόμου. Καλό θα είναι η ανάγνωση αυτή να γίνεται πριν από τη θεία Κοινωνία και όχι μετά απ’ αυτήν. Ο ιερός Χρυσόστομος ενθαρρύνει τους πάντες να προσέλθουν  στο ποτήριο της ζωής. Πρόκειται για ένα κείμενο μοναδικό, κατανόησης της ανθρώπινης αδυναμίας και της φιλανθρωπίας του Θεού. Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτολμά να καλέσει τους «πά­ντες» να εισέλθουν «εις την χαράν του Κυρίου» και να απολαύσουν «του συμποσίου της πίστεως», χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς προαπαιτούμενα.
Αυτό είναι το ορθόδοξο κήρυγμα και αυτή είναι η σωστότερη κατήχηση. Ένας λόγος συγκλονιστικός και απελευθερωτικός. Λόγος συγχωρητικός, γεμάτος κατανόηση και φιλανθρωπία.
Στο κείμενο αυτό ανακεφαλαιώνεται όλη η θεολογία, μια θεολογία αγάπης και ελέους. Εδώ δεν χωράει καμιά νομική και δικανική κατανόηση της σωτηρίας. Γίνεται δεκτός και ο έσχατος, όπως και ο πρώτος. Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες καλούνται στο μεγάλο πανηγύρι της ζωής. Η αμαρτία χάνει τη δύναμή της και την κυριαρχία της. Ο δαίμονας και ο Άδης κατατροπώνονται. Όλα στο φώς της ανάστασης παίρνουν τη μορφή της χαράς και της ελπίδας. Όλοι που κοινωνούν το Χριστό μετέχουν και στο μεγάλο δείπνο της βασιλείας του Θεού. Κανείς δεν δικαιούται την ώρα αυτή να απέχει από το τραπέζι της χαράς και της ζωής. Δεν έχουν θέση εδώ θρήνοι και οδυρμοί για τις αμαρτίες. Κανείς δεν πρέπει να φύγει νηστικός και πεινασμένος, ενώ «η τράπεζα γέμει… και ο μόσχος πολύς». Το δείπνο παρέχεται σε όλους και είναι πλούσιο, έκφραση της απέραντης αγάπης του Θεού. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας στερήσει αυτή τη χαρά.
Αυτό είναι η πατερική Ορθόδοξη Εκκλησία. Μια Εκκλησία αγάπης και φιλανθρωπίας. Ο σύγχρονος Χριστιανισμός είναι ανάγκη να επιστρέψει και πάλι σ’ αυτό το αρχαίο πατερικό ήθος. Η αγάπη και η κατανόηση του κόσμου δεν είναι εκκοσμίκευση. Εκκοσμίκευση είναι η άσκηση εξουσίας, αντί της άσκησης της διακονίας και της φιλανθρωπίας του Θεού.
(Γ.Π.Πατρώνου, Ομοτ. Καθηγ. Του Παν/μίου Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολόγια», τομ.Β΄. Εκδ.Αποστολική Διακονία)

Για τον θάνατο των νηπίων

Απόσπασμα από το βιβλίο
Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
 Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΥ
 
Το θέμα αυτό, όπως το ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και όπως θα το παρουσιάσουμε στην συνέχεια, έχει σχέση με όσα λέγονται στο κεφάλαιο αυτό για τον θάνατο και τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γιατί, αφ' ενός μεν θα συγκεφαλαίωση τις βασικές θέσεις της διδασκαλίας των Πατέρων για τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, πού αναφέραμε προ ολίγου, αφ' ετέρου δε θα τονισθούν μερικές άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές πού μας απασχολούν.

Η μικρή πραγματεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης με τίτλο «περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων», δηλαδή για τα νήπια τα όποια αρπάζονται πρόωρα από την ζωή πριν γευθούν την ζωή, για την οποία γεννήθηκαν, προοριζόταν για τον Κυβερνήτη της Καππαδοκίας Ιέριο, ο όποιος έθεσε το ερώτημα «τί χρή γινώσκειν περί των προ ώρας αφαρπαζομένων, εφ' ων μικρού δειν ή γένεσις τω θανάτω συνάπτεται».

Ο Ιέριος ρωτούσε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης τι πρέπει να γνωρίζουμε για όσους φεύγουν πολύ νωρίς από την ζωή, στους οποίους συνάπτεται ό θάνατος με την γέννηση τους*.


Αρχίζοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης την διαπραγμάτευση αυτού του θέματος, βρίσκει την ευκαιρία να επαινέσει με ωραίους λόγους τον άρχοντα, πού τον αποκαλεί «άριστο» και «τίμια κεφαλή». Πέραν από του να είναι εκφράσεις ευγενείας και προσηγορίας, φαίνεται από την εισαγωγή του έργου ότι ο Κυβερνήτης της Καππαδοκίας είχε πολλά προσόντα και χαρίσματα αφού διακρινόταν για την αδιαφορία του προς την υλική περιουσία, αλλά και για το ενδιαφέρον του για τις ψυχές των ανθρώπων, πού τις είχε στο θησαυροφυλάκιο της αγάπης. Δηλαδή, και αγαπούσε τον λαό, αλλά και δεν διακρινόταν για ιδιοτέλεια.

Επίσης, από την εισαγωγή του κειμένου φαίνεται ότι τον καιρό εκείνο πού συνέγραψε την πραγματεία αυτή ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Παρομοιάζει τον εαυτό του σαν το γέρικο άλογο, πού μένει έξω από το στάδιο των αγωνισμάτων. Όμως δηλώνει ότι θα εντείνει την προσοχή του για να ανταποκριθεί στην παράκληση του Κυβερνήτου.

Ο Ιέριος μαζί με όλα τα άλλα χαρίσματα του είχε και το χάρισμα να ζητά να πληροφορηθεί για τα έργα της θείας οικονομίας και ρωτούσε, γιατί του ενός παρατείνεται η ζωή μέχρι τα γηρατειά και του άλλου τελειώνει μόλις εισέρχεται στην ζωή.

Το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακό. Ο άγιος Γρηγόριος το θέτει πάρα πολύ ωραία. Ό άνθρωπος με την γέννηση του ήλθε στην ζωή, ανέπνευσε τον αέρα, συνδέθηκε με το κλάμα, οι θρήνοι αποτέλεσαν την αρχή της ζωής του, και πριν ακόμη στερεωθούν οι αρθρώσεις, τρυφερός καθώς είναι, πεθαίνει είτε γιατί τον άφησαν έκθετο ως βρέφος, είτε γιατί πνίγεται, είτε γιατί έπαυσε απότομα να ζει από κάποια ασθένεια. Μαζί με αυτό το γεγονός τίθεται και το ερώτημα αν η ψυχή του νηπίου θα κριθή από τον Κριτή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αν θα λάβει ανταμοιβή, δροσιζομένη με την δρόσο της ευλογίας ή αν θα κατακαεί με το καθάρσιο πυρ. Και αυτός ο προβληματισμός προκύπτει επειδή το νήπιο δεν έκανε τίποτε στην ζωή του, ούτε κακό ούτε καλό. Γιατί όπου δεν υπάρχει δόση, δεν υπάρχει και αντίδοση.
 
