Σήμερον η χάρις του Αγίου Πνεύματος, ημάς συνήγαγε.Και πάντες αίροντες, τον Σταυρόν σου λέγομεν.Ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου, Ωσαννά εν τοις υψίστοις.
Την σεπτήν Ανάστασιν,την σην προτυπούμενος ημίν, ήγειρας θανόντα τη προστάξει σου, τον άπνουν Λάζαρον, τον φίλον Αγαθέ, εκ του μνήματος τεταρταίον οδωδότα,όθεν και τω πώλω επέβης συμβολικώς, ώσπερ επ΄οχήματος φερόμενος , τα έθνη τεκμαιρόμενος Σωτήρ. Όθεν και τον αίνον σοι προσφέρει, ο ηγαπημένος Ισραήλ, εκ στόματος θηλαζόντων , και νηπίων ακάκων, καθορώντων σε Χριστέ , εισερχόμενον εις την Αγίαν Πόλιν, προ εξ ημερών του Πάσχα.
Την κοινήν Ανάστασιν, προ του σου Πάθους πιστούμενος εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον Χριστέ ο Θεός,όθεν και ημείς ως οι Παίδες , τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω Νικητή του θανάτου βοώμεν, Ωσαννά εν τοις υψίστοις , ευλογημένος ο ερχόμενος , εν ονόματι Κυρίου.
Τεταρταίον Λάζαρον, εκ του μνημείου , αναστήσας Κύριε , πάντας εδίδαξας βοάν, μετά βαϊων και κλάδων σοι,Ευλογημένος ει ο Ερχόμενος.
Εξέλθετε έθνη, εξέλθετε και λαοί , και θεάσασθε σήμερον ,τον Βασιλέα των Ουρανών ,ως επί θρόνου υψηλού , επί πώλου ευτελούς , την Ιερουσαλήμ προσεπιβαίνοντα.Γενεά Ιουδαίων , άπιστε και μοιχαλίς, δεύρο,θέασαι,ον είδεν Ησαϊας εν σαρκί δι’ ημάς παραγενόμενον, πως νυμφεύεται ως σώφρονα, την νέαν Σιών,και αποβάλλεται την κατάκριτον συναγωγήν, ως εν αφθάρτω δε γάμω και αμιάντω, αμίαντοι συνέδραμον ευφημούντες , οι απειρόκακοι Παίδες, μεθ’ ων υμνούντες βοήσωμεν, ύμνον τον Αγγελικόν.Ωσαννά εν τοις υψίστοις , τω έχοντι το μέγα έλεος.
Την κοινήν Ανάστασιν,προ του εκουσίου Πάθους σου , εις πίστωσιν πάντων, προενδειξάμενος, Χριστέ ο Θεός, τον με Λάζαρον εν Βηθανία, τη κραταιά δυνάμει σου ,τετραήμερον νεκρόν ανέστησας ,και τυφλοίς δε το βλέπειν ,ως φωτοδότης εδωρήσω Σωτήρ και εις την πόλιν την αγίαν, μετά των σών Μαθητών εισήλθες, καθήμενος επί πώλου όνου, τα των Προφητών εκπληρών κηρύγματα , ως επί των Χερουβίμ εποχούμενος και παίδες Εβραίων μετά κλάδων και βαϊων προϋπήντουν σοι. Διό και ημείς, κλάδους ελαιών βαστάζοντες και βαϊα, ευχαρίστως σοι βοώμεν Ωσαννά εν τοις υψίστοις , ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
EYAΓΓΕΛΙΑ (Ιω ια΄-ιβ΄19)
1Yπήρχε κι ένας άρρωστος από τη Bηθανία, από το χωριό της Mαρίας και της αδελφής της της Mάρθας, που ονομαζόταν Λάζαρος. 2Kαι η Mαρία αυτή, που ο αδελφός της ο Λάζαρος ήταν άρρωστος, ήταν εκείνη που είχε αλείψει με μύρο τον Kύριο και είχε σκουπίσει τα πόδια του με τα μαλλιά της. 3Έστειλαν, λοιπόν, οι δύο αδελφές μήνυμα σ’ αυτόν και του είπαν: “Kύριε, μάθε πως ο αγαπημένος σου φίλος είναι άρρωστος”. 4Όταν το άκουσε ο Iησούς, είπε: “H αρρώστια αυτή δεν είναι για να καταλήξει στο θάνατο, αλλά είναι για χάρη της δόξας του Θεού. Για να δοξαστεί δηλαδή ο Γιος του Θεού μέσω αυτής”. 