Ο θάνατος του Ιησού, ένας εντελώς άλλος θάνατος, είναι η επιβεβαίωση μιας άλλης ζωής, της κατ’ ουσίαν ζωής της ανθρώπινης ύπαρξης. Συνέπεια του τάφου και της φθοράς δεν είναι η τελικότητα του θανάτου, αλλά η απαρχή της μέλλουσας και αιώνιας ζωής. Η ανάσταση συνδέεται άμεσα με τον τάφο και τον άδη. Η ανάσταση του Κυρίου πραγματοποιήθηκε στον Άδη, κατά την τριήμερο ταφή του. Εκεί καταλύθηκε ο θάνατος. Η ανάσταση δεν πραγματοποιείται στους ουρανούς, αλλά στη καρδιά του θανάτου. Δεν είναι τυχαίο, ότι η ιστορική πορεία του Ιησού δεν σταματάει στο θάνατο και στη ταφή του, αλλά συνεχίζεται πέραν αυτού, πέρα δηλαδή από τον κενό τάφο, προς την ανάσταση και την αιώνια ζωή. Και οι διηγήσεις των Ευαγγελίων, επίσης, δεν είναι τυχαίο, ότι δεν τελειώνουν με την καταδίκη στο σταυρικό θάνατο και στην ταφή του Χριστού, αλλά επίλογος είναι η ανάστασή του.
1. Το «κεκρυμμένο» μυστήριο της Ανάστασης
Είναι ενδεικτικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον από θεολογικής πλευράς, ότι κανένας από τους ευαγγελιστές δεν αποτόλμησε να περιγράφει το γεγονός της ανάστασης, αυτό καθαυτό το γεγονός, τί ακριβώς δηλαδή συνέβη κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή της έγερσης από τον ύπνο του θανάτου. Όλοι ανεξαιρέτως αναφέρονται στις συνέπειες αυτής της ενέργειας και στις μαρτυρίες ανθρώπων για τον κενό τάφο. Το μυστήριο της ανάστασης παραμένει «κεκρυμμένο». Αυτό που συνεχώς επιβεβαιώνεται από τότε με τους μαθητές και αποστόλους και ως σήμερα με τους πιστούς και τους αγίους είναι οι αλλεπάλληλες εμφανίσεις του Αναστάντος και οι εμπειρίες τους με τον αναστάντα Κύριο. Με άλλα λόγια, είμαστε ικανοί να βιώσουμε τους καρπούς της ανάστασης και όχι να κρίνουμε τη φύση του μυστηρίου αυτού. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το μυστήριο της ενανθρώπησης και με όλα τα μυστήρια της θείας Οικονομίας.
Τούτο πιθανώς να σημαίνει και το ότι κανείς δεν είναι ικανός όχι μόνο να γνωρίσει και να δει, αλλά πολύ περισσότερο να περιγράψει τα σωτηριώδη αυτά γεγονότα, τα οποία ξεπερνούν τις γνωστικές και εκφραστικές δυνατότητές μας. Ο άνθρωπος καταξιώνεται στη βεβαιότητα των μυστηρίων αυτών μόνο διά μέσου της πίστεως και της πνευματικής εμπειρίας. Η βεβαιότητα της κοινωνίας με τον Αναστάντα δεν είναι υπόθεση εργαστηριακής έρευνας και απόδειξης, αλλά ευχαριστιακής μετοχής στο κοινό ποτήριο της ζωής.
Και δεν είναι μόνο η θεολογία που δεν αγγίζει το μυστήριο της ανάστασης. Το ίδιο κάνει και η Ορθόδοξη εικονογραφία, η οποία όταν επιχειρεί να ιστορήσει το γεγονός, απλά παρουσιάζει το κενό μνημείο και προσπαθεί να παραστήσει τις ανθρωπολογικές συνέπειες του γεγονότος αυτού, που είναι η ανάσταση του Αδάμ και της Εύας. Ο Χριστός συντρίβει τα δεσμά του θανάτου και διανοίγει τις πύλες του Άδη, ανασταίνει τους νεκρούς και βγάζει από τον τάφο τον Αδάμ και την Εύα, που σημαίνει ότι απελευθερώνει από τις συνέπειες της πτώσης την όλη ανθρωπότητα.