 Επομένως, επειδή στα νήπια δεν υπάρχει πράξη και προαίρεση γι' αυτό δεν υπάρχει λόγος να κερδίσουν αυτό πού ελπίζουμε. Αν παρά ταύτα το νήπιο εισέλθει στην Βασιλεία του θεού τότε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους πού έζησαν και πόνεσαν στην ζωή τους.
 Με ένα τέτοιο σκεπτικό είναι καλύτερα κανείς να μη ζει πολύ.

Μετά την τοποθέτηση των ερωτημάτων και του προβληματισμού προχωρεί διεξοδικά στην απάντηση. Βέβαια, από την αρχή ομολογεί ότι αυτά τα μεγάλα θέματα ανήκουν στις ανεξερεύνητες σκέψεις του θεού, γι' αυτό αναφωνεί με τον Απόστολο: «Ώ βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως θεού! Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού. Ης γαρ έγνω νουν Κυρίου;» (Α' Κορ. 6 15).
Ωστόσο όμως προχωρεί στην διαπραγμάτευση, γιατί πιστεύει στην θεία Χάρη πού φωτίζει όσους την έχουν. Χωρίς να παρουσιάζει τις σκέψεις του ρητορικά, χρησιμοποιώντας αντιθετικούς λόγους, προχωρεί στην διαπραγμάτευση του θέματος με μια λογική σειρά.

Το πρώτο πού λέγει είναι ότι η ανθρώπινη φύση προέρχεται από τον Θεό. Άλλωστε, όλα τα όντα έχουν την αιτία της προελεύσεως τους στον Θεό και όχι στον εαυτό τους. Ή άκτιστη φύση, πού ανήκει στον Θεό, υπερβαίνει κάθε έννοια διάστασης, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται και, βέβαια, υπερβαίνει κάθε ορισμό. Αντίθετα, η κτιστή φύση έχει την τρεπτότητα, δηλαδή, αυξάνεται και μειώνεται. Η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ετερογενή στοιχεία, το νοερό και αισθητό, και είναι έμψυχο ομοίωμα της θείας και υπερκείμενης δυνάμεως. Η νοερά φύση ανήκει στις αγγελικές και ασώματες δυνάμεις, οι οποίες κατοικούν στον υπερκόσμιο χώρο, γιατί αυτός ο χώρος είναι ο πιο κατάλληλος γι' αυτήν την ασώματη φύση.

Εδώ ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για το σώμα των αγγέλων, πού το ονομάζει «ουράνιο σώμα λεπτόν τε και κούφον και αεικίνητον», γιατί η νοερά φύση είναι λεπτή, καθαρά, αβαρής και ευκίνητη. Αντίθετα, η αισθητή φύση δεν είναι ανάλογη με την νοερά. Γι' αυτό ο Θεός, για να μην είναι η γη άμοιρη και αποκληρωμένη από την νοερά φύση, δημιούργησε τον άνθρωπο ώστε να ενωθούν στην φύση του το νοερό και αισθητό. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι περίληψη όλης της δημιουργίας, αφού αποτελείται από νοερό και αισθητό.

Το δεύτερο είναι ότι η δημιουργία του ανθρώπου αποβλέπει στο να δοξάζεται ο Θεός μέσα σε όλη την κτίση, δια της νοεράς φύσεως. Όπως το σώμα συντηρείται στην ζωή με τις γήινες τροφές, ακριβώς γιατί είναι γήινο, έτσι υπάρχει και μια νοητή ζωή δια της οποίας συντηρείται η φύση μας. Όπως η είσοδος και η έξοδος της τροφής από το σώμα αφήνει μια δύναμη σε αυτό, έτσι και στο νοερό δίνει ζωή η μετουσία του όντως όντος.

Επομένως, η κατάλληλη ζωή στην νοερά φύση είναι η μετοχή του θεού.

Για κάθε πράγμα υπάρχει το κατάλληλο όργανο. Το κατάλληλο όργανο για την απόλαυση του φωτός είναι ο οφθαλμός του ανθρώπου και όχι το δάκτυλο ή κάποιο άλλο μέλος του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι, η όραση του θεού γίνεται, με το νοερό του ανθρώπου. Ή ζωή λοιπόν, είναι μετουσια και μέθεξη του Θεού. Και, φυσικά, αυτή η μετουσία είναι η γνώση του θεού, στον βαθμό πού την χωρεί η ψυχή. Ή άγνοια, βέβαια, του Θεού συνιστά την μη μετουσία του Θεού.

Ή απομάκρυνση από την ζωή αυτή είναι πτώση και άγνοια. Μετά την πτώση του ανθρώπου ο Θεός κατεργάζεται μέσα μας την θεραπεία του κακού. Κακό είναι να απομακρυνθεί κανείς από τον θεό και να μην έχει κοινωνία μαζί Του, ενώ αντίθετα η θεραπεία αυτού του κακού είναι να επανέλθει πάλι στην ζωή και να απόκτηση κοινωνία με τον Θεό. Αγαθό, λοιπόν, είναι η θεραπεία του νοερού της ψυχής, και φυσικά, όποιος δεν αποβλέπει στο μυστήριο του ευαγγελικού λόγου, αυτός αγνοεί τον τρόπο της θεραπείας.

Εκείνο πού σημειώνει εδώ ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και νομίζω έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι το κατάλληλο όργανο για να κοινωνήσει κανείς με τον Θεό είναι το νοερό της ψυχής. Δι' αυτού μετέχει του Θεού και αποκτά την γνώση Του πού είναι ζωή για τον άνθρωπο. Επειδή, όμως, η πτώση είναι αλλοτρίωση από την ζωή και ασθένεια του ανθρώπου, πού συνιστά και την νέκρωση, γι' αυτό απαιτείται θεραπεία του νοερού της ψυχής, ώστε να δη το Φως και να απόκτηση μέθεξη Θεού.

Η ανθρώπινη φύση πλάστηκε από τον Θεό για να ελπίζει σε αυτήν την ζωή και προς αυτήν φέρεται. Αυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου, να ενωθεί με τον θεό. Έτσι, η απόλαυση αυτής της ζωής και η εκπλήρωση του σκοπού του ανθρώπου, πού είναι η θέωση, δεν είναι αντίδοση και ανταμοιβή, αλλά φυσική κατάσταση. Καθώς επίσης η μη μετουσία του Θεού δεν είναι τιμωρία, αλλά ασθένεια της ψυχής του ανθρώπου και όλης του της υπάρξεως.

Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των οφθαλμών. Ή δυνατότητα των οφθαλμών να βλέπουν δεν είναι έπαθλο και βραβείο, αλλά φυσική κατάσταση του υγιούς οφθαλμού. Καθώς επίσης η αδυναμία μετοχής στην δράση δεν είναι καταδίκη και καρπός τιμωρίας, αλλά ασθένεια του ανθρώπου. Γι' αυτόν τον λόγο η μακαριά ζωή είναι συμφυής και οικεία «τοις κεκαθαρμένοις τα της ψυχής αισθητήρια». Όσοι, όμως, έχουν ακάθαρτους πνευματικά οφθαλμούς, έχουν άγνοια του Θεού, δεν μετέχουν του Θεού και αυτό δεν είναι τιμωρία, αλλά φυσική κατάσταση της ασθενείας του νοερού της ψυχής.

Το τρίτο σημείο πού συνδέεται με τα προηγούμενα είναι ότι το προσδοκώμενο αγαθό είναι οικείο κατά φύσιν στο ανθρώπινο γένος. Και, φυσικά, αυτή η απόλαυση, κατά έναν τρόπο, λέγεται ανταπόδοση. Ή απόλαυση αυτής της ζωής δεν είναι θέμα δικαιοσύνης, αλλά φυσική κατάσταση της υγείας της ψυχής. Αυτό λέγεται από την τοποθέτηση του ερωτήματος πώς θα κριθή ή σε ποιους χώρους θα τοποθετηθεί το νήπιο, αφού δεν έκανε ούτε κακό ούτε καλό στην ζωή του. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το πρόβλημα δεν τίθεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αφού δεν είναι υπόθεση δικαιοσύνης, αλλά φυσικής καταστάσεως της υγείας ή της ασθενείας της ανθρωπινής φύσεως.

 
Αυτό μπορεί να κατανοηθεί με την χρήση ενός παραδείγματος. Αν υποτεθεί ότι δύο άνθρωποι υπέστησαν μία ασθένεια των οφθαλμών, και ο ένας υπομένει την θεραπεία και όσα συνιστά η ιατρική επιστήμη έστω κι αν είναι ενοχλητικά, ενώ ο άλλος, όχι μόνον δεν δέχεται καμία συμβουλή από τον γιατρό, αλλά και ζει ακρατώς, τότε ο πρώτος, κατά φυσικό λόγο, θα απόλαυση το φως του, ενώ ο δεύτερος, κατά φυσικό λόγο, θα στερηθεί το φως του.

Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καθαρά ότι η απόλαυση της ζωής εκείνης είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η νόσος της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν κατά σάρκα. Ό ένας, θεραπεύοντας και καθαρίζοντας τους πνευματικούς του οφθαλμούς και ξεπλένοντας την άγνοια, πού είναι η ακαθαρσία του διορατικού της ψυχής, επιτυγχάνει αυτήν την φυσική ζωή.
 
 Ό άλλος, αφού αποφεύγει την κάθαρση και ζει με τις απατηλές ηδονές, κάνει δυσθεράπευτη την νόσο, αποξενώνεται από το κατά φύσιν, βιώνει το παρά φύσιν και γίνεται αμέτοχος της φυσικής αυτής ζωής πού είναι η κοινωνία με τον Θεό.

Εάν αυτή είναι η φυσική πορεία και η φυσική κατάληξη του ανθρώπου, ο όποιος ανάλογα με τον τρόπο της ζωής του ή θεραπεύεται ή ασθενεί κατά τον οφθαλμό της ψυχής, και βιώνει την ανάλογη ζωή, στο νήπιο γίνεται κάπως διαφορετικά. Αφού δεν δέχθηκε από την αρχή την νόσο και δεν χρειάζεται να καθαρθή και να θεραπευθεί, ζει στο κατά φύσιν και γι' αυτό, καθώς είναι άπειρο στο κακό, δεν εμποδίζεται από καμιά ψυχική ασθένεια να απολαύσει την μετουσία του Φωτός.

Ή διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης μας δίνει την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε εδώ ότι η ψυχή του ανθρώπου με την γέννηση του δεν είναι ακάθαρτη, αλλά καθαρή. Ό άνθρωπος από την γέννηση του βιώνει τον φωτισμό του νοός. Γι' αυτό βλέπουμε ότι και τα νήπια ακόμη μπορούν να έχουν νοερά προσευχή, ανάλογα, βέβαια, με τις εικόνες και παραστάσεις της ηλικίας τους. Ό άνθρωπος, όταν δημιουργείται, βρίσκεται στον φωτισμό του νοός. Έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές ότι υπάρχουν νήπια τα όποια προσεύχονται, ακόμη και στον ύπνο τους. Ένας αγιορείτης λέγει ότι, όταν μικρά παιδιά, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους κάπου, γελάνε χωρίς λόγο σημαίνει ότι βλέπουν τον άγγελο τους. Αυτό πού γίνεται στην ζωή των άγιων, στους οποίους είναι κατά πάντα φυσικό να συνυπάρχουν με τους αγγέλους, γίνεται στα μικρά παιδιά.
 
Γι' αυτό, η ορθόδοξη θεολογία δεν διδάσκει αυτό πού λέγει η δυτική θεολογία. Ότι ο άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος με την γέννηση του έχει καθαρό νου, ο νους του βρίσκεται στον φωτισμό, πού συνιστά το κατά φύσιν. Ή κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, όπως λέγαμε σε άλλη ενότητα έγκειται στο ότι το σώμα κληρονομεί την φθαρτότητα και την θνητότητα, η οποία με την πάροδο του χρόνου, και καθώς μεγαλώνει το παιδί και αναπτύσσονται τα πάθη, σκοτίζει το νοερό της ψυχής.

Πραγματικά τα αναπτυσσόμενα πάθη, πού συνδέονται με την φθαρτότητα και την θνητότητα, και ο σκοτασμός του περιβάλλοντος σκοτίζουν το νοερό της ψυχής των παιδιών.

Βέβαια, υπάρχει το πρόβλημα τι γίνεται με το άγιο Βάπτισμα. Δηλαδή, αφού τα νήπια έχουν καθαρό νου ο οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε;

Ή απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι δια του αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε από την ενοχή του προπατορικού Αμαρτήματος, αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του Χρίστου, την Εκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα να νικήσουμε τον θάνατο. Έτσι νοιώθουμε την βάπτιση των νηπίων. Τα βαπτίζουμε για να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, μέλη του Σώματος του Χριστού, ώστε να υπερβούν τον θάνατο, να νικήσουν τους δερμάτινους χιτώνες, την φθορά και την θνητότητα. Καθώς, δηλαδή, μεγαλώνουν, οπότε θα σκοτίζεται ο νους τους από τα πάθη και τον σκοτασμό του περιβάλλοντος να έχουν την δυνατότητα να νικήσουν τον θάνατο εν Χριστώ, να υπερβούν τα πάθη και να καθαρίσουν εκ νέου το νοερό της ψυχής.