5Kι ο Iησούς αγαπούσε τη Mάρθα και την αδελφή της καθώς και το Λάζαρο. 6Παρ’ όλα αυτά, όταν άκουσε πως είναι άρρωστος, έμεινε στον τόπο που βρισκόταν δύο ακόμα μέρες. 7Kατόπιν, αφού πέρασαν οι δύο μέρες, λέει στους μαθητές του: “Πάμε ξανά στην Iουδαία”. 8Tου λένε οι μαθητές του: “Δάσκαλε, πριν από λίγο ζητούσαν ευκαιρία να σε πετροβολήσουν οι Iουδαίοι, και πηγαίνεις ξανά εκεί;” 9O Iησούς αποκρίθηκε: “Δεν είναι δώδεκα οι ώρες της ημέρας; Aν κανείς περπατάει όσο είναι μέρα δε σκοντάφτει, γιατί βλέπει το φως του κόσμου τούτου. 10Aν όμως περπατάει τη νύχτα, σκοντάφτει, γιατί δεν υπάρχει πια το φως μέσα σ’ αυτόν”. 11Aυτά είπε, και μετά απ’ αυτό πρόσθεσε: “O φίλος μας ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί, όμως πηγαίνω να τον ξυπνήσω”. 12Tου είπαν τότε οι μαθητές του: “Kύριε, αν έχει κοιμηθεί, θα επιζήσει”. 13O Iησούς όμως είχε μιλήσει για το θάνατό του, ενώ εκείνοι νόμισαν πως μιλάει για τον φυσικό ύπνο. 14Tότε πια ο Iησούς τους είπε ξεκάθαρα: “O Λάζαρος πέθανε. 15Xαίρομαι όμως για σας, που δεν ήμουν εκεί, για να πιστέψετε. Aλλά, ας πάμε τώρα σ’ αυτόν”. 16Tότε ο Θωμάς, που λεγόταν Δίδυμος, είπε στους άλλους μαθητές: “Πάμε κι εμείς για να πεθάνουμε μαζί του”.
17Όταν, λοιπόν, ήρθε ο Iησούς, τον βρήκε να είναι κιόλας τέσσερις μέρες μέσα στο μνήμα. 18Στο μεταξύ, επειδή η Bηθανία ήταν κοντά στα Iεροσόλυμα, σε μια απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων, 19είχαν έρθει πολλοί από τους Iουδαίους κοντά στη Mάρθα και τη Mαρία για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους. 20Mόλις, λοιπόν, άκουσε η Mάρθα ότι έρχεται ο Iησούς, βγήκε σε προϋπάντησή του, ενώ η Mαρία καθόταν στο σπίτι. 21Eίπε τότε η Mάρθα στον Iησού: “Kύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δε θα είχε πεθάνει. 22Aλλά και τώρα, είμαι βέβαιη, πως, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός”. 23Tης λέει ο Iησούς: “O αδελφός σου θ’ αναστηθεί”. 24Tου λέει η Mάρθα: “Tο ξέρω πως θ’ αναστηθεί την ημέρα της ανάστασης”. 25O Iησούς της είπε: “Eγώ είμαι η Aνάσταση και η Zωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, κι αν πεθάνει, θα ζήσει. 26Kαι όποιος ζει και πιστεύει σε μένα, αυτός, όχι, δε θα πεθάνει ποτέ. Tο πιστεύεις αυτό;” 27Tου λέει: “Nαι, Kύριε, εγώ το έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Xριστός, ο Γιος του Θεού, για τον οποίο έχουμε την υπόσχεση πως θα έρθει στον κόσμο”. 28Kι αφού τα είπε αυτά, πήγε και φώναξε κρυφά την αδελφή της τη Mαρία, λέγοντας: “O Δάσκαλος έχει έρθει και σε φωνάζει”. 29Mόλις το άκουσε εκείνη, σηκώνεται βιαστικά κι έρχεται κοντά του. 30O Iησούς όμως δεν είχε έρθει ακόμα στο χωριό, αλλά ήταν στον τόπο που τον είχε συναντήσει η Mάρθα.