Για την όλη Ορθοδοξία δεν νοείται ανάσταση του Χριστού χωρίς την ανάσταση του ανθρώπου. Για τον Δυτικό Χριστιανισμό, η ανάσταση θεωρείται ως προσωπικός θρίαμβος του Ιησού. Η Δυτική τέχνη παρουσιάζει τον αναστάντα Χριστό ως ένα Απολλώνιο άνδρα. Γεμάτο ορμή και δύναμη, που κρατάει στα χέρια του τα σύμβολα της νίκης και του θριάμβου. Ο κόσμος από κάτω, αμέτοχος στο γεγονός, παρακολουθεί με έκπληξη μεγάλη, και έκσταση βαθιά. Ο Ιησούς παρουσιάζεται ως θείος άνδρας πλέον, νεανίας και έφηβος, σωματώδης και ωραίος, που αρχίζει μια νέα ζωή θριάμβων.
Στην Ορθόδοξη αγιογραφία, ο Αναστάς φέρνει επάνω του όλη την οδύνη του κόσμου, στο σώμα του ακόμη παρουσιάζονται οι πληγές του σταυρού, είναι «παλαιός των ημερών», που δίνει νέα ζωή στους ανθρώπους οι οποίοι εξέρχονται από τον άδη. Το πρόσωπο του Χριστού είναι γερασμένο, τα πρόσωπα του Αδάμ και της Εύας είναι νεανικά. Η χριστολογική ανάσταση έχει ένα έντονο ανθρωποκεντρισμό. Τρομοκρατημένος είναι μόνο ο Άδης, ο οποίος παραμένει δέσμιος και εγκλωβισμένος στο σκοτάδι της κόλασής του.
Το ίδιο συμβαίνει και με την Ορθόδοξη υμνολογία των ημερών. Οι ανθρωπολογικές συνέπειες, της ανανέωσης και ανακαίνισης, είναι έκδηλες τις ημέρες του Πάσχα. Αγαλλίαση και ευφροσύνη κατέχει τις καρδιές των ανθρώπων. Οι φωτοστέφανοι και η δόξα στολίζουν τους Αγίους. Άμεση συνέπεια της Ανάστασης του Χριστού είναι η θέωση και η δοξοποίηση του ανθρώπου. Η ανάσταση έχει πάντοτε υπαρξιακές και οντολογικές προεκτάσεις στη ζωή του ανθρώπου. Δεν πρόκειται για μια απλή συναισθηματική ή και εξωτερική πνευματική επίδραση. Πρόκειται για κάτι το βαθύ, ουσιαστικό και υπαρξιακό γεγονός. Ο άνθρωπος που εξέρχεται από τον άδη είναι μια νέα ύπαρξη· χαριτωμένος και θεωμένος, ένας αναστημένος κατά χάριν θεός.
Η ανάσταση, όπως και η ενανθρώπηση, μαζί με τη μεταμόρφωση και την εις ουρανούς ανάληψη, ασφαλώς και δεν προσθέτουν τίποτε περισσότερο στο πρόσωπο του Χριστού και του Υιού του Θεού. Μάλλον όλα αυτά είναι γεγονότα κενωτικά της θεότητας. Αντίθετα, όμως, προσθέτουν τα πάντα στον άνθρωπο και τον καθιστούν άξιο της αρχικής δημιουργίας, όχι απλώς να είναι «κατ’ εικόνα Θεού» αλλά και να φτάσει στο εσχατολογικό του «τέλος» και σκοπό, που είναι η «ομοίωση» προς το Θεό. Τα γεγονότα αυτά αν και καθαρά χριστολογικά έχουν ως κέντρο τον άνθρωπο και την τελείωσή του.
2. Η εκκλησιολογική ερμηνεία της Ανάστασης
Δεν είναι τυχαίο, που η Εκκλησία μας επέλεξε να αναγιγνώσκεται κατά την Κυριακή του Πάσχα, όχι κάποια διήγηση που να αναφέρεται στο γεγονός της ανάστασης, αλλά ακούσαμε ως ευαγγελικό Ανάγνωσμα μέρος του εκτεταμένου προλόγου του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου που επικεντρώνει την προσοχή μας στη σάρκωση και ενανθρώπηση του Λόγου. Είναι, πράγματι, αυτό ένα θεολογικό ξάφνιασμα. Έχει, όμως, τη σημασία του.
Την ημέρα του Πάσχα και ιδιαίτερα μέσα στην πασχάλια θεία Λειτουργία όλα ενοποιούνται και παρουσιάζονται ως παρόντα. Υπάρχει μια εικόνα στη βυζαντινή εικονογραφία που παρουσιάζει το θειο Βρέφος στην αγκαλιά της Παρθένου Μητέρας με έντονα στο πρόσωπό του από τώρα τα σημεία του πόνου και της οδύνης. Και τούτο γιατί βλέπει μπροστά του τα σύμβολα του σταυρού και του θανάτου. Δεν υπάρχει, επομένως, ενανθρώπηση χωρίς την προοπτική της θυσίας και του θανάτου. Και δεν νοείται θάνατος του Χριστού χωρίς την ανάσταση.
Ο Λόγος, που δι’ αυτού δημιουργήθηκαν τα πάντα «καλά λίαν» και δεν νοείται δημιουργία χωρίς τον Λόγο, είναι και πάλι παρών στην ιστορία της πτώσης. Όχι απλώς να σώσει τον άνθρωπο από την πτώση, αλλά να δημιουργήσει ένα νέο κόσμο, μεταμορφωμένο και αναστημένο.
Ανάσταση σημαίνει, εκτός των άλλων, και ένας «καινός άνθρωπος» μέσα σ’ ένα «καινόν κόσμον» και κάτω από «καινόν ουρανό».
Με την ανάσταση, ασφαλώς και θεραπεύονται οι συνέπειες της πτώσης, όπως είναι η φθορά, η ασθένεια και ο θάνατος. Τούτο σημαίνει, ότι με την ανάσταση αρχίζει μια νέα ζωή, νέο ήθος άνθρωπου και νέα ποιότητα ζωής. Πάσχα, γνωρίζουμε από την εβραϊκή ορολογία, ότι σημαίνει «έξοδος» από τον παλαιό κόσμο και «πορεία» προς τον κόσμο της επαγγελίας του Θεού. Έξοδος, λοιπόν, από κάθε μορφή δουλείας και ανελευθερίας. Έξοδος από την εξουσία των κάθε μορφής Φαραώ και από τη δουλεία της δαιμονικής κυριαρχίας. Αλλά και πορεία διά μέσου της ερημίας της ιστορίας, όπου oι προκλήσεις και οι πειρασμοί. Η ιστορία πάντα ελλοχεύει τον κίνδυνο της αποστασίας και της εκτροπής.
Πάσχα, όμως, δεν είναι μόνο άρνηση, «έξοδος». Πάσχα σημαίνει και «είσοδος» στη νέα γη της επαγγελίας. Πορεία από τη χώρα του θανάτου στη χώρα των ζώντων. Το χριστιανικό Πάσχα είναι ταυτόσημο με την Ανάσταση. Το Πάσχα δεν είναι υπόθεση ατομική, αλλά υπόθεση μιας ολόκληρης κοινότητας, του λαού του Θεού στο σύνολό του. Το Πάσχα είναι γεγονός εκκλησιολογικό, που σημαίνει καθολικό και οικουμενικό. Όλα τα έθνη και οι φυλές της γης, όλα τα γένη των ανθρώπων, καλούνται να βιώσουν το δικό τους Πάσχα μέσα στο γεγονός της ανάστασης του Χριστού.
Μέσα σ’ αυτή τη θεολογική προοπτική, κατανοούμε, γιατί κατά τη θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα διαβάζεται, επίσης, το αποστολικό Ανάγνωσμα και ο πρόλογος των Πράξεων των Αποστόλων. Μετά την ανάσταση έχουμε μια νέα πραγματικότητα, εκείνη της Εκκλησίας του Χριστού. Από τη πορεία του Πάσχα γεννιέται ένας νέος Ισραήλ, ο νέος λαός του Θεού. Οι Πράξεις των Αποστόλων, με την ιστορία της Εκκλησίας, καλούν όλους να εισέλθουν στη νέα ποίμνη. Η Εκκλησία είναι η καινή κτίση, η χώρα των ζώντων, η χώρα της επαγγελίας του Θεού. Στην Εκκλησία υπάρχει χώρος για όλους. Είναι η νέα Εδέμ, ο χώρος όπου δεν έχει θέση η φθορά και ο θάνατος. Με την ανάσταση καταλύθηκε ο άδης και αναδύθηκε από τον κενό τάφο η νέα γη της επαγγελίας, η Εκκλησία του Χριστού.
3. Η προσωπική εμπειρία της Ανάστασης
Οι προσωπικές και υπαρξιακές συνέπειες αυτής της νέας πραγματικότητας είναι πρόδηλες. Ο καινούργιος κόσμος συνεπάγεται νέους ανθρώπους. Επομένως, καλούμαστε και στη προσωπική μας ζωή και πορεία να δομήσουμε το δικό μας Πάσχα, ένα Πάσχα ελευθερίας και υπαρξιακής πληρότητας.
Έτσι, η έννοια του Πάσχα δεν είναι μονοσήμαντη και πολύ περισσότερο μονοδιάστατη. Περιλαμβάνει την Εκκλησία ως σύνολο, αλλά και τους πιστούς ως πρόσωπα. Έξοδος, διάβαση και πορεία και στη προσωπική ζωή των πιστών. Κίνδυνοι της ερήμου και διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας σημαίνει υπέρβαση των προσωπικών αδιεξόδων και των προσωπικών πειρασμών. Η προσωπική ιστορία είναι μια διαρκής πρόκληση και διαρκής πνευματική περιπέτεια. Η Ιστορία πάντα προβάλλει μπροστά μας τους ποικιλόμορφους πειρασμούς. Πειρασμοί βιολογικοί, υπαρξιακοί και πνευματικοί, συνεχώς βρίσκονται μπροστά μας. Κίνδυνοι ειδωλοποίησης της ίδιας της ζωής μας.
Πάσχα, όπως είπαμε, είναι και είσοδος του λαού του Θεού στη γη της επαγγελίας. Σε προσωπικό επίπεδο αυτό σημαίνει επιστροφή και είσοδο στη πατρώα γη μας. Εκεί μόνο έχει τη δυνατότητα κανείς και την ελευθερία να δομήσει τη δική του ιστορία και την προσωπική του ζωή, με προσωπικές επιλογές και προσωπική ευθύνη. Έκτος της χώρας του είναι ανελεύθερος και δούλος. Τώρα είναι κύριος. Πάσχα, με άλλα λόγια, σημαίνει και πορεία προς την άνδρωση, τη τελείωση και τη θέωση.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, μας λέει, σχετικά με την προσωπική πορεία και μετάβαση «από δουλείας εις ελευθερίαν και από σκότους εις φως και από αιχμαλωσίας εις την της οικείας πατρίδος αποκατάστασιν». Το Πάσχα δεν είναι μια απλή και στατική ανάμνηση κάποιων ιερών γεγονότων του παρελθόντος. Είναι μια διαρκής και δυναμική πραγμάτωση των γεγονότων αυτών στη προσωπική μας ζωή. Η μετοχή μας στα γεγονότα αυτά δεν είναι συναισθηματική, αλλά βαθιά πραγματική και υπαρξιακή.
Ο απόστολος Παύλος βλέπει το Πάσχα καθαρά σε μια προσωπική και λειτουργική σχέση και κοινωνία με το Χριστό. Αν ο Χριστός δεν γίνει «το Πάσχα ημών» είμαστε έκτος του πνεύματος των ημερών. Ο Χριστός εξέφρασε την επιθυμία, «επιθυμίαν επεθύμησα τούτο το Πάσχα φαγείν μεθ’ ημών». Καλούμαστε, λοιπόν, να γίνουμε συνδαιτυμόνες με τον Αναστάντα στο ευχαριστιακό δείπνο της Εκκλησίας και της βασιλείας του Θεού. Εκεί σε μια διαχρονική έννοια η πραγματική βίωση του δικού μας Πάσχα και της δικής μας ανάστασης.
Επίλογος
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, διαφυλάσσει από αιώνες μια ιερή παράδοση· να διαβάζεται κατά τη θεία Λειτουργία της νύχτας του Πάσχα ο ονομαζόμενος «Λόγος Κατηχητικός» του ιερού Χρυσοστόμου. Καλό θα είναι η ανάγνωση αυτή να γίνεται πριν από τη θεία Κοινωνία και όχι μετά απ’ αυτήν. Ο ιερός Χρυσόστομος ενθαρρύνει τους πάντες να προσέλθουν στο ποτήριο της ζωής. Πρόκειται για ένα κείμενο μοναδικό, κατανόησης της ανθρώπινης αδυναμίας και της φιλανθρωπίας του Θεού. Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτολμά να καλέσει τους «πάντες» να εισέλθουν «εις την χαράν του Κυρίου» και να απολαύσουν «του συμποσίου της πίστεως», χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς προαπαιτούμενα.
Αυτό είναι το ορθόδοξο κήρυγμα και αυτή είναι η σωστότερη κατήχηση. Ένας λόγος συγκλονιστικός και απελευθερωτικός. Λόγος συγχωρητικός, γεμάτος κατανόηση και φιλανθρωπία.
Στο κείμενο αυτό ανακεφαλαιώνεται όλη η θεολογία, μια θεολογία αγάπης και ελέους. Εδώ δεν χωράει καμιά νομική και δικανική κατανόηση της σωτηρίας. Γίνεται δεκτός και ο έσχατος, όπως και ο πρώτος. Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες καλούνται στο μεγάλο πανηγύρι της ζωής. Η αμαρτία χάνει τη δύναμή της και την κυριαρχία της. Ο δαίμονας και ο Άδης κατατροπώνονται. Όλα στο φώς της ανάστασης παίρνουν τη μορφή της χαράς και της ελπίδας. Όλοι που κοινωνούν το Χριστό μετέχουν και στο μεγάλο δείπνο της βασιλείας του Θεού. Κανείς δεν δικαιούται την ώρα αυτή να απέχει από το τραπέζι της χαράς και της ζωής. Δεν έχουν θέση εδώ θρήνοι και οδυρμοί για τις αμαρτίες. Κανείς δεν πρέπει να φύγει νηστικός και πεινασμένος, ενώ «η τράπεζα γέμει… και ο μόσχος πολύς». Το δείπνο παρέχεται σε όλους και είναι πλούσιο, έκφραση της απέραντης αγάπης του Θεού. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας στερήσει αυτή τη χαρά.
Αυτό είναι η πατερική Ορθόδοξη Εκκλησία. Μια Εκκλησία αγάπης και φιλανθρωπίας. Ο σύγχρονος Χριστιανισμός είναι ανάγκη να επιστρέψει και πάλι σ’ αυτό το αρχαίο πατερικό ήθος. Η αγάπη και η κατανόηση του κόσμου δεν είναι εκκοσμίκευση. Εκκοσμίκευση είναι η άσκηση εξουσίας, αντί της άσκησης της διακονίας και της φιλανθρωπίας του Θεού.
(Γ.Π.Πατρώνου, Ομοτ. Καθηγ. Του Παν/μίου Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολόγια», τομ.Β΄. Εκδ.Αποστολική Διακονία)