Αν έτσι ενεργεί το βάπτισμα στα νήπια, σε αυτούς πού βαπτίζονται σε μεγάλη ηλικία, με την προετοιμασία για το Βάπτισμα, καθαρίζεται η καρδιά από τα πάθη και στην συνέχεια λαμβάνει με το άγιο Χρίσμα τον φωτισμό του νοός. Πέρα από αυτά με το άγιο Βάπτισμα εντάσσονται στην Εκκλησία και αποκτούν την δυνατότητα, ενούμενοι με τον Χριστό και κοινωνούντες των αχράντων μυστηρίων, να νικήσουν τον θάνατο και να φθάσουν στην θέωση. Ό βαθύτερος σκοπός του βαπτίσματος τόσο στα νήπια όσο και στους ενήλικες, είναι να φθάσουν στην θέωση, πού επιτυγχάνεται μόνον εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία.

Επειδή αυτό το σημείο είναι αρκετά κρίσιμο, γι' αυτό θα μου επιτραπεί να αναφέρω τον λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, σχετικά με την καθαρότητα της ψυχής των νηπίων: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο». Ό νους του νηπίου είναι καθαρός, δεν έχει ασθενήσει, διακρίνεται για την υγεία και την φυσική κατάσταση, και γι' αυτό δεν εμποδίζεται καθόλου προς την μετουσία του θείου Φωτός.

Πάντοτε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεί παραδείγματα από την παρούσα ζωή για να εξήγηση την ζωή πού αναμένουμε. Έτσι, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια αναλογία μεταξύ του τρόπου της παρούσης ζωής και του τρόπου της μελλούσης.
Όπως τα νήπια κατ' αρχάς θηλάζουν και τρέφονται με το γάλα, στην συνέχεια όμως τρέφονται με άλλες τροφές, αφού η μια τροφή διαδέχεται την άλλη, στον κατάλληλο καιρό, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Μετέχει της ζωής με την ανάλογη κάθε φορά τάξη και ακολουθία. Αυτό το λέγει ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος στην αρχή πότιζε τους Κορινθίους με γάλα, έπειτα σε όσους συμπλήρωσαν το μέτρο της νοητής ηλικίας, έδινε στερεά τροφή.

Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του νηπίου και του ωρίμου ανδρός στο τι ευχαριστεί τον καθένα. Ό άνδρας ευχαριστείται από τις επιχειρήσεις πού κάνει, από την κοινή αναγνώριση, από τα δώρα και τις τιμές των άλλων, από την οικογενειακή ζωή, από τις διασκεδάσεις, τα θεάματα, το κυνήγι, κ.λ.π. ενώ το νήπιο ευχαριστείται από το γάλα, την αγκαλιά της παραμάνας, το ήρεμο λίκνισμα, πού φέρει τον γλυκό ύπνο.

Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ηλικία, εν σχέση με τα πνευματικά αγαθά. Όσοι ανάθρεψαν τις ψυχές τους από αυτήν την ζωή με τις αρετές, κατά την μέλλουσα ζωή θα απολαύσουν την θεία τρυφή, ανάλογα με την έξη πού απέκτησαν από αυτήν την ζωή. Ή ψυχή, όμως, πού δεν έχει γευθεί την αρετή, αλλά ούτε νοσεί και κατά την κακία, μπορεί και αυτή να μετέχει του αγαθού, σε βαθμό πού μπορεί να χωρέσει τα αιώνια αγαθά, δυναμουμένη από την θεωρία του όντος.

Έτσι τα νήπια, καίτοι είναι άπειρα στην κακία, εν τούτοις θα μετέχουν της θείας γνώσεως, του θείου Φωτός, δυναμούμενα από την θεωρία του Θεού, από την θεία Του Χάρη, και, φυσικά, με την θεωρία του Θεού θα προχωρούν προς την τελειότερη γνώση. Άλλωστε, ο Θεός εμφανίζεται σε όλους «τοσούτον εαυτόν διδούς, όσον το υποκείμενον δέχεται».

Ή σκέψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι ότι η ψυχή από την φύση της φέρεται προς το αγαθό, προς την μετουσία του θείου Φωτός. Ό άνθρωπος, ανάλογα με την δεκτικότητα του, δέχεται την θεία Χάρη και τον θείο πλουτισμό. Αυτό είναι ανεξάρτητο από την σωματική ηλικία πού βρίσκεται ο άνθρωπος και από την πληθώρα ή την ανυπαρξία των αρετών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει κανείς να βλέπει την μελλοντική κατάσταση του ανθρώπου και όχι να συγκρίνει τον βίο της αρετής ενός ωρίμου ανθρώπου με τον βίο του νηπίου και αώρου ανθρώπου. Εκείνος πού επιχειρεί μια τέτοια σύγκριση «άωρος ο τοιούτος εστί», δηλαδή είναι ο ίδιος ανώριμος, γιατί δείχνει ότι δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα.

Το τέταρτο σημείο πού αναλύει ο άγιος Γρηγόριος είναι το, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθάνει το νήπιο σε τέτοια ηλικία. Αφού προηγουμένως ανέλυσε ότι για την μετουσία του θείου Φωτός δεν παίζουν μεγάλο ρόλο τα χρόνια πού θα ζήσουμε στην ζωή, στην συνέχεια αναπτύσσει γιατί ο Θεός επιτρέπει την σύντομη έξοδο από την ζωή αυτή.

Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι δεν μπορεί κανείς να ενοχοποιήσει τον Θεό στις περιπτώσεις πού γυναίκες φονεύουν τα παιδιά πού γεννούν, λόγω παράνομης κυήσεως.
 
Τις περιπτώσεις όμως πού τα νήπια φεύγουν από τον κόσμο αυτό από κάποια ασθένεια, καίτοι εκδηλώθηκε η φροντίδα και οι προσευχές των γονέων, πρέπει να τις δούμε μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Γιατί τέλεια πρόνοια είναι εκείνη πού δεν θεραπεύει απλώς τα πάθη πού έχουν συμβεί, αλλά προστατεύει τον άνθρωπο να μη γευθεί και εκείνα πού πρόκειται να γίνουν στο μέλλον.
 
Όποιος γνωρίζει το μέλλον, όπως συμβαίνει με τον Θεό, είναι φυσικό να εμποδίζει το νήπιο να αυξηθεί σε ηλικία, ώστε να μην ολοκληρωθεί στο κακό. Έτσι στις τελευταίες περιπτώσεις ο Θεός δεν επιτρέπει να ζήση το νήπιο, ακριβώς γιατί βλέπει το κακό μέλλον του. Και αυτό το κάνει ο Θεός από αγάπη και φιλανθρωπία, χωρίς ουσιαστικά να του στερεί τίποτε από τα μελλοντικά αγαθά, όπως είδαμε προηγουμένως.

Για να κάνη ο άγιος Γρηγόριος κατανοητή αυτήν την οικονομία του Θεού χρησιμοποιεί ένα ωραίο και παραστατικό παράδειγμα.
 
Ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένα πλούσιο τραπέζι με πολλά ορεκτικά φαγητά. Και ακόμη ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένας επιστάτης, ο οποίος γνωρίζει αφ' ενός μεν τις ιδιότητες κάθε φαγητού, ποιο είναι βλαβερό και ακατάλληλο και ποιο είναι κατάλληλο για βρώση, αφ' ετέρου δε, γνωρίζει πολύ χαλά την ιδιοσυγκρασία του κάθε συνδαιτυμώνος. Ας υποτεθεί ακόμη ότι αυτός ο επιστάτης έχει απόλυτη εξουσία να αφήνει κάποιον να τρώγει από τα φαγητά και άλλον να εμποδίζει, ώστε ο καθένας να τρώγει αυτό πού είναι κατάλληλο για την κράση του, και, επομένως, ούτε ο άρρωστος να ταλαιπωρηθεί ούτε ο υγιής να περιπέσει στην αηδία λόγω της πληθώρας των φαγητών. Αν ο επιστάτης διαπιστώσει ότι κάποιος μέθυσε από το πολύ φαγητό και ποτό ή άλλος αρχίζει να μεθά, τον βγάζει έξω από τον συγκεκριμένο χώρο.
 
Υπάρχει περίπτωση ο άνθρωπος πού εξάγεται από τον χώρο εκείνο να στρέφεται εναντίον του επιστάτου, να τον κατηγορεί ότι του στερεί τα αγαθά από φθόνο. Αν όμως δει προσεκτικά αυτούς πού μένουν και υποφέρουν από εμετούς και πονοκεφάλους, λόγω της μέθης και εκφράζονται με άσχημα λόγια, τότε θα ευχαρίστηση τον επιστάτη, γιατί τον απομάκρυνε από το πάθος της άμετρου πλησμονής.

Το παράδειγμα αυτό προσαρμόζεται στην ανθρώπινη ζωή.
 
 Τραπέζι είναι ο ανθρώπινος βίος, όπου υπάρχουν άφθονα φαγητά. Ή ζωή όμως, δεν είναι γλυκεία σαν το μελί, αλλά έχει και διάφορες δυσάρεστες τροφές, όπως το αλάτι, το ξύδι, πού δυσκολεύουν τον ανθρώπινο βίο. Άλλα φαγητά προκαλούν την έπαρση, άλλα κάνουν τους μετέχοντας να φθάσουν σε παραφορά, να χάσουν, δηλαδή, τα μυαλά τους και σε άλλους προκαλούν εμετό. Ό επιστάτης του τραπεζιού αυτού, πού είναι ο Θεός, βγάζει γρήγορα έξω από το τραπέζι εκείνον πού συμπεριφέρθηκε σωστά, ώστε να μη γίνει όμοιος με εκείνους πού υποφέρουν από την αμετρία της απολαύσεως, λόγω της λαιμαργίας τους.

Έτσι, η θεία Πρόνοια θεραπεύει τις ασθένειες πριν ακόμη εκδηλωθούν. Επειδή ο Θεός με την προγνωστική του δύναμη γνωρίζει ότι το αρτιγέννητο θα κάνει κακή χρήση του κόσμου όταν μεγαλώσει, γι' αυτό το αποσπά από το συμπόσιο της ζωής. Το αρτιγέννητο νήπιο αποσπάται από την ζωή, ώστε να μην εξασκήσει την λαιμαργία του στο τραπέζι της ζωής αυτής. Και στο σημείο αυτό βλέπουμε την μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού.

Το πέμπτο σημείο, πού είναι συνέχεια του προηγουμένου, είναι το ερώτημα γιατί ο Θεός κάνει διάκριση στην επιλογή, γιατί, δηλαδή, τον έναν τον αποσύρει προνοητικά, ενώ τον άλλον τον αφήνει να γίνει κακός, ώστε να ευχόμαστε να μην είχε γεννηθεί αυτός ο άνθρωπος. Γιατί το μεν νήπιο παίρνεται προνοητικά από την ζωή αυτή, ενώ αφήνεται ο πατέρας του, ο οποιος πίνει στο συμπόσιο μέχρι τα γηρατειά του, σκορπίζοντας τόσο στον εαυτό του όσο και στους συμπότες του το πονηρό κατακάθι του;

Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι όσα θα πει είναι λόγος «τοις ευγνωμονεστέροις», σε αυτούς, δηλαδή, πού είναι ευγνώμονες στον Θεό και, φυσικά, είναι καλοδιάθετοι. Άλλωστε, αυτά συνιστούν μυστήρια τα οποία δεν μπορεί να κατανοήσει η λογική του ανθρώπου, ακριβώς γιατί η «λογική» του Θεού είναι διαφορετική από την λογική του ανθρώπου.

Ισχυρίζεται ο άγιος Γρηγόριος ότι όσα οικονομεί ο Θεός δεν είναι τυχαία και χωρίς λόγο. Ό Θεός είναι λόγος, σοφία, αρετή και αλήθεια και δεν θα δεχόταν τον άσχετο από την αρετή και την αλήθεια. Έτσι άλλοτε, για τους λόγους πού αναφέραμε, αρπάζονται τα νήπια νωρίς από την ζωή, και άλλοτε ο Θεός επιτρέπει κάτι διαφορετικό, γιατί αποβλέπει σε ένα καλύτερο σκοπό.

Επιτρέπεται και παραχωρείται από τον Θεό να παραμένουν και οι κακοί στην ζωή, ώστε να προέλθει κάποια ωφέλεια. Αναφερόμενος στην περίπτωση του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός να παρουσιασθεί ο Αιγύπτιος τύραννος για να παιδευθή ο Ισραηλιτικός λαός, καθώς επίσης απομάκρυνε από την Αίγυπτο τον Ισραηλιτικό λαό, ώστε να μην ομοιάσει με τον αιγυπτιακό λαό και αποκτήσει τις συνήθειες του. Επάνω στο αμόνι με τα κτυπήματα και ο σκληρότερος σίδηρος, πού δεν μαλακώνει στην φωτιά, μπορεί να λάβει την μορφή κάποιου χρήσιμου εργαλείου.

Επίσης αντιμετωπίζεται και ένα άλλο επιχείρημα.

Υποστηρίζουν μερικοί ότι δεν απήλαυσαν όλοι στην ζωή αυτή τους καρπούς της μοχθηρίας, ούτε οι ενάρετοι ωφελήθηκαν από τους ιδρώτες της αρετής. Σε αυτό ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης απαντά ότι και οι ενάρετοι στην άλλη ζωή θα χαρούν, αντιπαραβάλλοντας τα δικά τους αγαθά με την απώλεια των καταδικασθέντων.

Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η αντιπαράθεση των αντιθέτων γίνεται «προσθήκη της ευφροσύνης και επίτασις τοις εναρέτοις». Βέβαια, δεν σημαίνει ότι χαίρονται για την καταδίκη άλλων ανθρώπων, αλλά ευγνωμονούν τον Θεό για την σωτηρία τους, αφού βιώνουν την μακαριότητα της αρετής, αντιπαρατιθέμενη στα δυσάρεστα της αμαρτίας και των παθών.