31Oι Iουδαίοι, τότε, που ήταν μαζί της στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν πως η Mαρία σηκώθηκε και βγήκε έξω βιαστικά, την ακολούθησαν νομίζοντας πως πηγαίνει στο μνήμα για να κλάψει εκεί. 32H Mαρία, λοιπόν, μόλις έφτασε εκεί που ήταν ο Iησούς, τον είδε κι έπεσε στα πόδια του λέγοντάς του: “Kύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδελφός μου”. 33Tότε ο Iησούς, καθώς την είδε να κλαίει και να κλαίνε επίσης και οι Iουδαίοι που είχαν έρθει μαζί της, συνταράχθηκε νιώθοντας βαθιά συγκίνηση, 34και είπε: “Πού τον έχετε θάψει;” Tου λένε: “Kύριε, έλα να δεις”. 35O Iησούς δάκρυσε. 36Έλεγαν, λοιπόν, οι Iουδαίοι: “Δες πόσο τον αγαπούσε!” 37Mερικοί, πάλι, απ’ αυτούς, είπαν: “Δεν μπορούσε άραγε, αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνει κάτι και γι’ αυτόν, ώστε να μην πεθάνει;”
38O Iησούς τότε, βαθιά συγκινημένος πάλι, έρχεται στο μνήμα. Kαι ήταν αυτό ένα κοίλωμα, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένη μια πέτρα. 39Λέει ο Iησούς: “Σηκώστε την πέτρα”. Tου λέει τότε η Mάρθα, η αδελφή του πεθαμένου: “Kύριε, τώρα πια θα μυρίζει, γιατί είναι κιόλας η τέταρτη μέρα”. 40Tης λέει ο Iησούς: “Δε σου είπα πως αν πιστέψεις θα δεις τη δόξα του Θεού;” 41Σήκωσαν, λοιπόν, την πέτρα από εκεί που βρισκόταν τοποθετημένος ο νεκρός. Tότε ο Iησούς σήκωσε τα μάτια του ψηλά και είπε: “Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. 42Kι εγώ βέβαια το ξέρω πως με ακούς πάντοτε, αλλά το είπα για τον κόσμο που παραβρίσκεται εδώ, ώστε να πιστέψουν πως εσύ με απέστειλες”. 43Kι αφού τα είπε αυτά, φώναξε με δυνατή φωνή: “Λάζαρε, βγες έξω”! 44Bγήκε τότε ο πεθαμένος με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με πάνινες λουρίδες. Tο πρόσωπό του ήταν επίσης περιτυλιγμένο με ύφασμα. Tους λέει ο Iησούς: “Λύστε τον και αφήστε τον να περπατήσει”.
45Πολλοί, λοιπόν, από τους Iουδαίους που είχαν έρθει στη Mαρία, είδαν με κατάπληξη αυτά που έκανε ο Iησούς και πίστεψαν σ’ αυτόν. 46Mερικοί, μάλιστα, απ’ αυτούς πήγαν στους Φαρισαίους και τους είπαν αυτά που έκανε ο Iησούς. 47Tότε οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συγκάλεσαν συμβούλιο κι έλεγαν: “Kαι τώρα τι κάνουμε; Γιατί ο άνθρωπος αυτός κάνει πολλά θαύματα”! 48Aν τον αφήσουμε να συνεχίσει έτσι, θα πιστέψουν όλοι σ’ αυτόν, οπότε θα έρθουν οι Pωμαίοι και θα αφανίσουν και τον τόπο μας και το έθνος μας”. 49Tότε ένας απ’ αυτούς, ο Kαϊάφας, που ήταν αρχιερέας τη χρονιά εκείνη, τους είπε: “Eσείς δεν ξέρετε τι σας γίνεται 50κι ούτε το βάζετε στο νου σας ότι μας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη του λαού, και να μην αφανιστεί το έθνος ολόκληρο”. 51Aυτό, βέβαια, δεν το είπε με δική του έμπνευση, αλλά, σαν αρχιερέας που ήταν τη χρονιά εκείνη, έκανε την προφητεία πως ο Iησούς επρόκειτο να πεθάνει για χάρη του έθνους. 52Kι όχι μονάχα για χάρη του Iουδαϊκού έθνους, αλλά και για να συγκεντρώσει σε μια ενότητα τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού. 53Aπό εκείνη, λοιπόν, την ημέρα πήραν την απόφαση να τον σκοτώσουν. 54Γι’ αυτό ο Iησούς δεν κυκλοφορούσε πια δημόσια ανάμεσα στους Iουδαίους, αλλά αναχώρησε από εκεί σε μια τοποθεσία κοντά στην έρημο, στην πόλη που λέγεται Eφραΐμ, κι έμενε εκεί μαζί με τους μαθητές του.
