Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον, Ιησούν τόν μόνον αναμάρτητον. Τόν σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν, και τήν αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν· συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν τήν του Χριστού αγίαν ανάστασιν· ιδού γαρ ήλθε διά του σταυρού, χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τόν Κύριον, υμνούμεν τήν ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γαρ υπομείνας δι ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν 

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΦΑΙΔΡΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΗΡΥΓΜΑ




Περιοδικό "Ορθόδοξη Μαρτυρία" Τεύχος 1ο
Ιανουάριος - Απρίλιος 1981

            Μέσα στο φέγγος της λαμπροφόρου Αναστάσεως, που σ’ όλη την πληρότητα του αντανακλά στην αγία μας Ορθόδοξη Εκκλησία, την αληθινή Εκκλησία του Χριστού, απευθύνω τον εόρτιο χαιρετισμό: «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ».  Είναι ο ίδιος ακριβώς χαιρετισμός που ένας νεώτερος όσιος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Σεραφείμ απηύθυνε στους επισκέπτες του, βγαίνοντας από το φτωχικό του κελλί στα βάθη της ερήμου του Σάρωφ! «Καλημέρα, Χριστός Ανέστη! Χαρά μου!» Και ήταν για τον άγιο, ο αναστάσιμος χαιρετισμός απαύγασμα εσωτερικού βιώματος, όπως είναι και για την ορθόδοξη παράδοση ανακεφαλαίωση της σωτηριώδους του Θεού οικονομίας.                
            «Ο της σωτηρίας ορεγόμενος πάντων ανθρώπων Θεός, και πεινών αυτών την εκθέωσιν…» κατά τον άγιον Μάξιμο, «ανελθών εν τω Σταυρώ» και «μέχρις άδου κατελθών», «την αθανασίαν επήγασεν ανθρώποις» και το ζωοποιόν φώς της ζωηφόρου αναστάσεως έλαμψε στον κόσμο.   
            Έτσι η μητρόπολη των εορτών γίνεται φορέας φαιδρών και ουρανίων μηνυμάτων και «αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μια των σαββάτων η βασιλίς και κυρία» μετατρέπεται σε «εορτών εορτήν και πανηγύριν πανηγύρεων».  Τι είναι όμως αυτό που την ανάσταση μετατρέπει σε βασίλισσα των εορτών;  Ακόμα, πιο είναι το «φαιδρόν της αναστάσεως κήρυγμα;»         
            Κατά τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, που βιώνεται εμπειρικά, τριττόν είναι το μήνυμα της Αναστάσεως: 
α) Λύτρωση από την αμαρτία.          
β) Κατάργηση του θανάτου. 
γ) Ανακαίνιση της κτίσεως.   
α) Λύτρωση από την αμαρτία:        
            Ο Θεός πλαστουργεί τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» και τον θέτει στον παράδεισο «προς απόλαυσιν και τρυφήν».  Δημιουργείται δηλ. ο άνθρωπος σαν ένας θεός «κατά χάριν», προορισμένος για την μακαριότητα, «σύμμορφος της εικόνος του Θεού». (Ρωμ. 8’ 29).  «Γι’ αυτό μας δημιούργησε ο Θεός, για να γίνομε κοινωνικοί της θείας φύσεως και μέτοχοι της δικής του αϊδιότητας και να φανούμε όμοιοι μ’ αυτόν», αναφέρει ο άγιος Μάξιμος.  Έτσι ο προπτωτικός άνθρωπος κατακοσμήθηκε με μοναδικά χαρίσματα και οι πατέρες της Εκκλησίας μας δεν φείδονται επιθέτων και χαρακτηρισμών για να περιγράψουν το ανθρώπινο μεγαλείο.  Ο Μ. Βασίλειος έλεγε πως ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που έλαβε την διαταγή να γίνει Θεός
· και στη Σοφία Σολοφώντος αναφέρεται πως ο Θεός έκτισε τον άνθρωπο «επ’ αφθαρσία και εικόνα της ίδιας αϊδιότητος». (Σοφ. Σολομ. 2’ 23).  Πως όμως αυτή η κορωνίδα της δημιουργίας καταλήγει στην εξορία και  «απεκδύεται την θεοϋφαντον στολήν;» (Αποστιχ. Εσπερ. Τυροφαγου).  Πως ο «δόξη και τιμη» στεφανωμένος και «ηλαττωμένος βραχύ τι παρ’ αγγέλους», εκδιώκεται της τρυφής του παραδείσου;  Η παράβαση της εντολής του Θεού με τον φθόνο και την πανουργία του διαβόλου έφερε τα τραγικά αυτά αποτελέσματα.  Έτσι «εκάθισεν Αδάμ απέναντι του παραδείσου και την ίδια γύμνωσιν θρηνών ωδύρετο· οίμοι τον απάτη πονηρά πεισθέντα και κλαπέντα και δόξης μακρυνθέντα…» (Δοξαστ. εσπερ. Τυρινής).   
            Ο Αδάμ – ο άνθρωπος – μετά την παρακοή αντιλαμβάνεται την απώλεια και τις αντιθέσεις μεταξύ προπτωτικής και μεταπτωτικής καταστάσεως και μονολογεί: «Οίμοι, ου φέρω το όνειδος
· ο ποτέ βασιλεύς των επιγείων πάντων κτισμάτων νυν αιχμάλωτος ώφθην… και ο πότε δόξαν αθανασίας ημφιεσμένος, της νεκρώσεως την δοράν ως θνητός ελεεινώς περιφέρω». (Ιδιόμελω αίνων Τυρινής).      
            Ποια ήσαν τα αποτελέσματα της πτώσεως; 
            Ο άνθρωπος μετασχηματίζεται σε θνητή ύπαρξη, ο θάνατος εισέρχεται και κυριεύει τον άνθρωπο, η αμαρτία τυρρανεί το ανθρώπινο γένος, ο Αδάμ στερείται της κοινωνίας του Θεού και έτσι η εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο αμαυρώνεται.  Η ανθρώπινη φύση διαιρείται, μερίζεται και χωρίζεται.  Ο χωρισμός από τον Θεό είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο όπως και ο άγιος Ειρηναίος αναφέρει: «Κοινωνία Θεού ζωή και φως
· χωρισμός δε Θεού, θάνατος». (Κατά αιρέσεων V, 27,2).  Βλέπομεν, επομένως, ότι η αμαρτία εισέρχεται στον κόσμο μετά την πτώση σαν συνεπακόλουθο της παρακοής.            
            «Η αμαρτία δεν ανήκει εις την ανθρώπινη φύσιν», όπως αναφέρει ο π. Γ. Φλωρόφσκυ, «αλλά είναι κάτι το παρείσακτον, εν παρά φύσιν επιγέννημα», κάτι το αφύσικο, το αταίριαστο, ένα ψεγάδι ανάρμοστο στην ανθρώπινη φύση.  Ο Μ. Βασίλειος εξ άλλου στον ασκητικό του λόγο αναφέρει πως «ο άνθρωπος κατ’ εικόνα Θεού εγένετο και ομοίωσιν
· η δε αμαρτία το κάλος της εικόνος ηχρείωσε…»        
            Τι είναι όμως αμαρτία από χριστιανικής απόψεως; 
            Η ουσία της αμαρτίας συνιστάται στην αποστασία απ’ την αιώνια θεία ζωή για την οποία κτίστηκε ο άνθρωπος και στην οποία εκ φύσεως κλήθηκε (Γ.  Σιλουανός σ. 150) και αρχίζει από το σημείο της συγκαταθέσεως της θελήσεως σε κάτι παρείσακτο, σε κάτι ξένο προς την ανθρώπινη φύση, σε μια σκέψη, μια εικόνα. Ο Κύριος όμως καταλύει το κράτος και την εξουσία της αμαρτίας.  Ο Απ. Παύλος λέγει ότι «ώσπερ γαρ δια της παρακοής του ενός ανθρώπου αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ούτω και δια της υπακοής του ενός δίκαιοι κατασταθήσονται οι πολλοί» (Ρωμ. 5’ 19.)  Το χειρόγραφο των αμαρτιών μας  «τω Σταυρώ προσήλωσε» και δια της αναστάσεως του ανοίγει ξανά την «κεκλεισμένην οδόν», τον δρόμο της θεώσεως ο οποίος αποτελεί τον έσχατο σκοπό του ανθρώπου.  Σταυρός και Ανάσταση, ο Γολγοθάς και το καινό μνημείο αποτελούν από κοινού το μέσο λυτρώσεως από τα δεσμά της αμαρτίας, γιατί «αν ο τρυγητός στην Ανάσταση επετελέσθη, η καρποφορία δια του Σταυρού και του Πάθους ετελεσιουργήθη».  Σταυροαναστάσιμη είναι και η ζωή της Εκκλησίας.  Όλα στην ορθοδοξία είναι σταυροαναστάσιμα.  Όλοι και όλα σταυρώνονται για να αναστηθούν με το Χριστό.  Σταυροαναστάσιμη πρέπει να είναι και η ζωή του καθενός μας.  