Επομένως, τα νήπια αφαρπάζονται πρόωρα από την ζωή με την οικονομία του Θεού για να μην περιπέσουν σε δεινότερα κακά. Αν, βέβαια, μερικά ζουν και γίνονται κακά, αυτό εξηγείται από άλλους λόγους πού βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια και την σοφία του Θεού. Οπωσδήποτε, κάποια ωφέλεια θα προέλθει, αφού ο Θεός δεν κάνει τίποτε άνευ λόγου και σκοπού.

Το γεγονός είναι ότι τα νήπια πού φεύγουν πρόωρα από την ζωή ούτε βρίσκονται σε αλγεινή κατάσταση ούτε εξισώνονται με αυτούς πού αγωνίσθηκαν να καθαρθούν με κάθε αρετή. Βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Άλλωστε, η πορεία προς τον Θεό και η μετουσία του ακτίστου Φωτός είναι φυσική κατάσταση της ψυχής, και αυτήν δεν είναι δυνατόν να στερηθούν τα νήπια, αφού με την δύναμη της θείας Χάριτος μπορούν να φθάσουν στην θέωση.
 

8. Συμπέρασμα

Το γενικό συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου είναι ότι η ψυχή του ανθρώπου, όταν δημιουργήται από τον θεό βρίσκεται σε καθαρή κατάσταση, στον φωτισμό.
O θάνατος, πού δεν είναι δημιούργημα τον θεού αλλά ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, επειδή απομακρύνθηκε από τον θεό, πού είναι ή αληθινή ζωή, είναι κάτι το συνταρακτικό στην ζωή του ανθρώπου, είναι ένα παράσιτο, πού δημιουργεί πολλά προβλήματα. H ενανθρώπηση του Χριστού απέβλεπε στην νίκη εναντίον του θανάτου. Παρά την νίκη του πάνω στον θάνατο, ο άνθρωπος τον γεύεται, ώστε δια του τρόπου αυτού να νικηθούν τα πάθη και ή αμαρτία. Μέσα στην Εκκλησία γευόμαστε την υπέρβαση του θανάτου. Οι δίκαιοι πού συνδέονται με τον Χριστό, τον νικητή του θανάτου, δεν φοβούνται τον θάνατο, όταν πλησιάζει στην ύπαρξη τους, δεν πτοούνται από τους δαίμονες πού θέλουν να αρπάξουν την ψυχή τους. Ή ώρα και ή ήμερα του θανάτου στους αγίους είναι ονομαστήριος ήμερα, αφού τότε εορτάζουν και πανηγυρίζουν. Το φοβερό μυστήριο του θανάτου, πού είναι ο χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γίνεται μια τελετή, μια μετάβαση από τα λυπηρότερα στα θυμηδέστερα, διάδοση «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Το σώμα του ανθρώπου μετά τον θάνατο απλώς κοιμάται, γιατί ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, έως την Δευτέρα Παρουσία του Χρίστου, οπότε οι ψυχές θα εισέλθουν στα αναστημένα σώματα, για να παρουσιασθούν ενώπιον του φοβεροί βήματος του Χρίστου και να κριθούν.

O φόβος του θανάτου, πού καλλιεργήθηκε από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται για να φθάσουμε στην αφοβία του θανάτου. O φόβος του θανάτου, και όλων των δεινών πού συνδέονται με αυτόν, καλλιεργεί την μετάνοια. Δεν πρόκειται για έναν φόβο με ψυχολογικό περιεχόμενο, αλλά για πνευματικό φόβο, πού αναπτύσσει την μετάνοια και δημιουργεί έμπνευση για προσευχή και σωτηρία. Δεν μπορεί να νοηθεί μετάνοια χωρίς τον φόβο του θανάτου. Γι' αυτό, όσοι επιδιώκουν με τον στοχαστικό λόγο να αμβλύνουν το φοβερό μυστήριο του θανάτου, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, αποτρέπουν τον άνθρωπο από την μετάνοια, πού συνιστά τον πραγματικό θάνατο της ψυχής. Πραγματικά, ο φόβος του θανάτου οδηγεί στην αφοβία και την υπέρβαση του θανάτου.
 
 
 
*. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 8 ΕΠΕ, σελ. 438 και εξής.

ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟ ΕΓΚΟΛΠΙΟ 

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

H Aνάσταση του Χριστού δεν υπάγεται στην νομοτέλεια αυτού του κόσμου

sta1.jpg

Γιατί το γεγονός της Αναστάσεως ούτε περιγράφεται ούτε απεικονίζεται;

Η Ανάσταση του Χριστού δεν υπάγεται στη νομοτέλεια αυτού του κόσμου και συνεπώς δεν είναι απλώς ένα γεγονός τεράστιας ιστορικής σημασίας, αλλά βρίσκεται πάνω από την ιστορία· την νοηματοδοτεί και την προσανατολίζει προς νέους ορίζοντες, προς ένα καινούργιο κόσμο που είναι τελείως διαφορετικός από το γνωστό μας κόσμο της φθοράς, του πόνου, και του θανάτου. Γι’ αυτό και δεν περιγράφεται από τους ευαγγελιστές μας αυτό το ίδιο το γεγονός της Αναστάσεως, ούτε απεικονίζεται από την Ορθόδοξη εικονογραφία. Τα ευαγγέλια, μας διασώζουν τις μαρτυρίες ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, που επισκέφθηκαν τον άδειο τάφο, που είδαν τον αναστημένο Χριστό, που μίλησαν και έφαγαν μαζί του και έλαβαν την εντολή να γίνουν κήρυκες της Αναστάσεως του σ’ όλη τήν οικουμένη. Έτσι π.χ. το ευαγγελικό ανάγνωσμα της βραδιάς της Αναστάσεως (Μάρκ. 16,1-8) αφηγείται την επίσκεψη των μυροφόρων στον τάφο, όπου αντί του εσταυρωμένου Ιησού συναντούν άγγελο, ο οποίος διακηρύσσει ότι «ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε». Επίσης και η εικονογραφία της Εκκλησίας μας δεν παρασταίνει το ίδιο γεγονός της Αναστάσεως, άλλα τις ανθρωπολογικές του συνέπειες: παρουσιάζει το Χριστό να συντρίβει τις πύλες του Άδη, να σπάζει τα δεσμά και να ανασταίνει τους νεκρούς.

Στην αναστάσιμη θεία Λειτουργία όρισε η Εκκλησία μας να διαβάζονται οι πρώτοι στίχοι από το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο (1,1-17), -περικοπές του οποίου διαβάζοντας όλη τη διάρκεια του Πεντηκοσταρίου. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μιλάει στην αρχή του ευαγγελίου του για την σάρκωση του Λόγου του Θεού που έφερε στον κόσμο τη χάρη, την αλήθεια και το φώς – όχι μόνο με τη διδασκαλία του αλλά κυρίως με τη σταύρωση και την ανάστασή του. Σάρκωση και θάνατος, αρχή και τέλος του Χριστού μέσα στην ιστορία των ανθρώπων, καθώς και «απαρχή» του καινούργιου κόσμου με την Ανάσταση του βιώνονται μέσα στην εκκλησία σαν ενιαίο γεγονός της αγάπης του Θεού, που έρχεται να φανερώσει την αλήθεια στον υποδουλωμένο στα ψεύτικα είδωλα κόσμο, να φέρει το φως στο σκοτισμένο άνθρωπο και να δώσει χάρη στην καταδικασμένη σε θάνατο εξαιτίας των ιδίων της των έργων ανθρωπότητα.
Η υμνογραφία της Κυριακής του Πάσχα στρέφεται περίπου γύρω από τα ίδια θέματα, γύρω από την αγαλλίαση και ευφροσύνη που χαρακτηρίζουν τους πιστούς και γύρω από το μήνυμα της αγάπης. Τόσο λοιπόν τα ευαγγελικά μας κείμενα, όσο η λειτουργική και εικονογραφική παράδοση της εκκλησίας το ανθρωπολογικό μήνυμα της Αναστάσεως μας μεταφέρουν και τη σημασία της για την ύπαρξη του άνθρωπου υπογραμμίζουν.
Πραγματικά, η σημασία της Αναστάσεως του Χριστού δεν εξαντλείται στην απολογητική προσπάθεια αποδείξεως της ιστορικής της πραγματικότητας. Τί νόημα θα είχε ένα γεγονός της ιστορίας μαρτυρημένο από πολλές γραπτές πηγές, αν αυτό δεν σχετιζόταν άμεσα με την ύπαρξη του καθενός μας; Η Ανάσταση του Χριστού έχει ακριβώς αυτή την υπαρξιακή διάσταση: Δηλώνει την αρχή της νέας δημιουργίας, του καινούργιου κόσμου που προσφέρει ο Θεός στην ανθρωπότητα. Κι ο καινούργιος αυτός κόσμος δεν έχει καμιά σχέση με την οσμή της φθοράς, τον τρόμο του θανάτου και τις εχθρικές εκδηλώσεις του άνθρωπου προς τον συνάνθρωπο, αλλ’ είναι ζωή αγάπης, ζεστασιάς και ελπίδας.
Η Ανάσταση λοιπόν έχει νόημα όχι απλώς σαν ιστορικό γεγονός στην γενικότητά του, αλλά σαν θείο προσκλητήριο που αφορά τον κάθε άνθρωπο ιδιαίτερα. Κι όταν ο Θεός προσφέρει το δώρο της ζωής, δεν αποτελεί ασύνετη εκδήλωση του άνθρωπου να προτιμάει τον θάνατο; Όταν ο Θεός με την Ανάσταση του Χριστού ξαναδημιουργεί τον χαλασμένο κόσμο και δίνει τη δυνατότητα αναστάσεως του κάθε ανθρώπου, ποιά δικαίωση μπορεί να έχει όποιος επιμένει στην απόγνωση και στο μηδέν;
Η Ανάσταση του Χριστού είναι μήνυμα ελπίδας και ζωής. Το μήνυμα αυτό με το κήρυγμα της Εκκλησίας απευθύνεται στον άνθρωπο κάθε εποχής και μαρτυρεί την ανεξάντλητη αγάπη του Θεού, ο οποίος, παρά τις θανατηφόρες ενέργειες των ανθρώπων, τους καλεί συνεχώς στη ζωή και στον κόσμο της Αναστάσεως.
(Ιωάν. Δ. Καραβιδόπουλου, «Οδός Ελπίδος»)

Πηγή:http://vatopaidi.wordpress.com/2010/04/10/γιατί-το-γεγονός-της-αναστάσεως-ούτε-π/#more-37603

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Να μοιραστούμε με τους άλλους τη μεγάλη χαρά της Ανάστασης...

Να μοιραστούμε με τους άλλους τη μεγάλη χαρά της Ανάστασης...

Ανάσταση ΧριστοὐΕπειδή ο Χριστός, ο Θεός μας, είναι αληθινός άνθρωπος, πέθανε μ' ένα πλήρη και γνήσιο ανθρώπινο θάνατο πάνω στο Σταυρό. Αλλά επειδή δεν είναι μόνο αληθινός άνθρωπος αλλά και αληθινός Θεός, επειδή είναι η ίδια η ζωή και η πηγή της ζωής, αυτός ο θάνατος δεν ήταν, και δεν θα μπορούσε να είναι, το τελικό κλείσιμο.
Η ίδια η Σταύρωση είναι μια νίκη αλλά ενώ τη Μ. Παρασκευή η νίκη είναι κρυμμένη, το πρωί του Πάσχα διακηρύσσεται. Ο Χριστός ανασταίνεται από τους νεκρούς και με την ανάστασή του μας λυτρώνει από την αγωνία και τον τρόμο η νίκη του Σταυρού βεβαιώνεται, η αγάπη φανερώνεται ανοιχτά, ότι είναι πιο δυνατή απ' το μίσος και η ζωή πιο δυνατή απ' το θάνατο. Ο ίδιος ο Θεός πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς κι έτσι δεν υπάρχει πια θάνατος ακόμη κι ο θάνατος γέμισε από το Θεό. Αφού ο Χριστός αναστήθηκε, δεν είναι ανάγκη πια να φοβόμαστε καμιά σκοτεινή ή δαιμονική δύναμη μέσα στο σύμπαν. Όπως διακηρύττουμε κάθε χρόνο στην πασχαλινή Λειτουργία τα μεσάνυχτα, με λόγια που αποδίδονται στον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο:
Μηδείς φοβείσθω θάνατον
ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος
Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες
Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν άγγελοι...
Εδώ, όπως και αλλού, η Ορθοδοξία τονίζει το απόλυτο. Επαναλαμβάνουμε με τον Απ. Παύλο, «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών» (Α' Κορ. 15,14). Πώς θα συνεχίσουμε να είμαστε Χριστιανοί, αν πιστεύουμε ότι ο Χριστιανισμός έχει θεμελιωθεί πάνω σε μια πλάνη; Έτσι, όπως δεν είναι σωστό ν' αντιμετωπίζουμε το Χριστό απλώς σαν ένα προφήτη ή δάσκαλο ηθικής και όχι σαν ενσαρκωμένο Θεό, έτσι δεν είναι αρκετό να ερμηνεύουμε την Ανάσταση, λέγοντας ότι «το πνεύμα» του Χριστού κατά κάποιο τρόπο συνέχισε να ζει ανάμεσα στους μαθητές του. Κάποιος που δεν είναι «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», που δε νίκησε το θάνατο πεθαίνοντας και ανασταίνοντας τον εαυτό του από τους νεκρούς, δεν μπορεί να είναι η σωτηρία μας και η ελπίδα μας. Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι υπήρξε αληθινή ανάσταση εκ των νεκρών, με την έννοια ότι το ανθρώπινο σώμα του Χριστού ξαναενώθηκε με την ανθρώπινη ψυχή του και ότι ο τάφος βρέθηκε αδειανός.
«Υμείς δέ εστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48). Ο αναστημένος Χριστός μας στέλνει μέσα στον κόσμο να μοιραστούμε με άλλους τη «μεγάλη χαρά» της Ανάστασής του. Ο πατήρ Alexander Schmeman γράφει: «Από την αρχή-αρχή ο Χριστιανισμός υπήρξε η διακήρυξη της χαράς, της μόνης δυνατής χαράς πάνω στη γη... Δίχως τη διακήρυξη αυτής της χαράς ο Χριστιανισμός είναι ακατανόητος. Μόνον ως χαρά η Εκκλησία έγινε νικήτρια μέσα στον κόσμο κι έχασε τον κόσμο όταν έχασε τη χαρά, όταν έπαψε να είναι μάρτυρας αυτής της χαράς. Απ' όλες τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών, η πιο τρομερή εκφράστηκε από τον Nietzsche όταν είπε ότι οι Χριστιανοί δεν είχαν χαρά ... «Μη φοβείσθε ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην» -έτσι αρχίζει το ευαγγέλιο και τελειώνει: «και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης...» (Λουκ. 2,10,24,52). Κι εμείς πρέπει να επανακτήσουμε το μήνυμα της μεγάλης χαράς».
Γράφει ο π. Δημήτριος Staniloae: «Η βαθειά προέλευση της ελπίδας και της χαράς που χαρακτηρίζουν την Ορθοδοξία και που εισχωρούν σ' όλη τη λατρεία της είναι η Ανάσταση. Το Πάσχα, το κέντρο της Ορθόδοξης Λατρείας, είναι μία έκρηξη χαράς, είναι η ίδια χαρά που ένιωσαν οι Απόστολοι όταν είδαν τον αναστημένο Σωτήρα. Είναι η έκρηξη της χαράς του σύμπαντος στο θρίαμβο της ζωής, έπειτα από τη συντριπτική θλίψη για το θάνατο -το θάνατο που ακόμη και ο Κύριος της ζωής έπρεπε να υποφέρει όταν έγινε άνθρωπος. «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας και αόρατος Χριστός γαρ εγήγερται, ευφροσύνη αιώνιος». Τώρα όλα τα πράγματα έχουν γεμίσει με τη βεβαιότητα της ζωής, ενώ πριν όλα πήγαιναν σταθερά προς το θάνατο.
Η Ορθοδοξία δίνει έμφαση με ιδιαίτερη επιμονή στην πίστη του Χριστιανισμού για το θρίαμβο της ζωής.»

(Από το βιβλίο «Ο Ορθόδοξος Δρόμος», του Επισκόπου Διοκλείας Καλλἰστου Γουέαρ)


Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Ο "θάνατος" του Θεού και η αθανασία του Ανθρώπου

του Αρχιμ. Ιωακείμ Οικονομίκου
Η ανάσταση του Χριστού, αποτελεί το μεγαλύτερο ιστορικό γεγονός της ανθρωπότητος. Με την ανάστασή Του ο Χριστός, φέρνει και πάλι την ελπίδα και την αισιοδοξία στον άνθρωπο. Η ανάσταση του Χριστού είναι η νίκη του θανάτου και της φθοράς."Θανάτου εορτάζωμεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής". Η Ανάσταση είναι το επιστέγασμα της πίστεώς μας. Εάν ο Χριστός έμενε μόνο στον σταυρό, δεν θα διέφερε σε τίποτα από τα άλλα θρησκεύματα ή τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα πού πέρασαν ή και πού θα περάσουνα από αυτήν την ζωή. Η Ανάσταση του Χριστού, κάνει και πάλι τον άνθρωπο, Άνθρωπο. Και ενώ οι άνθρωποι προσπαθούν να κάνουν τον Θεό θνητό, Εκείνος κάνει ένα μεγάλο δώρο. Κάνει τον άνθρωπο αθάνατο.

Ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία, ο άνθρωπος δεν φέρηκε τόσο σκληρά και με τόσο μίσος απέναντι στον Θεό, όσο στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Τον καταδίκασε χωρίς δίκη, τον φραγγέλωσε, τον σταύρωσε, τον εξευτέλισε, του φόρεσε ακάνθινο στεφάνι. Εκείνος όμως ανεβαίνοντας στον Σταυρό, ανοίγει την αγκαλιά του και δέχεται τους πάντες. Ο άνθρωπος θέλησε να κάνει τον Θεό θνητό, αλλά ο Θεός κάνει τον άνθρωπο αθάνατο. Αυτή η αθανασία που παρέχει ο Θεός στον άνθρωπο, ἐκανε εκατομμύρια ανθρώπους να πιστέψουν τον Ενα και Μοναδικό Θεό. Οι μάρτυρες της πίστεώς μας, δέχτηκαν να μαρτυρήσουν για να μπορέσουν να ζήσουν αιώνια κοντά στον ελευθερωτή Ιησού Χριστό. Η θυσία τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί  "τρελή", εάν την αποσυνδέσουμε από την Ανάσταση. Και είναι "τρελή" εάν την δούμε με καθαρά κοσμικά κριτήρια. Παύει όμως να είναι "τρελή" και γίνεται λογική, όταν συνδέεται με την Ανάσταση. Η Ανάσταση του Χριστού, είναι αυτή πού έκανε όλους τους μάρτυρες της πίστεως να αρνηθούν την "παλαιάν πλάνην" δηλαδή τα είδωλα, και να πιστέψουν στον ένα και μοναδικό Αναστάντα Θεό. Γράφει ο αείμνηστος Ιουστίνιος Πόποβιτς: "Δια της Αναστάσεως του Κυρίου αναγεννάται εκ νέου ο άνθρωπος, γεννάται δια την αιωνιότητα". Γι'αυτό και όλο το νόημα και η ουσία του Πάσχα κλείνεται σε τέσσερις μόνο λέξεις: "Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη".

amen

Ευχαριστούμε την σελίδα "Ελληνικά Λειτουργικά Κείμενα" ,  

από την οποία αντλούμε τα υμνογραφικά. Η δουλειά τους είναι σπουδαία και αξίξει θερμά συγχαρητήρια.

Επίσης και όλες τίς άλλες σελίδες και ιστολόγια απ'τις οποίες ερανίζουμε την ποικιλλία των αναστάσιμων θεμάτων και των εικόνων προς δόξαν Αναστάντος Χριστού.

(Εικόνα προμετωπίδας από holytrinitybut.org)

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ' αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ' αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ' αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. ( Αποκ. ΚΑ΄)

Eπίσης γράφω...

  • - ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
    Πριν από 1 χρόνια
  • Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ'' (1888) - Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδέ ποτε καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑ...
    Πριν από 2 χρόνια
  • - Λόγω περιορισμένου χρόνου και αποκλειστικής σχεδόν πλέον ενασχόλησης με το fb, αναστέλλεται η λειτουργία των εξής τριών ιστολογίων: ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ...
    Πριν από 10 χρόνια
  • - Λόγω περιορισμένου χρόνου και αποκλειστικής σχεδόν πλέον ενασχόλησης με το fb, αναστέλλεται η λειτουργία των εξής τριών ιστολογίων: ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ...
    Πριν από 10 χρόνια

Περνούν και διαβάζουν...