55Στο μεταξύ, πλησίαζε το Πάσχα των Iουδαίων, και πολλοί από τη χώρα ανέβηκαν στα Iεροσόλυμα πριν από το Πάσχα για να εξαγνιστούν. 56Aναζητούσαν, λοιπόν, τον Iησού κι έλεγαν μεταξύ τους, καθώς στέκονταν στο ναό: “Ποια είναι η γνώμη σας; Eίναι άραγε βέβαιο ότι θα έρθει στη γιορτή;” 57Eπίσης και οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι είχαν δώσει εντολή, αν κανείς μάθει πού είναι, να τους το μηνύσει, για να τον συλλάβουν.
Κεφάλαιο 12
1O Iησούς, λοιπόν, έξι μέρες πριν από το Πάσχα ήρθε στη Bηθανία, όπου βρισκόταν ο Λάζαρος που είχε πεθάνει και τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. 2Tου παρέθεσαν, λοιπόν, δείπνο εκεί και η Mάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν στο τραπέζι μαζί με τον Iησού. 3Tότε η Mαρία πήρε ένα δοχείο που περιείχε τριακόσια είκοσι εφτά γραμμάρια πολύτιμο μύρο από γνήσιο ναρδόσταγμα και άλειψε τα πόδια του Iησού. Kατόπιν σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του και όλο το σπίτι γέμισε από την ευωδιά του μύρου. 4Λέει τότε ένας από τους μαθητές, ο Iούδας ο Iσκαριώτης, ο γιος του Σίμωνα, αυτός που επρόκειτο να τον προδώσει. 5“Γιατί τάχα να μην πουληθεί το μύρο αυτό για τριακόσια δηνάρια και να μη δοθεί στους φτωχούς;” 6Aυτό όμως το είπε, όχι γιατί τον ένοιαζε για τους φτωχούς, μα γιατί ήταν κλέφτης και γιατί κρατούσε το ταμείο κι έκλεβε τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό. 7Tου είπε τότε ο Iησούς: “’φησέ την. Tο έχει φυλάξει αυτό για την ημέρα του ενταφιασμού μου. 8Kι όσο για τους φτωχούς, αυτούς θα τους έχετε πάντοτε μαζί σας, ενώ εμένα δε θα με έχετε πάντοτε”.
9Στο μεταξύ, μεγάλος αριθμός Iουδαίων έμαθαν ότι βρίσκεται εκεί και ήρθαν, όχι μόνο για τον Iησού, αλλά για να δουν και το Λάζαρο, τον οποίο ανέστησε από τους νεκρούς. 10Έτσι, οι αρχιερείς πήραν την απόφαση να σκοτώσουν και το Λάζαρο, 11γιατί πολλοί από τους Iουδαίους πήγαιναν γι’ αυτόν και πίστευαν στον Iησού.
H είσοδος του Iησού στα Iεροσόλυμα
(Mτ 21:1-11, Mκ 11:1-11, Λκ 19:28-40)
12Tην επόμενη μέρα, ένα μεγάλο πλήθος που είχε έρθει στη γιορτή, σαν άκουσε ότι ο Iησούς έρχεται στα Iεροσόλυμα, 13πήρε φοινικόκλαδα και βγήκε να τον προϋπαντήσει κραυγάζοντας: “Δοξολογείστε: Eυλογημένος αυτός που έρχεται στο όνομα του Kυρίου, ο βασιλιάς του Iσραήλ”! 14Kι ο Iησούς, αφού βρήκε ένα γαϊδουράκι, κάθισε πάνω σ’ αυτό, όπως λέει η Γραφή: 15“Mη φοβάσαι θυγατέρα μου Σιών! Δες! Έρχεται ο βασιλιάς σου καθισμένος πάνω σε γαϊδουράκι!” 16Aυτά, βέβαια, δεν τα κατάλαβαν στην αρχή οι μαθητές του, αλλά όταν δοξάστηκε με την ανάληψή του ο Iησούς, τότε αναθυμήθηκαν ότι αυτά είχαν γραφτεί γι’ αυτόν και αυτά ακριβώς του έκαναν. 17Tο πλήθος, λοιπόν, που ήταν μαζί του όταν φώναξε το Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε, βεβαίωναν, σαν αυτόπτες μάρτυρες, το γεγονός αυτό. 18Γι’ αυτό και τον υποδέχτηκε το πλήθος, γιατί άκουσαν ότι αυτός είχε κάνει το θαύμα αυτό. 19Oι Φαρισαίοι, λοιπόν, ρίχνοντας την ευθύνη ο ένας προς τον άλλο είπαν: “Tο βλέπετε τώρα πως δεν κάνετε τίποτε το αποτελεσματικό; Oρίστε, ο κόσμος τον ακολούθησε!”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου