Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον, Ιησούν τόν μόνον αναμάρτητον. Τόν σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν, και τήν αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν· συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν τήν του Χριστού αγίαν ανάστασιν· ιδού γαρ ήλθε διά του σταυρού, χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τόν Κύριον, υμνούμεν τήν ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γαρ υπομείνας δι ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν 

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Η πορεία της Μ. Σαρακοστής




Η Καθαρά Δευτέρα μας εισάγει δυναμικά στη μακρά περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Είναι μια διαφορετική περίοδος από τον άλλο χρόνο, για όσους, βέβαια, θέλουν να ζουν εκκλησιαστικά. Γιατί είναι περίοδος με λειτουργικές εναλλαγές, με νηστεία αυστηρή, με πρόσκληση για αυτογνωσία και μετάνοια. Ουσιαστικά σηματοδοτεί τον χριστιανικό τρόπο ζωής, που χαρακτηρίζεται από αγώνα, λειτουργική ζωή, πορεία προς την «εντός ημών Βασιλεία» που περνά από το καμίνι της μετάνοιας.
Τα πιο πάνω εξωτερικά φαίνονται ως μια ζωή πάλης, άρνησης, στέρησης. Και είναι! Βιωματικά όμως κρύβουν τη χαρά της ελευθερίας, την εσωτερική εμπειρία της ειρήνης, τη γεύση της «άλλης ζωής». Γι’ αυτό χρειάζεται να αρχίσουμε το «στάδιο των αρετών» όχι μίζερα και αναγκαστικά, αλλά με επιθυμία να ελευθερωθούμε απ’ όσα μας κρατούν κάτω, απ’ όσα μας δυσκολεύουν να γνωρίσουμε και μείς όσα γνώρισαν οι άγιοι πρόγονοί μας.
Παλαιότερα μου έλεγε κάποιος γνωστός μου για ένα χωριό της Μακεδονίας, όπου οι κάτοικοί του τη Μ. Σαρακοστή άρχιζαν την ημέρα τους με την ακολουθία του Όρθρου στο ναό. Στη συνέχεια πήγαιναν στις γεωργικές τους εργασίες, όπου εργάζονταν με σιωπή και προσευχή. Αν κάποιος αργολογούσε του έλεγαν:
-         Σιωπή. Είναι Μεγάλη Σαρακοστή!
Τελείωναν την ημέρα με τη συμμετοχή τους στο Μ. Απόδειπνο, που γινόταν, βέβαια, στο ναό. Έτσι όλο το χωριό ζούσε όπως σ’ ένα Μοναστήρι.
Κι αν αυτά δεν μπορούν να γίνουν τώρα, μπορούμε όμως να προσέξουμε την αργολογία που διασπά τις εσωτερικές δυνάμεις και την καθαρότητα του νου. Η σιωπή, η ακατακρισία, η αυτομεμψία και το πένθος για ό, τι είμαστε, μας αποκαλύπτουν τα μυστικά της πνευματικής ζωής και εισάγουν τη χαρμολύπη των αγίων στην καρδιά.
Η συμμετοχή στις καθημερινές ακολουθίες, κατά τη δύναμη και τις δυνατότητες του καθενός, θα ενθαρρύνουν τον εαυτό μας να αγωνιστεί κατά των ορατών και αοράτων εχθρών, που συνήθως αυξάνονται την περίοδο αυτή,  γιατί θα βιώσουμε τη δύναμη της Εκκλησίας, δηλαδή των πολλών, του ενός σώματος. «Αλλοίμονο στον ένα που θα πέσει και δεν θα έχει κοντά του άλλο να τον σηκώσει», κατά το Ευαγγέλιο.
Ξεκινούμε… κι έχει ο Θεός! Η πορεία έχει διάφορες φάσεις, δυσκολίες και χαρές, που την κάνουν να έχει ενδιαφέρον. Είναι σημαντικό να μην «βάζουμε νερό στο κρασί μας» και να υποχωρούμε με την πρώτη δυσκολία, να νηστέψουμε όλη την περίοδο κανονικά, να μελετούμε και να προσευχόμαστε, να σιωπούμε και να λειτουργούμαστε, να μετανοούμε και να κοινωνούμε, να μην κατακρίνουμε και να ελεούμε.
Τότε δεν θα περιμένουμε το Πάσχα για να χαρούμε! Ήδη θ’ αρχίσει το Πάσχα, ως «πέρασμα από το θάνατο της αμαρτίας στη ζωή του Θεού», να υπάρχει μέσα μας κι άρα η χαρά Του και ο θρίαμβος Του θα κυριαρχήσουν καθ’ οδόν, με αποκορύφωμα τη νύκτα της Ανάστασης, που θα προαναγγέλλει την ανέσπερη αιώνια ημέρα του Κυρίου μας «εν τη Βασιλεία Του».
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους


Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ-ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ



   Α΄. Αναφέρει η αγία Γραφή (Γ΄ Βασ. 17ο κεφ.) ότι μετά την ανομβρία που επικράτησε την εποχή του προφήτη Ηλία στο Ισραήλ, τα πάντα ξεράθηκαν και κάηκαν· οι χείμαρροι, όπως ο Χορράθ κοντά στον οποίον ζούσε ο Ηλίας, και αυτοί στερέψανε. Έτσι φοβερή πείνα επικράτησε στο Ισραήλ. Οι άνθρωποι και τα ζώα πεθαίνανε συνεχώς λόγω ελλείψεως τροφής και νερού. Τα πάντα καταστρεφόταν.
    Πεινούσε και ο προφήτης Ηλίας, ο οποίος έτσι συμμετείχε στη δοκιμασία των συμπατριωτών του, χωρίς ό ίδιος να είναι αμαρτωλός. Ο Θεός δεν επιτρέπει οι άγιοι του να γλιτώνουν εντελώς τις συνέπειες της παιδαγωγίας του, αλλά και οι ίδιοι οι δίκαιοι δεν εξαιρούν τον εαυτό τους από τις δοκιμασίες, που αυτοί οι ίδιοι επιβάλλουν· συγκακοπαθούν και αυτοί με τους αμαρτωλούς αδελφούς τους.
    Λοιπόν πεινά και διψά ο Ηλίας. Και ο Θεός του επιβάλλει μια νέα δοκιμασία. Προηγουμένως τον έτρεφε με τα κοράκια, πουλί σιχαμερό και ακάθαρτο για τους Ιουδαίους. Τώρα τον αναγκάζει να πορευθεί στα Σαρεπτά της Σιδωνίας, στον σημερινό Λίβανο, όπου παλαιότερα ζούσανε οι Φοίνικες, σε ξένο λαό και ειδωλολάτρη. Και κει τον διατάζει να ζητήσει να φιλοξενηθεί από μία χήρα της περιοχής. Μεγάλη δοκιμασία για τον υπερήφανο, αυστηρό και ζηλωτή Ηλία. Ο Ηλίας υπακούει και αφού συνάντησε την χήρα ζήτησε απ’ αυτήν να τον ταΐσει. Εκείνη του απάντησε ότι έχει μόνο μια χούφτα αλεύρι και λίγο λάδι στο δοχείο του λαδιού. Μ’ αυτό θα κάνει λίγο ψωμί γι’ αυτή και τα παιδιά της και μετά θα περιμένουν να πεθάνουν. Ο Ηλίας την προστάζει να κάνει μια λαγάνα και να ταΐσει πρώτα αυτόν και μετά να φάνε αυτή και τα παιδιά της. Αλλά της είπε ότι, αν υπακούσει στην εντολή του, το αλεύρι και το λάδι δεν θα λείψουν ποτέ από το σπίτι της μέχρι να σταματήσει η ανομβρία. Η χήρα πίστεψε στον προφήτη Ηλία και εκτέλεσε την εντολή του. Έτσι ζούσανε μαζί χωρίς να έχουν πρόβλημα επισιτισμού.
    Κάποια μέρα όμως, ένα από τα παιδία της χήρας αρρώστησε με βαρειά αρρώστια και πέθανε. Η χήρα δεν αγανάκτησε, ούτε τα έβαλε με το Θεό γι’ αυτή τη νέα δοκιμασία που της ήρθε, αν και έκανε ότι της ζητούσε ο Θεός μέσω του Ηλία. Μόνο έκλαψε για τις αμαρτίες της και ελεεινολόγησε τον εαυτό της, που ενώ ήταν ανάξια, φιλοξενούσε τον προφήτη του Θεού. Ο Ηλίας πήρε στην αγκαλιά του το παιδί, ανέβηκε στο υπερώο όπου έμενε, το ξάπλωσε στο κρεβάτι του και άρχισε να θρηνεί και να παραπονείται προς τον Κύριο, που επέτρεψε αυτή τη δοκιμασία. Φύσηξε τρεις φορές προς το παιδί, όπως ο Θεός έκανε στον Αδάμ όταν τον έπλαθε, και παρακάλεσε τον Θεό να επιστρέψει η ψυχή του παιδιού, πράγμα το οποίο και έγινε. Οι πατέρες της Εκκλησίας επαινούν και εγκωμιάζουν την αλλόφυλη και αλλόθρησκη χήρα μέχρι τρίτου ουρανού και την ελεημοσύνη που αυτή παρουσίασε. Την ελεημοσύνη που την έθρεψε όταν όλοι πεθαίνανε και της ανέστησε το παιδί της όταν αυτό πέθανε. Λέγει ο ιερός Χρυσόστομος· Ποιος είναι τόσο φτωχός, που να έχει μόνο μία χούφτα αλεύρι και λίγο λάδι μόνο στο κελάρι του σπιτιού του; Κανείς. Και όμως η χήρα μ’ αυτή την ελάχιστη τροφή έκανε την πιο μεγάλη και θαυμαστή ελεημοσύνη. Ελεημοσύνη που ανέστησε νεκρό!
    Β΄. Επίσης στην αγία Γραφή (Δ΄ Βασ. 4ο κεφ.) αναφέρεται ότι μία γυναίκα, που επέδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Ελισαίο και τον φιλοξενούσε κατά ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο, ενώ ήταν στείρα, με την βοήθεια του Ελισαίου απέκτησε παιδί. Το παιδί αυτό όμως, όταν μεγάλωσε, ενώ ήταν στους αγρούς που θέριζε ο πατέρας του, ένοιωσε φοβερό πόνο στο κεφάλι και σε λίγο απέθανε. Η μητέρα του το πήρε και το πήγε στο υπερώο του σπιτιού, σε δωμάτιο που είχε κάνει ειδικά για να φιλοξενεί τον Ελισαίο όταν περνούσε από την περιοχή τους, και το ξάπλωσε στο κρεβάτι του Ελισαίου. Μετά καβαλίκεψε ένα γαϊδουράκι και με τη συνοδεία ενός υπηρέτη της πήγε στο Καρμήλιο όρος, να βρει τον προφήτη. Αφού τον βρήκε και τον έφερε στο σπίτι της, ο Ελισαίος ανέστησε το παιδί της. Και στο επεισόδιο αυτό φαίνεται ότι η φιλοξενία –που είναι μία μορφή ελεημοσύνης- πέτυχε την ανάσταση του παιδιού της Σωμανίτιδος χήρας.
    Γ΄. Στην Καινή Διαθήκη (Πραξ. 9,36-43) ο Πέτρος ανασταίνει την Ταβιθά, μία γυναίκα που ήταν «πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών», επειδή τον ειδοποίησαν και τον παρακάλεσαν με δάκρυα οι χήρες που τις προστάτευε και τις συντηρούσε. Πολλοί χριστιανοί πεθάνανε την εποχή εκείνη· μόνο όμως την Ταβιθά ανέστησε ο Πέτρος, γιατί χρειαζότανε να συνεχίσει την προστασία τόσων και τόσων ενδεών.
* * *
    Αλλά εκτός από την σωματική ανάσταση η ελεημοσύνη χαρίζει και την πνευματική ανάσταση, η οποία είναι προϋπόθεση για να ζήσουμε την αιώνια ζωή κοντά στο Θεό. Όταν ο Κύριος ήλεγξε τους Φαρισαίους ότι ενδιαφέρονται για την εξωτερική καθαριότητα και αγιότητα· ότι καθαρίζουν απ’ έξω το ποτήρι τους και το πιάτο τους ενώ μέσα είναι βρώμικα και ακάθαρτα και σιχαμερά, τότε τους είπε· «πλην τα ενόντα (αυτά που έχετε) δότε ελεημοσύνη, και ιδού άπαντα καθαρά υμίν έσται» (Λουκ. 11,41). Δηλαδή η ελεημοσύνη μας καθαρίζει εσωτερικά! Λέγει ο Ιώβ (14,4-5) ότι κανείς δεν είναι καθαρός από αμαρτία, ακόμη και μια μέρα αν είναι η ζωή του. Κανείς εκτός από το Χριστό δεν μπορεί να καυχηθεί ότι είναι αναμάρτητος. Άρα όλοι χρειάζεται να βαδίσουμε «τας οδούς της μετανοίας» όπως λέγει ο άγιος Χρυσόστομος· και μία οδός μετανοίας κατά τον ιερό πατέρα είναι η ελεημοσύνη. Γράφει ο ιερός πατήρ·
    «Όσες αμαρτίες κι αν έχεις, η ελεημοσύνη σου τις ισοζυγίζει όλες. Αυτή φθάνει στον θρόνο του Θεού και γίνεται συνήγορός σου. Γι’ αυτό λέει ο Θεός στον Κορνήλιο· ‘Κορνήλιε αι προσευχαί σου και αι ελεημοσύναι σου ανέβησαν ενώπιον του Θεού’ (Πραξ. 10,4). Στις 10 παρθένες όμως, που, ενώ κατόρθωσαν την δύσκολη αρετή της παρθενίας, δεν φρόντισαν να αποκτήσουν το έλαιον της ελεημοσύνης, έκλεισε την πόρτα του παραδείσου. Συνεπώς, ακόμη και η υπερφυσική αρετή της παρθενίας τότε μόνο έχει αξία όταν μαζί της έχει την αδελφή της την ελεημοσύνη. Φθάνει ο ι. πατήρ στο σημείο να πει ότι, εάν επιθυμήσει άνδρα η παρθένος, δεν είναι τόσο μεγάλο έγκλημα, γιατί επιθυμεί ομοούσια ύλη· στην περίπτωση όμως της ασπλαχνίας η κατηγορία είναι μεγάλη, γιατί επιθυμεί ξένη ύλη (πρβλ. Ε.Π.Ε. 30, σσ. 139, 141, 149, 151). Στην παραβολή της κρίσεως (Ματθ.25,41) το κριτήριο διαχωρισμού δικαίων και αδίκων είναι η ελεημοσύνη. Στην παραβολή αυτή ο Χριστός δεν κρίνει την αμαρτία, αλλά την απανθρωπιά και την αδιαφορία των ανθρώπων να τους συγχωρηθούν οι αμαρτίες μέσω της ελεημοσύνης (Ε.Π.Ε. 30,279). Είναι τόση η αδυναμία του Θεού προς την ελεημοσύνη, που αυτός ο αδέκαστος κριτής δέχεται να «δωροδοκηθεί» χάριν των πενήτων Ε.Π.Ε. 30.269)».     Πόσο μεγάλο το αγαθό της ελεημοσύνης!




 http://pmeletios.com/ar_meletios/apostoloi/elehmosynh_kai_anastash.html

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

ἀξίωσον καὶ ἡμᾶς, προσκυνῆσαί σου τὰ Πάθη καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν

Ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ κατὰ τῶν δαιμόνων νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν Ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία· δι' αὐτῆς γὰρ Μωϋσῆς, γέγονε τῷ Κτίστῃ συνόμιλος, καὶ φωνὴν ἀοράτως, ἐν ταῖς ἀκοαῖς ὑπεδέξατο· Κύριε, δι' αὐτῆς ξίωσον καὶ ἡμᾶς, προσκυνῆσαί σου τὰ Πάθη καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν, ὡς φιλάνθρωπος.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Περί του Ιουδαϊκού Σαββάτου. Είναι σωστές οι θέσεις των Αντβεντιστών;




«Στους Εβραίους εδόθη η απαγόρευση της εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου. Με αυτόν τον τρόπο ο Θεός θέλησε να περιορίσει την αναισθησία και τη φιλοσαρκία του λαού αυτού και τη ροπή του προς την ύλη. Η φύλαξη του Σαββάτου αναφερόταν στους αδύνατους πνευματικά Ισραηλίτες. Κίνητρο για την τήρηση αυτής της εντολής ήταν ο φόβος της τιμωρίας. Όμως η σχέση αυτή του φόβου καταργήθηκε με την υιοθεσία ‘’εν Χριστώ Ιησού’’. Ο χριστιανός δεν είναι πλέον δούλος, αλλά υιός (Ιωάννης α 12, Ρωμαίους η 15-17, Γαλάτας δ 4-7 )· δεν βρίσκεται πλέον κάτω από τον νόμο, αλλά κάτω από την χάρη (Ρωμαίους στ 14). Με βάση τη νέα σχέση της υιοθεσίας καλείται να στρέψει όλη την επιθυμία του προς τον Θεό και να εκτελεί διαρκώς το θέλημα Του όχι πλέον από φόβο, αλλά από αγάπη. Όχι μια ημέρα την βδομάδα, αλλά σε όλη του τη ζωή. Για αυτό και η Κυριακή δεν είναι απλώς η αντικατάσταση του Σαββάτου από μέρους της Εκκλησίας, αλλά η ημέρα της νέας δημιουργίας, η γενέθλιος ημέρα των παιδιών του Θεού. Έτσι η Κυριακή συμβολίζει την αιώνια ανάπαυση των πιστών. Κατά την ημέρα αυτή ο Κύριος μας εισήγαγε στη δική Του κληρονομιά, στην οποία ο ίδιος εισήλθε πρόδρομος (Εβραίους στ 20). Αυτή την ημέρα άνοιξαν οι πύλες του ουρανού· βρίσκεται έξω από τον εβδομαδιαίο κύκλο των Ιουδαίων και χαρακτηρίζεται ως ογδόη ημέρα (πρβλ. Ψαλμός στ 1).

‘’Ώστε και αν ειπείς ‘’ημέραν’’ και αν ειπείς ‘’αιώνα’’ την αυτήν έννοιαν εκφράζεις… Θέλοντας λοιπόν να ελκύσει τον νουν προς την μέλλουσαν ζωήν, ονόμασε, ‘’μιαν’’ την εικόνα του αιώνος την απαρχήν των ημερών, την συνομήλικον του φωτός, την αγία Κυριακήν, αυτή που ετιμήθη με την ανάσταση του Κυρίου’’ (Μ. Βασίλειος).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ονομάζει την Κυριακή ‘γενέθλιον ημέραν της ανθρωπίνης φύσεως. Διότι είμεθα χαμένοι και ευρέθημεν· νεκροί και ξαναζήσαμεν· εχθροί και συνεφιλιώθημεν. Δια τούτο αρμόζει να αποδίδωμεν εις αυτήν πνευματικήν τιμήν…’’.  ‘’Κατά αυτήν την ημέραν κατελύθη ο θάνατος, εσβέσθη η κατάρα, εξηφανίσθη η αμαρτία, έσπασαν αι πύλαι του Άδου, και έγινε αιχμάλωτος ο διάβολος και κατελύθη ο διαρκής πόλεμος και έγινεν η συμφιλίωσις του Θεού με τους ανθρώπους…’’.

Ήδη από την εποχή των αποστόλων και στους μεταποστολικούς χρόνους οι χριστιανοί τελούσαν τις συνάξεις τους για την τέλεση της θείας ευχαριστίας κατά την ημέρα του Κυρίου, δηλαδή κατά την Κυριακή».

«Αυτή την βαθιά ενότητα βιώνει κάθε χριστιανός στο λειτουργικό χώρο σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη και ιδιαίτερα κατά την ημέρα του Κυρίου, κατά την ημέρα της Κυριακής. Δεν πρόκειται εδώ για την αντικατάσταση της ημέρας του Σαββάτου. Ο Χριστιανός δεν βρίσκεται πλέον στην κατάσταση του δούλου, αλλά του υιού. Δεν βρίσκεται κάτω από το νόμο, αλλά κάτω από τη χάρη και προσφέρει ολόκληρο το χρόνο του στον θεό· όχι μια μόνο ημέρα· ‘’εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα’’.  Η ημέρα του Κυρίου είναι η ημέρα της νέας δημιουργίας, η γενέθλιος ημέρα της ανθρώπινης φύσης, που εισάγει τους πιστούς στην αιώνια ανάπαυση. Αυτό θα επαναλαμβάνεται μέχρι να γίνει πραγματικότητα η Δευτέρα έλευση του Χριστού. Τότε ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου και ολόκληρη η δημιουργία του Θεού θα αποκτήσει την εμπειρία μιας διαρκούς θείας λειτουργίας, μέσα στη διαρκή δόξα της ανάστασης και της Πεντηκοστής (πρβλ. Αποκάλυψη κα 22-25, Ησαίας ξ 1-22)».

(Από το βιβλίο ‘’Η Ορθοδοξία μας’’, ενότητα ‘’Ο κύκλος της Κυριακής’’, π. Αλεβιζόπουλος).
 
 
 http://exprotestant.blogspot.com/2012/02/blog-post_18.html

Ωφελούν τους νεκρούς τα μνημόσυνα;







«Κρίναι ζώντας και νεκρούς... »
Ωφελούν τους νεκρούς τα μνημόσυνα;
Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστοδούλου

    «Εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια». 
    Οι νεκροί μας έχουν, στη διάρκεια της μέσης καταστάσεως, το άτρεπτον. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να αλλάξουν θέση. Εκεί που έχουν έστω προσωρινά τοποθετηθεί μέχρι της Β' Παρουσίας εκεί και παραμένουν. Αυτό βέβαια σημαίνει πως δεν έχουν καμμιά αξία ούτε οι προσευχές, ούτε τα μνημόσυνα, ούτε οι ελεημοσύνες, ούτε ο,τιδήποτε άλλο προσφέρουμε εμείς οι ζώντες υπέρ των κεκοιμημένων; Ας πλησιάσουμε, όμως, από πιο κοντά το θέμα μας.
Κατ αρχήν είναι αλήθεια ότι «εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια». Δηλ. ο καθένας κρίνεται όπως θα φύγει από τον κόσμο αυτόν. Και η τακτοποίηση του στη μέση κατάσταση γίνεται με βάση τη ζωή του και τα έργα του, την πίστη του και την ηθική του. Γι' αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Μη τοίνυν απλώς κλαίωμεν τους αποθανόντας, αλλά τους εν αμαρτίαις. Ούτοι θρήνων άξιοι, ούτοι κοπετών και δακρύων. Ποία γαρ ελπίς, είπε μοι, μετά αμαρτημάτων απελθείν, ένθα ουκ εστίν αμαρτήματα αποδύσασθαι; Έως μεν γαρ ώσιν Ενταύθα, ίσως ην προσδοκών πολλή, ότι μεταβαλούνται, ότι βελτίους έσονται. Αν Δε απέλθωσι εις τον άδην ένθα ουκ εστίν από μετανοίας κερδάναί τι (εν γαρ τω Άδη φησί τις εξομολογήσεταί σοι;) πως ου θρήνων άξιοι;»

    Ποιος μπορεί να είναι βέβαιος πως κρίνει ο Θεός
    Παρά ταύτα ποιος μπορεί από εμάς να είναι βέβαιος για την πραγματική κατάσταση στην οποία βρέθηκε -όταν απέθνησκε κάποιος αδελφός μας; Ποιος μπορεί με απόλυτη βεβαιότητα να πει ότι ο τάδε προορίζεται για την κόλαση; Και έπειτα ποιος γνωρίζει πως σκέφτεται και πως αποφασίζει ο Θεός. Τα φαινόμενα απατούν. Πολλές φορές άνθρωποι που εμείς καταδικάσαμε φαίνεται να τους εδικαίωσε ο Θεός, και αντίστροφα. Θα μπορούσε κανείς έτσι να δικαιολογήσει την Εκκλησία μας που από πολύ ενωρίς καθιέρωσε προσευχές υπέρ των κεκοιμημένων και ως ένδειξη του συνδέσμου μας μαζί των και ως ένα δείγμα της αγάπης μας γι' αυτούς. Εμείς προσευχόμαστε υπέρ αυτών και ο Θεός ξεύρει τι θα κάνει. Δεν θα του το πούμεν εμείς, ούτε θα προδικάσωμεν εμείς την ιδικήν του κρίση. Γι' αυτό και προσφέρουμε για τους νεκρούς μας Λειτουργίες, δεήσεις, ελεημοσύνες και άλλα θεοφιλή έργα με τα οποία πιστεύουμε ότι παρέχεται στους ευσεβείς που απέθαναν «δέησις και ωφέλεια» δηλ. κάποια ευπρόσδεκτη υπηρεσία, και «άνεσις και αναψυχή παρά Θεού των κατεχομένων αυτούς ανιαρών» (Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως 1642). Και όλα αυτά χάριν της αγαθότητος του Θεού και όχι ένεκα των ιδικών μας αξιομισθιών και αρετών ή για την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης.

    Η Εκκλησία ανέκαθεν προσεύχεται για τους κεκοιμημένους
    Η πρώτη αρχαία Εκκλησία ετίμα τους κεκοιμημένους και προσηύχετο υπέρ αυτών. Ο Τερτυλλιανός (200 μ. Χ. ) μνημονεύει την Θ. Λειτουργία που προσφέρεται υπέρ αυτών. Ο Κυπριανός ομοίως. Όλες οι Θ. Λειτουργίες, και αυτές που τελούνται σήμερα, περιέχουν ευχές για τους νεκρούς. Στην άγια Πρόθεση ρίπτονται «μερίδες» υπέρ αυτών. Τα μνημόσυνα είναι σε πρώτη χρήση. Ο Απ. Παύλος προσευχόταν για τον νεκρό Ονήσιμο (Β' Τιμ. α' 18). Οι Αποστολικές Διαταγές συνιστούν μνημόσυνα «υπέρ των κεκοιμημένων εν ψαλμοίς και αναγνώσεσι και προσευχαίς» την 3ην ημέρα, την 9ην, την 40ήν. Έτσι επένθησε ο ισραηλιτικός λαός τον Μωυσή. Ο άγιος Συμεών ο Θεσσαλονίκης συνιστά τα 3ήμερα μνημόσυνα εις τύπον της Αγ. Τριάδος. Τα 9ήμερα εις τύπον των εννέα αγγελικών ταγμάτων και τα 40ά εις ανάμνηση της Αναλήψεως του Κυρίου. Εξ άλλου όλα τα Σάββατα είναι αφιερωμένα από την Εκκλησίαν μας στους κεκοιμημένους, όλη δε η υμνογραφία της ημέρας αυτής έχει πένθιμο χαρακτήρα. Εκτός αυτών και τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα, το προ της Πεντηκοστής και το προ των Απόκρεω έχουν θεσμικό χαρακτήρα στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Αυτά δε καθιερώθησαν ως γενικά μνημόσυνα υπέρ των νεκρών, για όσους τυχόν δεν έχουν συγγενείς που να ενδιαφερθούν γι' αυτούς και γενικά υπέρ όλων των ευσεβώς κοιμηθέντων επ' ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου.
Τα μνημόσυνα, λοιπόν, συνδέονται αναπόσπαστος με τη Θ. Λειτουργία και πρέπει σε συνδυασμό με αυτήν να τελούνται. Το «αντί μνημόσυνου» που καμμιά φορά γράφεται δεν είναι σωστό. Το μνημόσυνο δεν αντικαθίσταται. Μπορείς να δώσεις μια δωρεά σε ένα ίδρυμα ή σε κάποιον φτωχό, όχι όμως αντικαθιστώντας την προσευχή με αυτήν, αλλά συμπληρώνοντάς την. Τα μνημόσυνα συνοδεύονται από κόλλυβα. Τα κόλλυβα είναι στάρι βρασμένο με διάφορα άλλα στοιχεία. Το σιτάρι είναι το σύμβολο της Αναστάσεως. Την εικόνα του την εχρησιμοποίησεν ο ίδιος ο Κύριος για να υποδηλώσει την ανάσταση. Γι' αυτό και το χρησιμοποιούμε κι εμείς. Έπειτα όλοι οι χριστιανοί που μετέχουν στο μνημόσυνο δοκιμάζουν από το στάρι και εύχονται για την ανάπαυση της ψυχής του κεκοιμημένου. Όλα αυτά εντάσσονται στα πλαίσια των λειτουργικών πένθιμων εκδηλώσεων και των νεκρικών ορθοδόξων εθίμων του λαού μας. Τα κόλλυβα καθιερώθηκαν από τον 4ον αιώνα. Τα έτρωγαν οι χριστιανοί και ηύχονταν «Μακάρια η μνήμη αυτού». Και σήμερα εύχονται «Θεός σχωρέσ' τον».
 Ανακεφαλαιώνοντες επαναλαμβάνουμε ότι οι προσευχές για τους κεκοιμημένους, τα μνημόσυνα, οι Θ. Λειτουργίες κ.λ.π. στηρίζονται στην ευσπλαχνία του Θεού και στην παράδοση της Εκκλησίας. Πιστεύουμε ότι ο Θεός ακούει ημών Α' Ιωάνν. ε' 14. 
Πιστεύουμε ακόμη ότι ο Θεός «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». Και μαζί με τον άγιον Κύριλλον Χρυσόστομο Ιεροσολύμων διακηρύττουμε ότι «μεγίστη δέησις (ωφέλεια)» για τους νεκρούς μας είναι το μνημόσυνο. Και μαζί με τον ιερό επαναλαμβάνουμε ότι οι προσευχές υπέρ των κεκοιμημένων προσφέρουν σ' αυτούς «τινά παραμυθίαν». Γι' αυτό στα μνημόσυνα πρέπει να παραμένουν όλοι και να προσεύχονται. Ο νεκρός υπέρ του οποίου γίνεται το μνημόσυνο δεν είναι ξένος. Είναι μέλος της Εκκλησίας, μέλος δηλ. του ίδιου σώματος του Χριστού, και εμείς όλοι είμαστε «αλλήλων μέλη». Είναι γι' αυτό μεγάλη ωφέλεια η μνημόνευση του ονόματος κάποιου νεκρού στη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας, γιατί ο Συμεών Θεσσαλονίκης παρατηρεί ότι ιδιαιτέρως ωφελούν τα μνημόσυνα που γίνονται κατά την ώραν «της φρικτότατης θυσίας».

    Οι αμετανόητοι έχουν προβληματικό μέλλον
     Μέχρι ποίου σημείου φθάνει η ωφέλεια αυτή δεν γνωρίζουμε. Είπαμε, δεν μπορούμε εμείς να περιορίσουμε την κρίση του Θεού. Κάποια ωφέλεια γίνεται, όμως αποκλείεται μεταπήδηση από της καταστάσεως των πονηρών και αμαρτωλών, στην κατάσταση των αγίων και δικαίων. Οι παραβολές των 10 Παρθένων, του πλουσίου και του Λαζάρου κ. α. είναι χαρακτηριστικές. Γι' αυτό ο ιερός Χρυσόστομος μας συμβουλεύει να αξιοποιούμε τον παρόντα χρόνο. Όσον χρόνον είμαστε εδώ, λέγει, «ελπίδας έχομεν χρηστάς» όταν απέλθομεν εκεί δεν είμεθα «κύριοι μετανοίας».
Η Εκκλησία δεν μπορεί να υποσχεθεί ότι οι αμετανόητοι θα σωθούν με τα μνημόσυνα. Ο Κ. Καλλίνικος παρατηρεί σχετικά: «Γνωρίζω ότι υπάρχουν ηθικά πτώματα εις τα οποία ενέσεις δεν ισχύουν. Αλλά επίσης γνωρίζω ότι υπάρχουν αμαρτωλοί -κι αυτοί είναι οι την μεγάλην πλειονότητα αποτελούντες- οίτινες εμωλωπίσθησαν μεν, αλλά και δεν απέθανον, οίτινες έπεσον μεν, αλλά κρατούντες εις τας χείρας το ξίφος, οίτινες ενητένισαν κατά τας τελευταίας ώρας των την ασχημίαν των και ανέμιξαν υπόκωφόν τι «μνήσθητί μου Κύριε» με τους εσχάτους των παραληρισμούς. Και υπέρ των τοιούτων τις θα υποστήριξη πεισματωδώς ότι αι δεήσεις των επιζώντων δεν ωφελούν; Η μέση κατάστασις είναι κατάστασις απλώς εισαγωγική. Έχει μεν τελεσθή προσωρινή τις κρίσις κατά την εντεύθεν έξοδον της ψυχής, αλλ' η μεγάλη κρίσις, ήτις θα καθορίση εις το διηνεκές την θέσιν της δεν έχει λάβει ακόμη χώραν».






http://www.egolpion.com/ofeloun_mnhmosuna_xristodoulos.el.aspx

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Τα ιερά μνημόσυνα



Θέμα της παρούσης εισηγήσεως είναι «Τα ιερά μνημόσυνα», δηλαδή οι υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών μας δεήσεις της Εκκλησίας. Περιλαμβάνει δε δύο μέρη. Στο πρώτο προσπαθούμε να δώσουμε μια ιστορική εικόνα του θέματος, δηλαδή κάνουμε μια αναδρομή στην περί μνημοσυνών παράδοση και πρακτική της Εκκλησίας απ’ αρχής μέχρις ότου παγιώθηκε η λειτουργική τάξη. Η αναφορά αυτή στην ιστορία, και στην εδώ περίπτωση μας και σε κάθε άλλο λα¬τρευτικό θέμα, δεν γίνεται απλώς από λόγους ιστορικής περιέργειας, αλλά έχει ουσιαστικό λόγο υπάρξεως και καλλιεργείας. Έτσι κατοχυρώνουμε τήν νομιμότητα της λειτουργικής μας πράξεως και εν προκειμένω τις δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων, που τελεί η Εκκλησία για την ανάπαυση των ψυχών τους και για παρηγοριά των ζώντων. Έτσι σκέπτεται, θεολογεί και ενεργεί μια παραδοσιακή Εκκλησία, όπως είναι η Ορθόδοξος. Η παράδοση δικαιώνει και επαληθεύει την σημερινή μας πρακτική. Δεν καινοτομούμε, αλλά ακολουθούμε την τάξη που παραλάβαμε από τον Κύριο Ιησού Χριστό, τους αγίους Αποστόλους και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Σ’ αυτήν με ταπείνωση και εμπιστοσύνη στηριζόμαστε και εν ονόματι της συνεχίζουμε την πνευματική και λατρευτική ζωή μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, επικαλούμενοι το έλεος του Θεού, πιστεύοντας ότι η ευσπλαγχνία του θα νικήσει το πλήθος των αμαρτιών μας. Το λέμε με παρρησία στις ευχές της γονυκλισίας του εσπερινού της Πεντηκοστής, που κατά βάση είναι νεκρώσιμες ευχές: «Επιμέτρησον τας ανομίας ημών τοις οικτιρμοίς σου· αντίθες την άβυσσον των οικτιρμών σου τω πλήθει των πλημμελημάτων ημών» (α’ γονυκλισία, ευχή πρώτη). Στα ερωτήματα που τίθενται από πιστούς και μη πιστούς για το ποιά είναι η σκοπιμότητα και ποιο το όφελος για τους κεκοιμημένους έχουν οι δεήσεις που κάνουν γι’ αυτούς οι ζώντες, εφ’ όσον «εν τω άδη ουκ εστί μετάνοια», εμείς θα απαντήσου¬με επικαλούμενοι την από αιώνων πράξη της Εκκλησίας. Το φαινομενικά απλοϊκό, «έτσι το παραλάβαμε», δείχνει όλη την εμπιστοσύνη μας και την αμετακίνητη και ζωντανή ελπίδα μας στο έλεος του Θεού, αλλά και την βεβαιότητα ότι η πράξη της Εκκλησίας, που εκφράζει την πίστη της και την αλήθεια της αποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού στον κόσμο, αποτε¬λεί για όλους μας την εγγύηση ότι οι προσευχές μας γίνονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και ότι θα είναι ωφέλιμες για τις ψυχές των τεθνεώτων. Με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό, το αφήνουμε στο ανεξιχνίαστο πέλαγος της πολυμήχανης αγάπης του Θεού. Αυτή περίπου είναι η απάντηση μας στο θέμα που άφορα στα μνημόσυνα από λειτουργική άποψη. Πως θεωρητικά, βάσει της περί εσχάτων και περί της μετά θάνατον ζωής και αναστάσεως διδασκαλίας της Εκκλησίας και της περί κοινωνίας των αγίων θεολογίας της αντιμετωπίζεται το θέμα, έχει επαρκώς αναλυθεί από τις προηγηθείσες θεωρητικές εισηγήσεις. Εμείς θα μείνουμε στην ιστορικολειτουργική του πλευρά μόνο.
Η Χριστιανική Εκκλησία καθιέρωσε ευθύς εξ αρχής ειδικές προσευχές για την ανάπαυση των ψυχών των κεκοιμημένων πατέρων και αδελφών μας. Αυτό αποτελεί συνέπεια της πίστεως και διδασκαλίας της ότι οι αποθανόντες πιστοί ζουν και μετά θάνατον εν Χριστώ και ότι η κοινωνία πίστεως και αγάπης μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων δεν παύει να υφίσταται, εκφράζεται δε με αμοιβαίες προσευχές. Οι ζώντες δέονται υπερ των κεκοιμημένων και οι κεκοιμημένοι υπέρ των ζώντων και μάλιστα οι άγιοι, που έχουν παρρησία στον Θεό. Έτσι καθιερώνονται προσευχές και ακολουθίες υπέρ των τεθνεώτων εις μνήμην αυτών, τα μνημόσυνα. Με τον τρόπο αυτόν η Εκκλησία συνεχίζει πανανθρώπινη παράδοση και πρακτική, νεκρικά δηλαδή έθιμα που υφίσταντο κατά την εποχή της ελεύσεως του Χριστού και της ιδρύσεως και εξαπλώσεως της Εκκλησίας, και που, εκχριστιανιζόμενα και αποκαθαιρόμενα από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, λαμβάνουν νέο περιεχόμε¬νο και νόημα και συνεχίζονται από αυτήν.
Στην Παλαιά Διαθήκη απαντούν μαρτυρίες για την προ Χρίστου ιουδαϊκή πράξη. Στο Τωβίτ 4,17 υπάρχει η προτρο¬πή «έκχεον τους άρτους σου επι τον τάφον των δικαίων», που υπαινίσσεται την τέλεση νεκροδείπνων στους τάφους ή την προσφορά ελεημοσυνών στους φτωχούς, προφανώς εις μνη¬μόσυνο των απελθόντων. Στο Β’ Μακκαβαίων 12, 43-45 μαρτυρείται η τέλεση θυσιών «περί αμαρτίας» υπέρ των «μετ’ ευσέβειας κοιμωμένων». Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος έστειλε στον ναό των Ιεροσολύμων τα απαιτούμενα για να τελεσθεί θυσία για εκείνους που έπεσαν στον πόλεμο. Η συγγένεια με την σχετική, μεταγενέστερα βέβαια, χριστιανική πράξη είναι εμφανής.
Θυσίες όμως και προσφορές υπέρ των νεκρών έκαναν και οι ειδωλολάτρες. Ήδη από την εποχή του Ομήρου ήταν γνωστά τα «περίδειπνα», κατά τα οποία επιστεύετο ότι συνέτρωγε και ο νεκρός μαζί με τους παρακαθημένους. Τα επιμνημόσυνα δείπνα αυτά ετελούντο σε ορισμένες τακτές από την ημέρα του θανάτου ημέρες, την τρίτη, την ενάτη, την τριακοστή και κατ’ έτος την «γενέθλιο» ημέρα του νεκρού, δηλαδή κατά την επέτειο της γεννήσεώς του – όχι του θανάτου του. Η συγγένεια και εδώ με τήν χριστιανική πρακτική είναι εμφανέστατη.
Οι χριστιανοί συνεχίζουν, όπως ήταν επόμενο, τα ανωτέρω με ένα διπλό τρόπο· τις ελεημοσύνες υπέρ των τεθνεώτων, ως έκφραση αγάπης προς αυτούς και προς τους ενδεείς, και τις προσευχές. Ήδη οι «Αποστολικές Διαταγές» (τέλος Δ’ αιώνος) συνιστούν να δίδονται «εκ των υπαρχόντων» του νεκρού και «εις ανάμνησιν αυτού» ελεημοσύνες στους φτωχούς (Η’ 42). Το ίδιο συνιστούν και ο Χρυσόστομος, ο Ιερώνυμος, ο Τερτυλλιανός, ο ψευδο-Αθανάσιος και άλλοι παλαιοί πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Παραλλήλως όμως ετελούντο στους τάφους των νεκρών και τα «περίδειπνα» ή «μακαρίαι», που έχουν επιβιώσει με διάφορες εξελιγμένες μορφές κατά τόπους μέχρι σήμερα. Και τα «περίδειπνα» δεν είναι άσχετα προς την περί ελεημοσυνών πρακτική, αφού σ’ αυτά συνέτρωγαν όχι μόνο συγγενείς και φίλοι του νεκρού, αλλά και κληρικοί, πτωχοί και ξένοι (Αποστ. Διαταγαί Η’ 44, Αυγου¬στίνου Εξομολογήσεις VI, 2, Βάλσαμων κ.λπ.). Είναι άξιο ση¬μειώσεως το πνευματικό νόημα που δίδεται από τις «Αποστολικές Διαταγές» στις συνεστιάσεις αυτές, ως μιας πράξεως προσευχής και πρεσβείας των ζώντων υπέρ των κεκοιμημένων («εν δε ταις μνείαις αυτών καλούμενοι μετά ευταξίας εστιάσθε και φόβου Θεού, ως δυνάμενοι και πρεσβεύειν υπέρ των μεταστάντων» Η’ 44).
Ηδη πάντως στις «Αποστολικές Διαταγές» υπάρχουν όχι μόνο διαμορφωμένες ευχές και διακονικές αιτήσεις «υπέρ αναπαυσαμένων εν Χριστώ αδελφών ημών», που κατά βάσιν περιέχουν τα αιτήματα ακόμα και τις φραστικές διατυπώσεις που μας είναι οικείες από τις εν χρήσει ευχές («παρίδη αυτώ παν αμάρτημα εκούσιον και ακούσιον και… κατάταξη εις χωράν ευσεβών, ανειμένων εις κόλπον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ… ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός» Η’ 41), αλλά και μαρτυρία ότι υφίσταντο ήδη ως καθοριζόμενα από τους αποστόλους τα τρίτα, τα ένατα, τα τεσσαρακοστά και τα ενιαύσια μνημόσυνα. Δίδεται δε μια βιβλική ή υποτυπώδης θεολογική δικαίωση για το καθένα:« Επιτελείσθω δε τρίτα των κεκοιμημένων εν ψαλμοίς και αναγνώσεσι και προσευχαίς διά τον διά τριών ημερών εγερθέντα· και ένατα εις υπόμνησιν των περιόντων και των κεκοιμημένων και τεσσαρακοστά κατά τον παλαιόν τόπον, Μωϋσήν γαρ ούτως ο λαός επένθησε· και ενιαύσια υπέρ μνείας αυτού» (Η’ 42). Παρόμοιες θεολογικές ερμηνείες με αναγωγές στην Παλαιά Διαθήκη ή στην θεολογική σημασία των αριθμών ή ιδιαιτέρως στον βίο και στις μετά την ανάσταση εμφανίσεις του Κυρίου έχουν δοθεί πολλές για την δικαιολόγηση της επιλογής των ημερών τελέσεως των μνημοσυνών: Αγία Τριάς, τριήμερος ταφή του Κυρίου (τα τρίτα), τα αγγελικά τάγματα ή ο ιερός αριθμός 3×3 ή η εμφάνιση του Κυρίου κατά την ογδόη μετά την ανάσταση ημέρα (τα ένατα), ανάληψη του Κυρίου σαράντα ημέρες μετά την ανάσταση (τα τεσσαρακοστά) κ.ο.κ. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης αναφέρει και άλλες ερμηνείες που κυκλοφορούσαν κατά την εποχή του, που συσχέτιζαν τις ημέρες των μνημοσυνών με τις αντίστοιχες φάσεις της συλλήψεως και της διαμορφώσεως του εμβρύου αφ’ ενός, και της φυσικής διαλύσεως του σώματος μετά την ταφή αφ’ ετέρου. Αυτές βασιζόταν στις ιατρικές γνώσεις της εποχής εκείνης και δεν τις υιοθετεί ο Συμεών, που ορθώς προτιμά «πνευματικώς νοείν πάντα και θείως και μη εκ των αισθητών συνιστάν τα της Εκκλησίας» (Διάλογος, κεφ. 371). Ένα πάντως είναι σημαντικό, ότι η Εκκλησία διατήρησε προχριστιανικά ήθη που δεν αντέλεγαν στη διδασκαλία της, έδωσε σ’ αυτά νέο χριστιανικό νόημα και τροποποίησε μερικά για θεολογικούς λόγους. Έτσι ενεργεί όταν μεταθέτει τα τριακοστά στην τεσσαρακοστή ημέρα, εμφανώς από ιουδαϊκή επί-δραση και από συσχετισμό προς την ανάληψη του Κυρίου. Έτσι τελεί και τα ενιαύσια, όχι, κατά την άνευ σημασίας ημέρα της φυσικής γεννήσεως των ανθρώπων, αλλά κατά την ημέρα της εν Χριστώ γεννήσεως και τελειώσεως και εισόδου στην αληθινή ζωή, την ημέρα δηλαδή της «κοιμήσεως» των πιστών, την «γενέθλιο ήμερα» τους. Δεν επιδίδεται σε ανούσιους και ανωφελείς πολέμους και σκιαμαχίες, αλλά αναπλάθει εν Χριστώ τον κόσμο. Πολύ σοφή τακτική.
Από τα σωζόμενα τυπικά διαφόρων Μονών μαθαίνομε τα νεκρικά έθιμα που τηρούνταν στα μοναστήρια και προφανώς και στις κατά κόσμον εκκλησίες. Επί τις σαράντα πρώτες ημέρες εγίνετο καθημερινώς κατά τις ακολουθίες του εσπερινού και του όρθρου ειδική δέηση υπέρ του κοιμηθέντος και προσεφέρετο υπέρ αυτού η αναίμακτος θυσία. Στην ιδιαιτέρως μεγάλη σπουδαιότητα της τελέσεως της θείας ευχαριστίας υπέρ του κεκοιμημένου, της μνημονεύσεώς του κατ’ αυτήν και της ωφελείας του από αυτήν αναφέρονται οι πατέρες από του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων (Δ’ αιών), που τονίζει ότι «μεγίστην ώνησιν»( μεγάλη ωφέλεια) ευρίσκουν οι ψυχές «υπέρ ων η δέησις προσφέρεται της αγίας και φρικωδέστατης προκειμένης θυσίας» (Μυσταγωγική Κατήχησις Ε’9), μέχρι και του αγίου Συμεών Θεσ¬σαλονίκης (ΙΕ’ αιών). Ο τελευταίος συνδυάζει την παραδοσιακή περί λειτουργίας θεολογία, ειδικότερα στην εκ της μνημονεύσεως των κεκοιμημένων κατά την εξαγωγή των μερίδων στην πρόθεση ωφέλεια, γιατί με τον τρόπο αυτόν διά της μερίδος τους στο δισκάριο μετέχουν μυστηριωδώς και αοράτως της χάριτος, κοινωνούν, παρακαλούνται, σώζονται και ευφραίνονται εν Χριστώ (Διάλογος, κεφ. 373). Αν απέθνησκε κάποιος κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής ή η περίοδος των σαράντα λειτουργιών ενέπιπτε μερικώς μέσα σ’ αυτή, εγίνετο μια εύλογη διευθέτηση. Τα τρίτα ετελούντο το πρώτο Σάββατο, τα ένατα το δεύτερο και το σαρανταλείτουργο άρχιζε από τη Δευτέρα μετά του Θωμά. Η διάταξη αυτή είναι πολλαπλώς σημαντική και θα επανέλθουμε στο δεύτερο μέρος της εισηγήσεως. Ας κρατήσουμε το βασικό της δίδαγμα ότι το κυρίως μνημόσυνο του κεκοιμημένου γίνεται διά τής θείας λειτουργίας ή, με άλλους λόγους, ότι η αληθινή ακολουθία του μνημοσύνου είναι συνδεδεμένη αρρήκτως με την τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, όπως είδαμε παλαιότερα για το βάπτισμα, τον γάμο, το ευχέλαιο κ.λπ.
Εκτός από τα ατομικά μνημόσυνα που γίνονται κατά την τρίτη, ενάτη, τεσσαρακοστή από την από της κοιμήσεως ημέρα και κατά την κατ’ έτος μνήμη του θανάτου του κεκοιμημένου, η Εκκλησία έχει εισαγάγει σ’ όλες τις ακολουθίες της δεήσεις υπέρ αναπαύσεως των ψυχών και μακαρίας μνήμης των προκεκοιμημένων πατέρων και αδελφών μας, δηλαδή γενικών δεήσεων ή και ευχών, που μπορούν να εξειδικευθούν με την μνημόνευση ονομάτων. Έτσι έχουμε τις εκτενείς του εσπερινού, του όρθρου και της θείας λειτουργίας (« Ελέησον ημάς, ο Θεός… Έτι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως των ψυχών…»), την ακολουθία της προσκομιδής και τα μετά τον καθαγιασμό δίπτυχα της θείας λειτουργίας, το «Ευξώμεθα» του μεσονυκτικού και του αποδείπνου, το νεκρώσιμο τροπάριο στην τριθέκτη και ιδιαιτέρως το δεύτερο μέρος του καθημέραν μεσονυκτικού, που στις πηγές χαρακτη-ρίζεται «τρισάγιον υπέρ των κεκοιμημένων» και περιλαμβάνει δύο ψαλμούς (τον ρκ’ και ρλγ’), τρισάγιο κ,λπ., τρία νεκρώσιμα τροπάρια («Μνήσθητι, Κύριε, ως αγαθός…» κ,λπ.) και θεοτο¬κίο και την νεκρώσιμο ευχή («Μνήσθητι, Κύριε, των επ’ ελπίδι αναστάσεως…»).
Στους κεκοιμημένους και στις υπέρ αυτών δεήσεις είναι αφιερωμένα όλα τα Σάββατα του έτους. Κατ’ αυτά ψάλλονται νεκρώσιμα τροπάρια και κανών κατά τον ήχον της εβδομάδος, τελούνται δε κανονικώς και τα μνημόσυνα. Εξαιρέτως δε δύο Σάββατα κατ’ έτος, το Σάββατον προ της Απόκρεω και το Σάββατον προ της Πεντηκοστής, είναι ημέρες κοινών και πανδήμων μνημοσυνών αφού κατ’ αυτά «μνήμην επιτελούμεν πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων Ορθοδόξων Χριστιανών, πατέρων και αδελφών». Η επιλογή του Σαββάτου ως νεκρωσίμου ημέρας οφείλεται αφ’ ενός μεν στον χαρακτηρισμό της στην Γένεση ως ημέρας «καταπαύσεως» από των έργων του δημιουργού του κόσμου Θεού (Γεν. β’2), αλλά και για τον κατά το Σάββατο εκείνο της εβδομάδος των αγίων παθών «σαββατισμό» του Κυρίου Ιησού Χριστού στον τάφο. Ανάλογες νεκρώσιμες εορτές κατ’ έτος υπήρχαν και στον προχριστιανικό κόσμο που αντικατεστάθησαν από τα κοινά μνημόσυνα των δύο Ψυχοσαββάτων. Στο Σάββατο προ της Απόκρεω μεταξύ ς’ και ζ΄ ωδής του κανόνος του όρθρου υπάρχει θαυμάσιο Συναξάριο γραμμένο από τον Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, στο οποίο αναλύεται η περί της μετά θάνατον ζωής διδασκαλία της Εκκλησίας και διεξοδικώς εκτίθενται τα περί μνημοσυνών και της εξ αυτών ωφελείας των ψυχών των κεκοιμημένων.
(Ιωάννου Μ. Φουντούλη, «Τελετουργικά Θέματα» τ. Γ΄, Εκδ. Αποστ.Διακονίας, Αθήνα 2007, σ. 29-36)

 http://www.pemptousia.gr/2012/02/%CF%84%CE%B1-%CE%B9%CE%B5%CF%81%CE%AC-%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CF%8C%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B1/

Λόγος για τους κοιμηθέντες


Μην αρνείσαι να προσφέρεις λάδι και να ανάβῃς κεριὰ στoν τάφο του (κεκοιμημένου), επικαλούμενος Χριστὸν τoν Θεὸν, και αν ακόμα ο κοιμηθεὶς τελείωσε ευσεβώς τη ζωή του και τοποθετήθηκε στoν ουρανό. Γιατί αυτὰ είναι ευπρόσδεκτα απὸ τoν Θεὸ και προσκομίζουν μεγάλη την ανταπόδοσή Του, γιατί τo λάδι και τo κερὶ είναι θυσία και η Θεία Λειτουργία είναι εξιλέωση. Η δε αγαθοεργία φέρνει τελικὰ προσαύξηση με κάθε αγαθὴ ανταπόδοση. Ο σκοπὸς του προσφέροντος, για την ψυχὴ κοιμηθέντος, είναι ίδιος με τα όσα κάνει όποιος έχει μικρὸ παιδὶ άρρωστο και αδύναμο, για τo οποίο προσφέρει στoν ιερὸ ναὸ κεριὰ, θυμίαμα και λάδι με πίστη και τα χαρίζει όλα για τo παιδί του. Τα κρατάει και τα προσφέρει με τα χέρια του σαν να τα κρατάει και να τα προσφέρῃ τo ίδιο τo παιδὶ, ακριβώς δηλαδὴ όπως γίνεται όταν στo βάπτισμα αποκηρύσσεται ο σατανάς απὸ τoν ανάδοχο για λογαριασμὸ του νηπίου.
Παρομοίως πρέπει να θεωρείται και όποιος πέθανε πιστὸς στoν Κύριο, ότι κρατάει και προσφέρει τα κεριὰ και τo λάδι, και όλα όσα προσφέρονται για τη λύτρωσή του. Έτσι με τη χάρη του Θεού η προσπάθεια που γίνεται με πίστη δεν θα πάει χαμένη. Να είστε σίγουροι ότι οι Θείοι απόστολοι και οι Θεοδίδακτοι διδάσκαλοι και οι Θεόπνευστοι πατέρες, αφού πρώτα ενώθηκαν με τo Θείο και φωτίσθηκαν, καθόρισαν με τρόπο θεάρεστο τις λειτουργίες, τις προσευχὲς και τις ψαλμωδίες, που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη εκείνων που πέθαναν. Και όλα αυτὰ μέχρι σήμερα, πάντα με τη χάρη του Φιλανθρώπου Θεού, αυξάνονται και συμπληρώνονται σε όλα τα σημεία του ορίζοντος για να δοξάζεται και να εξυμνείται ο Κύριος των κυρίων και Βασιλεὺς των βασιλευόντων.

 Μεγάλου Αθανασίου


εδώ

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Η Ανάσταση, αφθαρσία της ζωής και της κτίσεως.





(θεολογικό σχόλιο στις Καταβασίες του Πάσχα)

Ωδή γ΄. Ο ειρμός
«Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου τερατουργούμενον, αλλ’ αφθαρσίας πηγήν, εκ τάφου ομβρήσαντος Χριστού, εν ω στερεούμεθα.»
(Ελάτε να πιούμε καινούριο ποτό που δεν αναβλύζει από άγονο βράχο, θαυματουργικά, αλλά που είναι πηγή αθανασίας που πήγασε από τον Τάφο του Χριστού στον οποίον εμείς είμαστε στερεωμένοι. (με την πίστη)
Στην έρημο ο λαός που πορευόταν  προς τη γη των πατέρων του δίψασε. Ο δε Μωϋσής με την ίδια  ράβδο, με την οποία θαυματουργικά διαχώρισε τα νερά  της Ερυθράς θάλασσας, χτύπησε την άγονη πέτρα, από την οποία έτρεξαν νερά πολλά. Ο λαός ήπιε και διατηρήθηκε στη ζωή. Στο θαύμα αυτό η παρουσία  του Θεού υπήρξε μεγάλη  και εμφανής!
Παραλληλισμό μεταξύ του θαύματος εκείνου και της ζωηφόρου του Κυρίου εγέρσεως κάνει ο ιερός Υμνωδός. Αυτός μας προσκαλεί να πιούμε «πόμα καινόν»(καινούριο ποτό), το οποίο δεν τερατουργείται (=κατά θαυμαστό τρόπο αναβλύζει) από την άγονη πέτρα, αλλά προέρχεται, πάλι θαυματουργικά, από το καινό μνημείο της Ιερουσαλήμ. Το πόμα αυτό είναι καινό, δηλαδή δεν προέρχεται από τη φυσική τάξη, τί κόσμου τούτου ούτε και εμφανίστηκε ποτέ προηγουμένως στη γη. Είναι δε το πόμα αυτό η αφθαρσία, η οποία σαν  άλλη βροχή βγήκε από το ζωηφόρο μνήμα. Η αφθαρσία υπήρξε το ειδικό τίμημα της θείας ενανθρωπίσεως του Λόγου. Ο Κύριος προσέλαβε —όχι από τον Αδάμ— την ανθρώπινη φύση του Αδάμ. Η φύση αυτή ήταν φύση ατομική, πλήρης και ακεραία. Δεν είχε καμιά σχέση με την αμαρτία. Ήταν καθαρή και πάλλευκη. Ως φύση αναμάρτητη δεν χρωστούσε κάτι  στη φθορά και το θάνατο. Ο Σωτήρας όμως, αφού άδειασε τον εαυτό του κατ’ οικονομίαν ατρέπτως, προσέλαβε φθαρτή ανθρώπινη ­ φύση δηλαδή φύση που μπορούσε να πάθει (εδώ το πάθος είναι φυσικό και αδιάβλητο), ώστε με το πάθος της, να ελευθερώσει τον αμαρτωλό άνθρωπο που ήταν υπόδουλος στο πάθος (κατάσταση εφάμαρτη και διαβλητή). Η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν επιδεκτική της φθοράς, όχι όμως και της διαφθοράς (διάλυσης). Τη διαφθορά  απέκλειε εντελώς η υποστατική ένωση των φύσεων, η οποία ήταν αδιαίρετη και αδιάστατη. Πώς ήταν δυνατόν να διαφθαρεί η ανθρωπινή φύση του Χριστού, η οποία ήταν αδιαιρέτως  και αχωρίστως ενωμένη με τη  θεία φύση με αποτέλεσμα να λαμπρυνθεί και θεωθεί; Πώς ήταν δυνατόν η Ζωή των απάντων να εγκαταλείψει την ανθρώπινη φύση  στη διαφθορά και τη  διάλυση; Γι’ αυτό, πέθανε πραγματικά  στο σταυρό το πανάγιο σώμα του Κυρίου και τοποθετήθηκε  αληθινά στο μνημείο της Ιερουσαλήμ· όμως, επειδή ήταν υποστατικά ενωμένο με τη θεία φύση του Λυτρωτή (όπως και η ψυχή του στον Άδη), το πανακήρατο εκείνο σώμα δε γνώρισε, ή ακριβέστερα δεν μπορούσε  να γνωρίσει διαφθορά   γι’ αυτό και «τριήμερον ανέστη» εκ του μνήματος.
Με την Ανάσταση, η αφθαρσία της φύσεως, η οποία υπήρχε από την θεία ενανθρώπηση, έλαμψε με όλη τη δύναμη και αίγλη της, σαν απτή πλέον πραγμάτωση της σωτηρίας του ανθρώπου και της κτίσεως, που ήταν η αιτία της σαρκώσεως του Υιού του Θεού.
Η Ανάσταση όμως του Κυρίου δεν έχει ατομικά μόνο αποτελέσματα. Με  αυτή δεν περνά στο στάδιο της αδιάφθορης δόξας μόνον η ατομική φύση του Χριστού. Ο Χριστός, αν και ατομικός άνθρωπος, είναι συγχρόνως και ο νέος Αδάμ, η νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητας.
Η Ανάστασή του έχει συνέπειες για ολόκληρο το  ανθρώπινο γένος που είναι ενωμένο μαζί του με την πίστη. Απ’ αυτήν  σαν χρυσή βροχή προέρχεται το  ουράνιο νάμα της αφθαρσίας, η σωτήρια θεία ενέργεια και χάρη, που περιβάλλουν τη φύση των  σωσμένων. Από  το άφθαρτο σώμα του Σωτήρος αναβλύζουν τα ζωηφόρα νάματα της αφθαρσίας  σε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, και δοξάζουν όσους με πίστη πλησιάζουν τον απόρρητο λόγο του μυστηρίου. Ο Χριστός με την Ανάστασή  Του έγινε  η αρχή της αναστάσεως των κεκοιμημένων.

(Α. Θεοδώρου, «Πάσχα Κυρίου Πάσχα – θεολογικό σχόλιο στον κανόνα της Αναστάσεως» -μετάφραση ύμνων στην Νεοελληνική και επεξεργασία κειμένου από Α.Χ)

 http://fdathanasiou.wordpress.com/2011/05/04/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CF%86%CE%B8%CE%B1%CF%81%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B6%CF%89%CE%AE%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CF%84/

Ὁ Σταυρός εἶναι σημεῖον ἀναγνωρίσεως τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ


Σ τ α υ ρ ό ς καί Ἀ ν ά σ τ α σ ι ς, ἀποτελοῦν τό βίωμα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καί τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος δέον νά διακρίνεται διά τό σταυροαναστάσιμον αὐτοῦ ἦθος. Ὁ Σταυρός εἶναι σημεῖον ἀναγνωρίσεως τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ. Ἡ σταυροαναστάσιμος αὕτη ἀτμόσφαιρα συναντᾶται εἰς τήν Ὀρθόδοξον Θεολογίαν, ἡ ὁποία εἶναι ἐμπειρική διά τῆς σταυρώσεως καί οὐχί στοχαστική ἤ ἠθικιστική. Ἐπί πλέον, αὐτό τό σταυροαναστάσιμον ἦθος συναντᾶται εἰς τήν μυστηριακήν καί τήν πνευματικήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας μας: εἰς τήν μυστηριακήν, δοθέντος ὅτι τά μυστήρια τελειοῦνται διά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία παρέχεται διά τοῦ τύπου καί τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ· καί εἰς τήν πνευματικήν ζωήν, ὡς θυσία καί προσφορά, ὡς κένωσις καί ὑπέρβασις ἐν Χριστῷ τῶν αἰσθήσεων καί τῶν δερματίνων χιτώνων τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητος. 

Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος
6-2-2012

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Ευχαριστούμε την σελίδα "Ελληνικά Λειτουργικά Κείμενα" ,  

από την οποία αντλούμε τα υμνογραφικά. Η δουλειά τους είναι σπουδαία και αξίξει θερμά συγχαρητήρια.

Επίσης και όλες τίς άλλες σελίδες και ιστολόγια απ'τις οποίες ερανίζουμε την ποικιλλία των αναστάσιμων θεμάτων και των εικόνων προς δόξαν Αναστάντος Χριστού.

(Εικόνα προμετωπίδας από holytrinitybut.org)

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ' αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ' αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ' αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. ( Αποκ. ΚΑ΄)

Eπίσης γράφω...

  • - ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
    Πριν από 1 χρόνια
  • Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ'' (1888) - Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδέ ποτε καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑ...
    Πριν από 2 χρόνια
  • - Λόγω περιορισμένου χρόνου και αποκλειστικής σχεδόν πλέον ενασχόλησης με το fb, αναστέλλεται η λειτουργία των εξής τριών ιστολογίων: ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ...
    Πριν από 10 χρόνια
  • - Λόγω περιορισμένου χρόνου και αποκλειστικής σχεδόν πλέον ενασχόλησης με το fb, αναστέλλεται η λειτουργία των εξής τριών ιστολογίων: ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ...
    Πριν από 10 χρόνια

Περνούν και διαβάζουν...