β) Κατάργηση του θανάτου 
            «Με την απομάκρυνσιν της και τον χωρισμό της από τον Θεόν, όπως αναφέρει διαπρεπής θεολόγος, η ανθρώπινη φύσις αποσυνετέθη και διελύθη.  Και ο δεσμός ψυχής και σώματος κατέστη άστατος…  Και έγινε φανερόν ότι ο θάνατος ως χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ήταν πλέον κάτι το αναπόφευκτον αφού ο δεσμός μεταξύ αυτών των δύο είχε καταντήσει τόσον χαλαρός» (Φλωρόσκυ).      
            Ο θάνατος επομένως δεν είναι φυσικός, είναι «παρά φύσιν» όπως και η αμαρτία.  Ο Αδάμ «όσον αφίστατο της ζωής, τοσούτον προσήγγιζε τω θανάτω.  Ζωή γαρ ο Θεός
· στέρησις δε της ζωής, θάνατος.  Ώστε εαυτώ τον θάνατον ο Αδάμ δια της αναχωρήσεως του Θεού κατεσκεύασε» (Μ. Βασίλειος M.P.G. 31, 345 A).        
            Αιτία του θανάτου υπήρξεν η αμαρτία η οποία από τον Απ. Παύλο ονομάζεται «κέντρον του θανάτου» (Α’ Κορινθ. 15, 56).          
            Ο κοπετός και ο θρήνος όμως του θανάτου εσίγησε με την Ανάσταση.  Ο Χριστός κατέρχεται «εν τοις κατωτάτοις της γής» και «συντρίβει μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων».  Πατά τον θάνατον με το θάνατό Του και «σκυλεύει» το βασίλειο του άδη.  «Ο άδης στένων βοά
· κατελύθη μου η εξουσία… κατεπόθη μου το κράτος» (στιχ. Εσπ. Μ. Σαββ.).  Με την ανάσταση ο «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». (Α’ Κορ. 15’ 26).  Ο Θεάνθρωπος με την παρουσία του στον άδη ζωοποιεί τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο τον θάνατο.  Η ανάσταση Του γίνεται έτσι η διαπόμπευση της αδυναμίας του θανάτου.  «Θάνατος ουκέτι κυριεύει».  Ο θάνατος στο πρόσωπο του δεύτερου Αδάμ, του Χριστού, σκυλεύεται, συρρικνώνεται, εκμηδενίζεται.  Ο εξόριστος άνθρωπος «αφθαρσίας ενδύεται ευπρέπειαν».          
            Ο μακαριστός γέροντας Ιουστίνος Πόποβιτς αναφέρει πως «δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου η ανθρώπινη φύσις έγινε φοβερά και δι’ αυτόν τον θάνατο.  Προ της Αναστάσεως του Χριστού, ο θάνατος ήτο φοβερός δια τον άνθρωπον
· από της Αναστάσεως του Κυρίου, γίνεται ο άνθρωπος φοβερός δια τον θάνατον.  Εάν ζη διά της πίστεως εις τον Αναστάντα Θεάνθρωπον, ο άνθρωπος ζη υπεράνω του θανάτου.  Καθίσταται απρόσβλητος από τον θάνατον»  (Άνθρωπ. Και Θεάνθρ. σ. 40).    
            Με τον αναστάντα Χριστόν συναναστήθηκε ολόκληρη η ανθρωπότητα.  Ο θάνατος του Θεανθρώπου έγινε αιτία ζωής και σωτηρίας.      
            «Μηδείς φοβείσθω θάνατον
· ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο θάνατος του Σωτήρος·      Έσβεσεν αυτόν υπ’ αυτού κατεχόμενος   
            Εσκύλευσε τον άδην, ο κατελθών εις τον άδη                                                           ...        
            Πού σου θάνατε το κέντρον; Πού σου άδη το νίκος;
            Ανέστη Χριστός και συ καταβέβλησαι.         
            Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται.           
            Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος.    
            Χριστός γαρ έγερθεις εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο».     
(Κατηχητικός Λόγος Ι.  Χρυσοστόμου)          
            Έκτοτε και δια της λαμπροφόρου αναστάσεως ο θάνατος χάνει την δύναμη που είχε, δεν είναι ο παντελής αφανισμός, αλλά μετατρέπεται σε ύπνο («ύπνος γαρ τοις δικαίοις ο θάνατος» κατά τον Χρυσόστομο) είναι άνεση («Θάνατος δικαίοις άνεσις»).  Είναι ακόμα κοίμηση.  Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά:  «Δεν πεθαίνουν οι χριστιανοί αλλά κοιμούνται και καθεύδουν, γιατί πριν από την παρουσία του Χριστού, ο θάνατος λεγόταν θάνατος, επειδή όμως ο Χριστός πέθανε υπέρ του κόσμου, ο θάνατος δεν ονομάζεται θάνατος αλλά ύπνος και κοίμηση και ο τόπος κοιμητήριο».  Ο Μ. Βασίλειος εξ’ άλλου αναφέρει πως δεν πρέπει να θρηνούμε τον θάνατο των οσίων ανδρών « αλλά μάλλον τας γενέσεις και τας εις ζωήν ταύτην παρόδους».      
            Συνοψίζοντας τη νίκη             του Χριστού κατά του θανάτου θα λέγαμε πως με την ανάσταση, δόθηκε και πάλι η δυνατότητα στον μεταπτωτικό άνθρωπο να αναμορφώσει το αρχέτυπο κάλλος της εικόνας του Θεού που κρύβει μέσα του.       
γ) Ανακαίνιση της κτίσεως              
            «Η ανταπόδωσις των αμαρτωλών υπάρχει η κόλασις, αλλ’ ο Θεός αντί της δικαίας ταύτης ανταποδώσεως παρέχει εις τους ειλικρινώς μετανοούντας αμαρτωλούς ανάστασιν, και αντί της τιμωρίας των σωμάτων, των καταπατησάντων τον νόμο αυτού, ενδύει αυτούς τελείαν αφθαρσίας δόξαν» αναφέρει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.
            Μια νέα δημιουργία παρουσιάζεται με την ανάσταση, απαλλαγμένη από την αμαρτία και τον θάνατο.  Καινοποιείται ο άνθρωπος.  «Παράγεις γαρ τα σύμπαντα και καινοποιείς σαββατίζων, Σωτήρ μου και ανακτώμενος».  Έτσι ο θάνατος μετατρέπεται σε αθανασία, η φθορά σε αφθαρσία, η ακοσμία σε κόσμο, η πτώση σε ανάσταση, ο οδυρμός σε ευφροσύνη, η έξοδος απ’ τις θύρες του Παραδείσου σε θριαμβευτική επάνοδο «κατά χάριν».  Η ανάσταση έγινε η θεραπεία και ανακαίνιση του φθαρτού κόσμου.  «Τα αρχαία παρήλθεν ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β’ Κορινθίους 5’ 17).         
            Γράφει ο π. Ι. Πόποβιτς: «Οι άνθρωποι κατεδίκασαν τον Θεόν εις θάνατον
· ο Θεός όμως δια της αναστάσεως Του καταδικάζει τους ανθρώπους εις αθανασίαν· δια τα κτυπήματα τους ανταποδίδει τους εναγκαλισμούς· δια τας ύβρεις τας ευλογίας· δια τον θάνατον την αθανασίαν.  Ποτέ δεν έδειξαν οι άνθρωποι τόσον μίσος προς τον Θεόν, όσον όταν τον εσταύρωσαν και ποτέ δεν έδειξεν ο Θεός τόση αγάπη προς τους ανθρώπους, όσην όταν ανέστη.  Οι άνθρωποι ήθελαν να καταστήσουν τον Θεόν θνητόν, αλλ’ ο Θεός δια της αναστάσεώς Του κατέστησε τους ανθρώπους αθάνατους». (Ανθρ, και Θεάνθρ. σ. 40).  
            Με την ανάσταση απόκαταστάθηκαν οι δυνατότητες για μια νέα ζωή του καινού ανθρώπου, του αφθαρτοποιημένου και αθάνατου ανθρώπου.  Η ανάσταση αποκτά καθολική σημασία για την ψυχοσωματική οντότητα του ανθρώπου, και η πίστη στην ανάσταση του Χριστού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση συμμετοχής στην αιώνια ζωή, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης:  «εισέρχεται κανείς εις την αιώνιον ζωήν δια του βαπτίσματος και της Αναστάσεως». 
            Σαν επίλογος δυό λόγια από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη:       
            «Ημείς συνανέστημεν με τον Αναστάντα Χριστόν και δια της πίστεως και του αγίου Βαπτίσματος, του εις τύπον γενομένου της ταφής και της Αναστάσεως του Κυρίου.  Άμποτε, λοιπόν, να ζήσωμεν μιαν καινούριαν πολιτείαν, ήτις πρέπει εις τους συναναστηθέσας με τον Δεσπότη Χριστόν, καθώς μας παραγγέλλει ο Παύλος: «ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρτών, διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6’ 4).  Ημείς εμάθομεν σήμερον από τον αναστάντα μιαν καινούριαν ζωήν.  Λοιπόν άμποτε να φυλάγωμεν αυτήν μέχρι τέλους, έχοντες καινούργιους συλλογισμούς, λαλούντες καινούρια λόγια και πράττοντες καινούρια έργα άξια της του Χριστού καινής Αναστάσεως».

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ



 http://chrvassiliades.blogspot.com/

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Θρήνος και ψαλμωδία κατά την ταφή των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία.




Τα τελευταία χρόνια έρχεται κατά περιόδους στο προσκήνιο της δημόσιας συζητήσεως το θέμα της καύσεως των νεκρών, το οποίο αναπόφευκτα συνδυάζεται και προς το γενικότερο ζήτημα της καθιερώσεως της πολιτικής κηδείας στην Ελλάδα. Επ’ αυτού υπάρχει ήδη εκπεφρασμένη άποψη της Εκκλησίας, ότι ή καύση των νεκρών αποτελεί μια ξενόφερτη πρακτική, ασυμβίβαστη προς τον χριστιανικό τρόπο διαθέσεως των νεκρικών λειψάνων. Όμως το κυρίως ζητούμενο στην όλη υπόθεση είναι ο προσδιορισμός του στοιχείου εκείνου, που συνιστά γενικά την ειδοποιό διαφορά μεταξύ χριστιανικής και μη χριστιανικής κατανοήσεως και βιώσεως του θανάτου. Διότι μόνον έτσι μπορούν να αξιολογηθούν εκκλησιαστικά και όλες οι άλλες σχετικές φροντίδες, με τις οποίες εκ παραδόσεως ο ελληνικός λαός προπέμπει τους νεκρούς του μέχρι του τάφου. Στη διακρίβωση αυτή αποβλέπει και η διερεύνηση ενός συναφούς προς την καύση των νεκρών θέματος, όπως είναι η σχέση του θρήνου των νεκρών προς τις νεκρώσιμες προσευχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας μελέτης.
1. Αναδιφώντας στην ιστορία του θέματος διαπιστώνουμε κατ’ αρχήν ότι ο λεγόμενος θρήνος του νεκρού κατείχε κεντρική θέση ανάμεσα στα πολλά έθιμα, με τα οποία ο προχριστιανικός κόσμος προέπεμπε τους νεκρούς του στην πέραν του τάφου ζωή. Πρόκειται, για μια πανανθρώπινη συνήθεια, η οποία απορρέει από τη βαθειά υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να εξωτερικεύει, σχεδόν με τους ίδιους πάντοτε τρόπους, τον πόνο της ψυχής που του προκαλεί ο θάνατος ενός προσφιλούς προσώπου. Έτσι για τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους ο θρήνος των νεκρών αποτελούσε τη σπουδαιότερη προς αυτούς επιτάφια τιμή και φροντίδα, «γέρας θανόντων», όπως λέγει ο Όμηρος. Περιλάμβανε δε δύο βασικά στοιχεία, πρώτο τον θρήνο (nenia) καθ’ εαυτό, και δεύτερο τον κοπετό (planctus). Και υπό μεν τον όρο θρήνος νοούνται κυρίως οι γοερές και άναρθρες κραυγές, η προσφώνηση του νεκρού με το όνομά του ή και τα πένθιμα άσματα, στα οποία ξεσπούσαν οι συγγενείς και φίλοι, ιδιαίτερα οι γυναίκες, που συγκεντρώνονταν γύρω από τον προτιθέμενο νεκρό, συνοδευόμενοι από ήχο αυλού ή λύρας. Με τον όρο δε κοπετός σημαίνονται ιδιαίτερα οι χειρονομίες και οι άλλες κινήσεις και εκδηλώσεις του σώματος, με τις οποίες οι θρηνούντες εξέφραζαν την οδύνη και το πάθος της ψυχής των για το θάνατο του προσφιλούς των προσώπου. Στις εκδηλώσεις αυτές συγκαταλέγονται κυρίως η τύψη του στήθους, η έκταση των χειρών, η εκρίζωση των τριχών της κόμης και του πώγωνα, οι εντομίδες, η ρίψη του σώματος, η ρήξη και η ρύπανση των ενδυμάτων κ.ά..
Ευρύτατα διαδεδομένη ήταν κατά την αρχαιότητα και η συνηθεία της μισθώσεως επαγγελματιών γυναικών θρηνωδών, ο ρόλος των οποίων συνίστατο στο να εκπροσωπούν στο θρήνο την οικογένεια του θανόντος, ή και να ενισχύουν την από το θρήνο εξαντλούμενη συγκέντρωση των θρηνούντων. Αν και οι γυναίκες αυτές αμοίβονταν συνήθως με τροφές ή ενδύματα, σπάνια δε με χρήματα, δεν απολάμβαναν εκτιμήσεως από το λαό.
Κατ’ ανάλογο προς τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους τρόπο θρηνούσαν τους νεκρούς των και οι Ιουδαίοι. Οι θρηνώδεις κραυγές των συγγενών και των φίλων, όπως και τα θρηνώδη άσματα, των οποίων προεξήρχαν συνήθως επαγγελματίες γυναίκες, με συνοδεία αυλών κατείχαν και εδώ την πρώτη θέση. Με τα άσματα αυτά, που ήσαν προδιαμορφωμένα και προσαρμόζονταν κατά περίπτωση, εξαίρονταν γενικά οι αρετές του νεκρού και διεκτραγωδείτο η τύχη του. Πολλά τέτοια άσματα, που μας διέσωσε η Π. Διαθήκη, διακρίνονται για την ποιητική τους τέχνη και τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο τον οποίο εκφράζουν, στερούνται όμως ιδιαίτερου θρησκευτικού περιεχομένου.
Από το θρήνο του νεκρού δεν απέλιπαν και εδώ οι διάφορες χειρονομίες και λοιπές σωματικές εκδηλώσεις, που αναφέραμε παραπάνω, και τις οποίες οι Ιουδαίοι συνήθιζαν και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις, όπως θλίψεις, συμφορές ή περιόδους μετανοίας. Έτσι με την αναγγελία του θανάτου ενός προσφιλούς προσώπου οι άμεσοι συγγενείς και φίλοι διαρρήγνυαν τα ενδύματά τους και αντί γι’ αυτά φορούσαν ύφασμα τραχύ και άκομψο, τον σάκκο. Παρέμεναν ασκεπείς και ανυπόδητοι, ξύριζαν μερικά ή ολικά την κόμη και τον πώγωνα, έβαζαν στο κεφάλι τους χώμα ή στάχτη, ή και κυλίονταν μέσα σ’ αυτά, παρέμεναν άλουστοι και για την διατροφή τους χρησιμοποιούσαν τον άρτο του πένθους και το ποτήριο της παρακλήσεως, δηλαδή, τροφές που προσέφεραν οι συγγενείς και οι γείτονες. Συνηθισμένοι, ήταν και οι αυτοτραυματισμοί και οι εντομίδες, που καταδικάζονταν όμως ρητά από τον Νόμο, ως εθνικές συνήθειες.
Στη συνάφεια αυτή θα πρέπει να λεχθεί ακόμη ότι η φαινομενολογική ομοιότητα των ιουδαϊκών νεκρικών εθίμων προς τα αντίστοιχα εθνικά δεν συνεπάγεται και ύπαρξη λατρείας των νεκρών στην Π. Διαθήκη. Όπως παρατηρεί ο De Vaux οι εκδηλώσεις αυτές έχουν ενίοτε και στην Π. Διαθήκη θρησκευτικό χαρακτήρα, ή μαρτυρούν εθνικές επιδράσεις, για τον ευσεβή όμως Ιουδαίο δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από απλή έκφραση πόνου για την απώλεια ενός προσφιλούς προσώπου.
Είναι φανερό ότι πολλές από τις προχριστιανικές αυτές συνήθειες, που επεβίωσαν διά μέσου της βυζαντινής περιόδου μέχρι σήμερα, εξηγούνται κατ’ αρχήν από τις αντιλήψεις, τις οποίες οι αρχαίοι είχαν σχετικά με το θάνατο και την μετά θάνατο ζωή. Πίστευαν, δηλαδή, οι πρωτόγονοι λαοί ότι αιτία του θανάτου ήσαν τα κακοποιά πνεύματα, στα οποία συγκατέλεγαν και τις ψυχές των νεκρών. Με την έννοια αυτή οι νεκροί γίνονταν για τους ζώντες επικίνδυνοι, όταν οι τελευταίοι δεν εκπλήρωναν τα προς αυτούς καθήκοντα. Κατά συνέπεια οι ζώντες φρόντιζαν όχι μόνο να προσφέρουν στους νεκρούς των κάθε τι που θεωρούσαν ότι ικανοποιούσε τις ανάγκες συντηρήσεως και επικοινωνίας, ανάλογες προς αυτές των ζώντων, αλλά και ό,τι εξασφάλιζε την εύνοιά τους. Λάμβαναν ακόμη και ανάλογα προφυλακτικά μέτρα για την αποτροπή της κακοποιού ενέργειας που μπορούσε να προέλθει απ’ αυτούς.
Εξεταζόμενες κάτω από το πρίσμα αυτό και οι μνημονευθείσες εκδηλώσεις, καθεμιά προσλαμβάνει και ξεχωριστή σημασία. Και για μεν τους θρήνους και τη μουσική οι αρχαίοι πίστευαν, ότι με τον τρόπο αυτό ηρεμούσαν και εξευμένιζαν τα πνεύματα των νεκρών και τα οδηγούσαν στο δικό τους χώρο, δηλαδή, στον τάφο και τον Άδη, προστατεύοντας έτσι τους ζώντες από την κακή τους επήρεια. Με τον ίδιο όμως τρόπο θεωρούσαν ότι προστάτευαν και τους ίδιους τους νεκρούς από τα κακά πνεύματα, τα οποία, όπως πίστευαν, διεκδικούσαν αμέσως μετά τη θανή την κατοχή του νεκρού. Επομένως οι θρήνοι και η μουσική είχαν ταυτόχρονα και αποτρεπτικό-εξοργιστικό χαρακτήρα, αφού εξασφάλιζαν τόσο στους ζώντες, όσο και στους νεκρούς ένα είδος προστασίας, από τους κινδύνους που αντίστοιχα τους απειλούσαν. Έτσι κατά μία άποψη εξηγείται και η συνήθεια να προσλαμβάνονται στις κηδείες και μισθωτοί θρηνωδοί, για να επαυξάνονται οι θρήνοι και η απ’ αυτούς ωφέλεια.
Κατ’ ανάλογο προς τους θρήνους και τη μουσική τρόπο εξηγούνται και οι λοιπές θρηνητικές εκδηλώσεις. Έτσι η αποκοπή και η προσφορά της κόμης, όπως και η αιμάτωση των παρειών (εντομίδες) ερμηνεύονται ως κατάλοιπα των ανθρωποθυσιών και ως εξιλαστήρια προσφορά και θυσία που προσφέρονται στο νεκρό. Αποτρεπτική κατά του κακού ενέργεια θεωρείται ότι έχει η γύμνωση και η επίδειξη των βραχιόνων και του στήθους από τις γυναίκες. Ενώ με τους διάφορους τρόπους μεταβολής της εξωτερικής εμφάνισης στο αντίθετο από το συνηθισμένο σχήμα, όπως η πένθιμη αμφίεση, η διάρρηξη και η ρύπανση των ενδυμάτων, η αποκάλυψη της κεφαλής, η σπάραξη της κόμης και η διάλυση των πλοκάμων της, επιδιώκεται η εξαπάτηση και αποπομπή των πονηρών πνευμάτων.
2. Όσο, όμως, διαδεδομένες και λαοφιλείς αν ήσαν οι συνήθειες αυτές, δεν έπαυαν να αποτελούν υπερβολές που προσέκρουαν στην κοινή ανθρώπινη ευαισθησία, για τον περιορισμό ή και την ολοκληρωτική εξάλειψη των οποίων αγωνίστηκαν φωτισμένα πνεύματα, ήδη απ’ αυτή την προχριστιανική αρχαιότητα. Πρώτος ο Σόλωνας με ειδικά νομοθετικά μέτρα, τα οποία έλαβε, απαγόρευσε τους επιτηδευμένους θρήνους, ιδιαίτερα των γυναικών, και τιμωρώντας τους παραβάτες προσεπάθησε να καταστήσει τους πολίτες «περί τα πένθη πραότερους…το σκληρόν αφελών και το βαρβαρικόν». Ο Πλάτωνας επίσης θεωρεί ότι επιβάλλεται μεν να χύνουμε δάκρυα για τους νεκρούς μας, οι πολιτικοί όμως νόμοι θα πρέπει να απαγορεύουν τους γοερούς θρήνους έξω από την οικία τους. Και ο Ξενοφών μάς πληροφορεί για παρόμοια στάση των εφόρων της Σπάρτης οι οποίοι, όταν έμαθαν για το θάνατο πολλών στρατιωτών σε μια μάχη κοντά στη Θήβα, παρήγγειλαν στις γυναίκες «μη ποιείν κραυγήν, αλλά σιγή το πάθος φέρειν».
Στην καταστολή των υπερβολικών θρήνων συνετέλεσε και η ανάπτυξη της ιδέας ότι οι πολλοί θρήνοι ενοχλούν τους νεκρούς. Έτσι πάλι ο Πλάτωνας εμφανίζει τους νεκρούς να παραγγέλλουν στους ζώντες ότι «ου θρηνούντες, ουδέ ολοφυρόμενοι ημάς ημίν μάλιστα χαριούνται». Και ο Στοβαίος τονίζει· «λύπη υπέρ το δέον χωρούσα, αχαριστία έστι προς δαίμονας χθόνιους». Ως αχαριστία προς τους χθόνιους δαίμονες θεωρεί και ο μυθικός Χαρώνδας την υπέρμετρη λύπη. Ενώ ο σαρκαστικός Λουκιανός επισημαίνει ότι όλη αυτή η περί τους θρήνους αμετρία των γυναικών δεν ωφελεί σε τίποτε τους νεκρούς, αφού γίνεται συχνά για επίδειξη.


Εκείνοι όμως που στιγμάτισαν ιδιαίτερα τις εθνικές αυτές υπερβολές και αγωνίστηκαν για την καταστολή τους, επειδή τις θεωρούσαν ως ασυμβίβαστες με την νέα περί θανάτου αντίληψη, την οποία έφερε ο Χριστός στον κόσμο, είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Στοιχώντας στο παράδειγμα του ίδιου του Κυρίου, ο οποίος πρώτος προσδιόρισε τους όρους και τα μέτρα της λύπης και της αλυπίας, διδάξας κατά τον Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, «ότι το ασυμπαθές και άδακρυ θηριώδες και το πολύδακρυ και φιλόθρηνον και πολύλυπον γυναικώδες», και καλλιεργώντας σε χριστιανική πλέον βάση τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό παραμυθητικό λόγο (consolatio), αποδέχονται κατ’ αρχήν τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου να λυπείται για την απώλεια προσφιλών προσώπων. Διότι η έκφραση όλων αυτών των συναισθημάτων του πόνου και της θλίψης ανακουφίζει την ψυχή του ανθρώπου και συντελεί στην ψυχική του ισορροπία, ενώ το αντίθετο είναι δυνατόν να αποβή καταστροφικό στην ψυχική του υγεία. Αυτό τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος όταν γράφει ότι «πολλαί πολλάκις γυ¬ναίκες αποβαλούσαι παίδας, αν μεν κωλυθώσιν θρηνήσαι και ολοφύρεσθαι, διαρρήγνυνται και απόλλυνται, αν δε τα των αθυμούντων ποιήσουσιν άπαντα κουφίζονται και παραμυθίαν λαμβάνουσιν». Και συμπληρώνει• «Ου τούτο, λέγω, άνθρωπε, ουδέ τούτο νομοθετώ, μηδ’ όλως δακρύειν επί τοις τέκνοις- καν γαρ είπω, αδύνατον λέγω. Και γαρ καγώ νόμοις της φύσεως πείθομαι… έπεί καγώ εκ μητρός γεγέννημαι».
Αντίθετα η προσπάθεια των πατέρων αναφέρεται στην περιστολή αυτής της ασχημοσύνης και απαιδευσίας περί την πίστη, που μαρτυρούν οι κατά την έκφραση του πένθους σημειούμενες και από χριστιανούς υπερβολές. «Μη ούτως ασχημονώμεν επί τοις κεκοιμημένοις, παρακαλεί και πάλιν ο ιερός Χρυσόστομος,… μη τους χιτώνας διαρρήξωμεν… μη τους βραχίονας τύψωμεν, ίνα μη τους Έλληνας ζηλώσωμεν… μη τας τρίχας της κεφαλής γυμνώσω-μεν». Και σ’ άλλο σημείο παρατηρεί· «Κλαίωμεν τους ούτως απερχόμενους, ου κωλύω, κλαίωμεν, αλλά μη ασχημόνως, μη τρί¬χας τίλλοντες, μη βραχίονας γυμνούντες, μη όψιν σπαραττοντες». Παρόμοια εκφράζεται και ο Μ. Βασίλειος: «Ούτε ουν γυναιξίν, ούτε ανδράσιν επιτέτραπται το φιλοπενθές και πολύδακρυ, αλλ’ όσον επιστυγνάσαι τοις λυπηροίς και μικρόν τι δάκρυον αποστάξαι και τούτο ησυχή, μη αναβρυχώμενον, ουδέ άλλο τι τοιούτον ασχημονούντα των επιτηδευομένων παρά των απαιδεύτως εχόντων προς τα ουράνια».
Οι πατέρες της Εκκλησίας καταδικάζουν ιδιαίτερα τη συνήθεια να προσκαλούνται στις κηδείες επαγγελματίες γυναίκες θρηνωδοί. Το ατόπημα αυτό χαρακτηρίζει ο ιερός Χρυσόστομος ως «νόσημα των γυναικών. Επίδειξιν γαρ εν τοις θρήνοις ποιούνται και τοις κωκητοίς, γυμνούσαι βραχίονας, σπαράττουσαι τρίχας, χαράδρας ποιούσαι κατά των παρειών», επιτηδεύσεις που τις κάνουν ασυμπαθείς στο λαό. Ενίοτε οι εκδηλώσεις αυτές γίνονταν και αιτία θανάτου ανθρώπων. Γι’ αυτό και πέραν των ποιμαντικών μέσων ελαμβάνοντο και άλλα κατασταλτικά μέτρα, όπως η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τον 15ο αι. να μη θάπτονται εκκλησιαστικά οι κατ’ αυτό τον τρόπο αυτοχειριαζόμενοι. Μάλιστα επί Βενετοκρατίας στην Κρήτη απαγορεύονταν τα μοιρολόγια και οι παραβάτες ετιμωρούντο με δεκαπενθήμερη φυλάκιση και καταβολή πέντε υπερπύρων.
Όμως, πέραν των ανωτέρω, η κύρια συμβολή των πατέρων στην αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού προβλήματος, που κληρονόμησε η Εκκλησία από την προχριστιανική αρχαιότητα, ήταν η καθιέρωση της ψαλμωδίας κατά την χριστιανική ταφή των νεκρών και η δι’ αυτής προσπάθεια αντικατάστασης, ή τουλάχιστον, περιορισμού των θρήνων. Διότι η ψαλμωδία έχει από τη φύση της έναν εύθυμο χαρακτήρα. «Ευθυμεί τις ψαλλέτω», λέγει ο απόστολος Ιάκωβος (Ιακ. 5, 13). Μ’ αυτήν την έννοια κατέστη η πλέον χριστιανοπρεπής απ’ όλες τις άλλες τιμές και φροντίδες, με τις οποίες ανέκαθεν η Εκκλησία προπέμπει τους νεκρούς της μέχρι του τάφου. Διότι αποτελεί την τελειότερη έκφραση αυτής της νέας χαρούμενης περί θανάτου αντίληψης που έφερε ο Χριστός στον κόσμο. Ο Ιερός Χρυσόστομος είναι επ’ αυτού κατηγορηματικός: «Διά τούτο παρά μεν την αρχήν επί τοις νεκροίς κοπετοί τινές εγίνοντο και θρήνοι, νυνί δε ψαλμοί και υμνωδίαι… επειδή θάνατος τότε θάνατος ην. Νυν δε ουχ ούτως, αλλ’ υμνωδίαι και ευχαί, δηλούντων απάντων ότι ηδονήν έχει το πράγμα. Οι ψαλμοί ευθυμίας σύμβολον. Επεί ουν ευθυμίας εσμέν πεπληρωμένοι, διά τούτο ψάλλομεν επί τοις νεκροίς ψαλμούς, θαρρείν υπέρ της τελευτής παρακελευομένους».
Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνεται και ιστορικά, κατ’ αρχήν μεν από τους ψαλμούς και ύμνους τους οποίους, όπως μαρτυρείται ήδη από τον 2ο αι., έψαλλε η αρχαία Εκκλησία κατά την επέτειο του μαρτυρίου, την οποία εόρταζε ως γενέθλια ημέρα του μάρτυρα στην αιωνιότητα. Αλλά και αυτή καθ’ αυτή η ταφή των νεκρών είχε ευθύς εξ αρχής για την Εκκλησία έναν θρησκευτικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και η κατά την περίοδο των διωγμών τελεσθείσα κηδεία του αγίου Κυπριανού συνοδεύτηκε από πολλούς ύμνους που αντικατέστησαν τους θρήνους. Ιδιαίτερα όμως μετά τους διωγμούς η κατά την χριστιανική ταφή των νεκρών ψαλμωδία εμφανίζεται ως γενικευμένη παράδοση όχι μόνο στις μονές, αλλά και στις κατά κόσμο Εκκλησίες. «Και εν ταις εξόδοις των κεκοιμημένων ψάλλοντες προπέμπετε αυτούς, εάν ώσιν πιστοί εν Κυρίω, παραγγέλουν οι Αποστολικές Διαταγές». Έτσι κατά την κηδεία του αγίου Παύλου, του πρώτου ερημίτου, ο μέγας Αντώνιος έψαλλε ύμνους και ψαλμούς τηρώντας, όπως αναφέρεται, παλαιά χριστιανική παράδοση. Την παράδοση αυτή γενικεύει ο άγιος Παχώμιος ορίζοντας ότι οι μοναχοί πρέπει να ψάλλουν κατά τις κηδείες. Το ίδιο αυτό πνεύμα φαίνεται ότι κυριάρχησε και στην περίπτωση της οσίας Μακρίνας, κατά την κηδεία της οποίας ακούστηκαν πανηγυρικές ψαλμωδίες, ανάλογες προς αυτές που συνηθίζονταν κατά τις μνήμες των μαρτύρων. Και το πένθος της αγίας Νόννας για τον θάνατο του υιού της Καισαρίου καταπράυναν οι ύμνοι, «δάκρυσιν ηττωμένοις φιλοσοφία, ψαλμωδίαις κοιμιζούσαις τους θρήνους», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο άλλος υιός της, ο Θεολόγος Γρηγόριος. Από δε τους δυτικούς πατέρες αναφέρουμε ενδεικτικά τον ιερό Αυγουστίνο, ο οποίος διηγούμενος τα του θανάτου της μητέρας του Μόνικας γράφει ότι «δεν έπρεπε να ιερολογήσουμε το πένθος εκείνο με δάκρυα και στεναγμούς, με τα οποία συνηθίζεται να θρηνείται η υποτιθέμενη δυστυχία των θνησκόντων ή, η πλήρης εκμηδένισή των. Διότι η μητέρα μου δεν απέθανε δυστυχής, ούτε απέθανε ολοκληρωτικά… Έτσι όταν έπαυσε το παιδί εκείνο (ο Αδεοδάτος) να θρηνεί, ο Ευόδιος πήρε το Ψαλτήριο και άρχισε να ψάλλει κάποιον ψαλμό, στον οποίο εμείς αποκρινόμαστε «έλεος και κρίσιν άσομαί σοι, Κύριε»».
Δυστυχώς από την προ του 8ου αι. περίοδο διασώθηκαν ελάχιστες πληροφορίες για το είδος των ψαλμών και ύμνων και γενικά των λειτουργικών προσευχών που ψάλλονταν κατά την εκκλησιαστική ταφή των νεκρών. Έτσι έκτος από την μεμονωμένη «Ευχή περί τεθνεώτος και εκκομιζομένου», που εμπεριέχεται στο Ευχολόγιο του Σεραπίωνος, αναφέρονται ακόμη ορισμένοι ψαλμικοί στίχοι τους οποίους μνημονεύει ο ιερός Χρυσόστομος και το βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη για το θέμα μας σημασία είναι ότι, όπως και τα άλλα επί μέρους μυστήρια, έτσι και η Νεκρώσιμη Ακολουθία έτελείτο αρχικά σε συνάρθρωση με τη Θεία Ευχαριστία. Αναπόφευκτα δε το δοξολογικό πνεύμα της ευχαριστιακής σύναξης, ως της κατ’ εξοχήν εόρτιας φανέρωσης του σώματος της Εκκλησίας, διαπότισε και τις νεκρώσιμες προσευχές της, παρεμποδίζοντας ταυτόχρονα κάθε υπέρμετρη θρηνητική εκδήλωση κατά την ταφή των νεκρών.
Το πνεύμα αυτό δεν έπαυσε να συνοδεύει τις επικήδειες προσευχές της Εκκλησίας και μετά την αποσύνδεσή τους από τη Θεία Ευχαριστία. Γεγονός που φαίνεται ιδιαίτερα στην μόνη πριν από τον 8ο αι., σχετικά πλήρη περιγραφή της λειτουργικής ακολουθίας, που ψαλλόταν κατά τις κοιμήσεις των ιερών ανδρών, όπως μας την διασώζουν τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα. Έτσι στο κεφάλαιο «Περί των επί τοις κεκοιμημένοις τελουμένων» ο θάνατος ενός πιστού, ως το χριστοειδές τέλος της παρούσας ζωής, παραβάλλεται προς το τέλος ενός νικηφόρου πνευματικού αγώνα. «Ο προς το πέρας ερχόμενος των οικείων αγώνων ευφροσύνης ιεράς αποπληρούται και συν ηδονή πολλή προς την οδόν επιβαίνει της ιεράς παλιγγενεσίας». Οι υπόλοιποι δε πιστοί, ως οικείοι της πίστεως, μακαρίζουν όποιον αποθνήσκει κατ’ αυτό τον τρόπο, και με την ελπίδα ότι και οι ίδιοι θα τύχουν της ίδιας απολαβής τον μεταφέρουν στο ναό, όπου «τω της νίκης αιτίω χαριστηρίους ωδάς αναπέμπουσιν προσέτι και αυτούς αφικέσθαι προς την ομοίαν ευχόμενοι λήξιν». Πρόκειται για τους ευχαριστήριους ύμνους και τα επινίκεια άσματα προς τον αίτιο της νίκης Θεό, τα οποία προσδίδουν στη λειτουργική αυτή σύναξη τον χαρακτήρα ενός τελετουργικού πλαισίου ανακήρυξης νικητού, όπου ο επίσκοπος, ως άλλος ελλανοδίκης, απονέμει τους στεφάνους στον νικητή, παροτρύνοντας και τους άλλους σε παρόμοιους νικηφόρους αγώνες.
3. Η μορφή της νεκρώσιμης ακολουθίας, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, αποτελεί τον καρπό μιας μακροχρόνιας εξέλιξης, που αρχίζει από τον 8ο αι., και οριστικοποιείται βασικά κατά την εποχή της εφεύρεσης της τυπογραφίας (15ος αι.). Αρχίζοντας με τη μορφή μεμονωμένων επιμέρους ευχών, που περιέχουν τα αρχαιότερα των χειρογράφων ευχολογίων, περνάει στη συνέχεια από μια φάση έντονης τελετουργικής πολυμορφίας με την ανάπτυξη ειδικών για κάθε περίπτωση ακολουθιών, (Νεκρώσιμη ακολουθία εις ιερείς, μοναχούς κ.λπ.), για να καταλήξει στη σημερινή ενιαία για όλους τους ενήλικες πιστούς μορφή, όπως αυτή διαμορφώθηκε με ειδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Έστω όμως και με τη σημερινή απλουστευμένη της μορφή η Νεκρώσιμη Ακολουθία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έπαυσε ποτέ να εντυπωσιάζει ιδιαίτερα με τον έντονο δραματικό της χαρακτήρα, που υπενθυμίζει σε πολλά σημεία το αρχαίο ελληνικό δράμα. Δεν υπάρχει δε αμφιβολία ότι ένας από τους κυριώτερους λόγους που οδήγησε την Εκκλησία σ’ αυτήν την διά μέσου της Νεκρωσίμου Ακολουθίας λειτουργική δραματοποίηση του θανάτου, όπου πρωταγωνιστούν ο δημιουργός Θεός, οι ουράνιες δυνάμεις, ο κηδευόμενος νεκρός, οι οικείοι του και η Εκκλησία, ήταν η ποιμαντική χειραγώγηση των πιστών στην εν Κυρίω αντιμετώπιση του φυσικού ψυχικού πόνου, που προκαλεί ο θάνατος ενός προσφιλούς προσώπου. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο αείμνηστος Σ. Ζαμπέλιος «η στενή του ελληνικού θεάτρου σκηνή δεν ήρκει στην απέραντον του Χριστιανισμού πνευματικότητα. Το σοβαρόν δράμα του θανάτου έπρεπε εις το εξής να παρασταθή επί σκηνής τοσούτον ευρυχώρου, όσον ευρύχωρος ήτον ήδη η αποκεκαλυμμένη νέα ζωή. Αλλά τίς σκηνή καταλληλότερα της Εκκλησίας, ταύτης της εικονικής αγκάλης της ανθρωπότητος; Τίς δε τόπος αρμοδιώτερος εκείνου, ανθώ μυστήρια Θεού και ανθρώπου, θανάτου και αθανασίας ευχερώς συμπαριστάνονται;… Ούσης της νέας σοφίας δίδαγμα λαού, πάντες αδιακρίτως εκεί θεωρούσιν και διδάσκονται τίνι τρόπω πατείται ο θάνατος». Και αλλού, αναφερόμενος σ’ αυτή καθ’ αυτή την Νεκρώσιμη Ακολουθία, γράφει επιγραμματικά: «Η τόλμη του Αισχύλου, η τελειότης του Σοφοκλέους, η ηθική του Ευριπίδου ωχριώσιν ενώπιον εκείνου του απλουστάτου μεν, αλλά μεστού ελέους και τρόμου θεάματος, που μας παρέχει η Νεκρώσιμη Ακολουθία. Είναι ποίησις όχι της φαντασίας, γέννημα θνητού, αλλ’ αυτοποίησις καθολικότητος, αυτόματον εξεικόνισμα του Ευαγγελίου. Αυτή δε η ποίησις της ανωνύμου ανθρωπότητος αποσπά δάκρυα εκ των μυχών της συνειδήσεως, κατ’ άλλον τρόπον αγαπητά τω Θεώ· δάκρυα πνευματικής κατανύξεως και ταπεινοφροσύνης, δάκρυα ιερά, των οποίων η τέχνη της Θέσπιδος δεν ήξευρε να δώση πάρεξ την εικόνα».
Αυτή η διά μέσου της χριστιανικής λειτουργικής ψαλμωδίας ερπιτευχθείσα πρόσληψη και εν Χριστώ αποκάθαρση του προχριστιανικού νεκρικού θρήνου φαίνεται ιδιαίτερα στην καλή αλλοίωση που υπέστησαν και τα αντίστοιχα πένθιμα δημοτικά τραγούδια του ελληνικού λαού, τα γνωστά με το όνομα Μοιρολόγια. Όπως παρατηρεί ο Αναγνωστόπουλος, «στα δημοτικά τραγούδια απαντά ευρύτατα ο θρήνος για το νεκρό, ο οποίος στρέφεται γύρω από τα ίδια θέματα, όπως και στους αρχαίους έλληνες και τους βυζαντινούς, είναι όμως υποταγμένος στα πλαίσια του κόσμιου και ανθρώπινου και απαλλαγμένος από τις υπερβολές και ακρότητες των αρχαίων, με έκδηλη σε πολλά σημεία την επίδραση της χριστιανικής διδασκαλίας».
Η ανωτέρω ακροτελεύτια διαπίστωση μας δίδει ένα μέτρο της επιδράσεως που άσκησε η χριστιανική διδασκαλία και στα υπόλοιπα εκτός του θρήνου παραδοσιακά νεκρικά έθιμα των Νεοελλήνων. Έτσι π.χ. πουθενά στα δημοτικά τραγούδια ο νεκρός δεν θεωρείται μολυσμένος ή επικίνδυνος, εξαίρεται η αναγκαιότητα της εκκλησιαστικής ταφής των νεκρών, εκφράζεται η πίστη στην μετά θάνατο προσωπική ύπαρξη, διατυπώνεται η αντίληψη ότι ο θρήνος των νεκρών πρέπει να καταπαύει από το Σάββατο το βράδυ μέχρι την Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία, επειδή η Κυριακή, ήδη από τον εσπερινό του Σαββάτου, θεωρείται ως η κατ’ εξοχήν εορτή και ημέρα χαράς κ.άλ.. Ταυτόχρονα οριοθετεί την ποιμαντική στάση της Εκκλησίας έναντι αυτού του πνεύματος εκκοσμίκευσης, που σηματοδοτεί για το χώρο αυτό η συζητούμενη σήμερα
καθιέρωση της καύσης των νεκρών ή της πολιτικής κηδείας. Για τον προσδιορισμό δε αυτής ακριβώς της στάσεως της Εκκλησίας θεωρούμε χρήσιμα τα κάτωθι συμπεράσματα, όπως αυτά προκύπτουν αβίαστα από την προηγηθείσα ανάλυση:
α) Ο θρήνος των νεκρών ως εστιακό σημείο των προχριστιανικών νεκρικών εθίμων συνδέεται άμεσα προς τις περί θανάτου και μετά θάνατον ζωής αντιλήψεις των Εθνικών και των Ιουδαίων, τις οποιες και εκφράζει. Οι σπουδαιότερες δε από τις αντιλήψεις αυτές ήταν τρεις: πρώτον ο θάνατος ως το μέγιστο κακό της επίγειας ζωής του ανθρώπου και ο ενεργός ρόλος των πονηρών πνευμάτων κατά την επέλευσή του· δεύτερον η επικινδυνότητα των νεκρών για τους ζώντες· και τρίτον η διά των υπερβολικών θρήνων και των άλλων άμετρων πενθικών εκδηλώσεων ανάγκη εξευμενισμού των νεκρών.
β) Η διαφορετική αντίληψη την οποία έχει η Εκκλησία για το «ομοπόρευτον και ομόζυγον» της ψυχής ανθρώπινο σώμα, ως ναό του εν ημίν αγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. 6, 19), για τον θάνατο, ως ευεργεσία του Θεού προς τον πεπτωκότα άνθρωπο, «ίνα μη αθάνατον η το κακόν» , και για την μετά θάνατο κατάσταση, ως προσδοκώμενη εξανάσταση των σωμάτων και μέλλουσα κρίση, όχι μόνο ανέδειξε το ασυμβίβαστο των προχριστιανικών νεκρικών θρήνων προς βασικές αλήθειες της χριστιανικής πίστεως, αλλά και κατέστησε την ψαλμωδία επίκεντρο της χριστιανοπρεπούς ταφής των νεκρών. Διότι από τη φύση της η χριστιανική ψαλμωδία εκφράζει αυτήν τήν «πολλήν ηδονήν», την οποία έχει η εν Κυρίω κοίμηση, και καταπραΰνει τον φυσικό ψυχικό πόνο που προκαλεί στον άνθρωπο η έξοδος από τη ζωή αυτή ενός προσφιλούς προσώπου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στα αρχαιότερα των σωζομένων χειρογράφων ευχολογίων (από τον 8ο αι., και εξής) μεταξύ των νεκρώσιμων ευχών συμπεριλαμβάνεται και ειδική «Ευχή εις πενθούντας».
γ) Με δεδομένο το γεγονός ότι και η καύση των νεκρών, όχι μόνο κατά το παρελθόν, αλλά και κατά τα νεώτερα χρόνια, συνδέθηκε με πλείστες όσες αντιχριστιανικές αντιλήψεις, δεν μπορεί σε καμμιά περίπτωση να συνδυαστεί με τον έντονο διδακτικό και παραμυθητικό χαρακτήρα που προσέλαβε η Νεκρώσιμη Ακολουθία μέσα στη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας. Πολύ δε περισσότερο όταν, με την συζητούμενη καθιέρωση της πολιτικής κηδείας, συνδυάζεται και μια προσπάθεια αποσύνδεσης της ταφής των νεκρών από την αρμοδιότητα της Εκκλησίας, που σημαίνει όχι μόνο διολίσθηση προς αντιχριστιανικές αντιλήψεις, αλλά και ευθεία αντίθεση με την περί της ιερότητας του νεκρού διαχρονική αντίληψη του ελληνικού λαού.
(π. Δημητρίου Τζέρπου, «Ο Αγιασμός της ζωής των πιστών», εκδ. Τήνος – Αθήναι 2006, σ. 132-149)

 http://www.pemptousia.gr

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Οι υπόδικοι νεκροί


- Γέροντα, όταν πεθάνει ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τί κατάσταση βρίσκεται;
- Ναι, συνέρχεται καί λέει «τί έκανα;», αλλά «φαϊντά γιόκ», δηλαδή δεν ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώσει λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τί έκανε, καί, όταν ξεμεθύσει, κλαίει καί οδύρεται καί λέει «τί έκανα;», έτσι και όσοι σ' αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δέν καταλαβαίνουν τί κάνουν, δέν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγει από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μιά ασύλληπτη ταχύτητα...


Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
- Γέροντα, πώς είναι οι κολασμένοι;
- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνει η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν καί υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
- Και οι Άγιοι και ο ληστής;
- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως καί οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει-παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δέν μπορούν νά λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.

Η προσευχή, καί τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους
- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχονται;
- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στόν Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: νά ζήσουν πέντε λεπτά, γιά νά μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δέν μπορούν πια μόνοι τους νά καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι' αυτό έχουμε χρέος νά τους βοηθούμε μέ την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον τό δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σέ δαιμονική κατάσταση καί, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δέν ζητούν βοήθεια, αλλά καί δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί νά τους κάνει ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του καί από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Έ, τί νά τό κάνει αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν γιά τις αμαρτίες τους. Ζητούν νά βοηθηθούν καί βοηθιούνται θετικά μέ τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μιά ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, νά βοηθηθούν μέχρι νά γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Καί όπως σ' αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος μέ τον βασιλιά, μπορεί νά μεσολαβήσει και νά βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» μέ τον Θεό, μπορεί νά μεσολαβήσει στόν Θεό μέ την προσευχή του και νά μεταφέρει τους υπόδικους νεκρούς από τήν μια «φυλακή» σέ άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σέ ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί νά τους μεταφέρει και σέ «δωμάτιο» ή σέ «διαμέρισμα».
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τούς πηγαίνουμε, έτσι καί τούς νεκρούς τούς ανακουφίζουμε μέ τις προσευχές και τις ελεημοσύνες πού κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων γιά τούς κεκοιμημένους και τά μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους νά βοηθηθούν, μέχρι νά γίνει η τελική Κρίση. Μετά τήν δίκη δέν θά υπάρχει πλέον δυνατότητα νά βοηθηθούν.
Ο Θεός θέλει νά βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει γιά την σωτηρία τους, αλλά δέν τό κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δέν θέλει νά δώσει δικαίωμα στον διάβολο νά πει: «Πώς τον σώζεις αυτόν, ενώ δέν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχόμαστε γιά τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε τό δικαίωμα νά επεμβαίνει. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή γιά τους κεκοιμημένους παρά γιά τούς ζώντες.
Γι' αυτό καί η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος γιά τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση νά βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία νά διαβάζετε κόλλυβο γιά τούς κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία», λέει η Γραφή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται νά βράσουν λίγο σιτάρι καί πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, γιά νά τά διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τά καημένα σέ κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και γιά τούς κεκοιμημένους καί γιά τον Άγιο που γιορτάζει, γιά νά έχουν την ευλογία του.
- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
- Εμ, όταν μπαίνει κάποιος στήν φυλακή, στήν αρχή δέν δυσκολεύεται πιο πολύ; Νά κάνουμε προσευχή γιά τούς κεκοιμημένους πού δέν ευαρέστησαν στον Θεό, γιά νά κάνει κάτι και γι' αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός -θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί νά νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν- και είχε καί αμαρτωλή ζωή, τότε νά κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα γιά την ψυχή του καί νά δίνουμε ελεημοσύνη σέ φτωχούς γιά την σωτηρία της ψυχής του, γιά να ευχηθούν οι φτωχοί «ν' αγιάσουν τά κόκκαλά του», ώστε νά καμφθεί ο Θεός καί νά τον ελεήσει. Έτσι, ό,τι δέν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι' αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος πού είχε καλοσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δέν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, μέ λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπ' όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται μέ τήν προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε μέ κλάματα: «Γέροντα, δέν έκανα προσευχή γιά κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάσθηκε στόν ύπνο μου. «Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις νά μέ βοηθήσεις μέ ξέχασες και υποφέρω». Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθεί μέ διάφορες μέριμνες και ούτε γιά τον εαυτό μου δέν προσευχόμουν».
- Όταν, Γέροντα, πεθάνει κάποιος και μας ζητήσουν νά προσευχηθούμε γι' αυτόν, είναι καλό νά κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τά σαράντα;
- Άμα κάνεις κομποσχοίνι γι' αύτόν, βάλε καί άλλους κεκοιμημένους. Γιατί νά πάει μιά αμαξοστοιχία στόν προορισμό της μέ έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια καί δέν έχουν κανέναν νά προσευχηθεί γι' αύτούς!
Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο γιά κάποιον δικό τους. Μέ αυτόν τον τρόπο δέν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δέν είναι τόσο ευάρεστη στόν Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι' αύτόν, ας κάνουν συγχρόνως και γιά τους ξένους.
- Γέροντα, μέ απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δέν είχε καμμιά σχέση μέ την Εκκλησία.
- Δέν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σέ απασχολεί; Κάθε Σάββατο;
- Δέν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί τό Σάββατο;
- Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
- Γέροντα, οι νεκροί που δέν έχουν ανθρώπους νά προσεύχονται γι' αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά γιά τους κεκοιμημένους;
- Καί βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι γιά όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στόν ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω καί γενικό μνημόσυνο γιά όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι γιά τους βασιλείς, γιά τούς αρχιερείς κ.λπ. καί στο τέλος λέω «καί υπέρ ών τά ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν». Αν καμμιά φορά δέν κάνω ευχή γιά τους κεκοιμημένους, παρουσιάζοντα οι γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημόσυνου, γιατί αυτόν δέν τον είχα ολόκληρο γραμμένο μέ τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή μέ τούς ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στήν Αγία Πρόθεση νά μη δίνετε νά μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά καί ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.

Το καλύτερο μνημόσυνο για τούς κεκοιμημένους
Τό καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε νά κάνουμε γιά τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, γιά νά κόψουμε τα ελαττώματα μας και νά λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τά υλικά πράγματα καί από τα ψυχικά πάθη, εκτός από την δική μας ανακούφιση, έχει ώς αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονος τους είναι κοντά στον Θεό. Αν εμείς δέν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο πάππους μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τί απογόνους κάναμε!», λένε καί στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σέ καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί νά γεννηθούμε καί ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται νά τους βοηθήσει. Αυτό δηλαδή που θά δώσει χαρά στους κεκοιμημένους είναι νά αγωνισθούμε νά ευαρεστήσουμε στον Θεό μέ την ζωή μας, ώστε νά τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και νά ζήσουμε όλοι μαζί στήν αιώνια ζωή.
Επομένως, αξίζει τον κόπο νά χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, γιά νά γίνει καινός καί νά μη βλάπτει πιά ούτε τον εαυτό του ούτε άλλους ανθρώπους, αλλά νά βοηθάει και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.

Η παρρησία των δικαίων προς τον Θεό
- Γέροντα, στην προς Αρχαρίους Επιστολή σας γράφετε: «Παρόλο που καταλαβαίνουν οι αληθινοί μοναχοί ότι αυτό πού απολαμβάνουν σ' αυτήν την ζωή είναι μέρος της χαράς του Παραδείσου και ότι στον Παράδεισο θά είναι περισσότερη, εν τούτοις από πολλή αγάπη προς τον πλησίον τους θέλουν νά ζήσουν επί της γης, γιά νά βοηθούν τούς ανθρώπους μέ την προσευχή, νά επεμβαίνει ο Θεός και νά βοηθιέται ο κόσμος».
- Γράψε: «Θέλουν νά ζήσουν επί της γης, γιά νά συμπάσχουν μέ τούς ανθρώπους και νά τους βοηθούν μέ τήν προσευχή».
- Στήν άλλη ζωή, Γέροντα, ένας σωστός μοναχός πάλι δέν θά βοηθάει μέ τήν προσευχή του τούς ανθρώπους;
- Και στήν άλλη ζωή θά βοηθάει μέ τήν προσευχή του, αλλά δέν θά υποφέρει, ενώ τώρα συμπάσχει δέν περνάει χαρούμενα εδώ, «μέ χαρούμενη τήν όψη καί μέ βλέμμα λαμπερό»! Όσο όμως υποφέρει γιά τον πλησίον του, τόσο ανταμείβεται μέ θεία παρηγοριά, καί αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο και η πληροφορία ότι βοηθιέται ο άλλος. Αυτή η παραδεισένια χαρά είναι η θεία ανταμοιβή γιά τον πόνο που νιώθει γιά τον αδελφό του.
- Δηλαδή, Γέροντα, οι Άγιοι πού επικαλούμαστε νά μας βοηθήσουν δέν συμπάσχουν μαζί μας;
- Εκεί δέν έχει πόνο, βρέ παιδάκι μου! Στον Παράδεισο υποφέρουν; «Ένθα ουκ έστι πόνος ου λύπη ου στεναγμός» δέν λέει;
Ύστερα οι Άγιοι έχουν υπ' όψιν τους την θεία ανταμοιβή που θά λάβουν όσοι άνθρωποι βασανίζονται σ' αυτήν τήν ζωή και αυτό τούς κάνει νά χαίρονται. Μά καί ο Ίδιος ο Θεός πού έχει τόση αγάπη, τόση ευσπλαχνία, πώς αντέχει αυτόν τον μεγάλο πόνο των ανθρώπων; Αντέχει, γιατί έχει υπ' όψιν Του την θεία ανταμοιβή που τους περιμένει. Όσο δηλαδή βασανίζονται εδώ οι άνθρωποι, τόσο τους αποταμιεύει εκεί ουράνιο μισθό. Ενώ εμείς αυτά δέν τα βλέπουμε και συμπάσχουμε με όσους υποφέρουν. Γι' αυτό, όταν κάποιος τά βλέπει λίγο αυτά καί έχει υπ' όψιν του την ανταμοιβή που θά λάβουν, δέν υποφέρει τόσο πολύ.
- Όταν, Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό νά βοηθήσει κάποιον κεκοιμημένο που δέν έχει ανάγκη, πάει χαμένη αυτή η προσευχή;
- Πώς νά πάει χαμένη; Όταν λέμε «ανάπαυσαν τον τάδε» και αυτός είναι σέ καλή θέση στήν άλλη ζωή, δέν παρεξηγείται ίσα-ίσα συγκινείται. «Γιά δές, λέει, εγώ είμαι σέ καλή θέση και εκείνοι αγωνιούν», οπότε φιλοτιμιέται καί μας βοηθάει πιο πολύ, πρεσβεύοντας στόν Θεό γιά μας. Αλλά πού νά ξέρεις σέ τί κατάσταση βρίσκεται ο άλλος; Φυσιολογικά κάνεις ευχή πρώτα γι' αυτούς που γνωρίζεις ότι μέ τήν ζωή τους λύπησαν τον Θεό καί εύχεσαι και γιά άλλες ανάλογες περιπτώσεις καί ύστερα εύχεσαι και γιά όλους τούς κεκοιμημένους.

Η μέλλουσα Κρίση
- Γέροντα, πώς εξαγνίζεται η ψυχή;
- Όταν ο άνθρωπος εργασθεί τις εντολές του Θεού. κάνει δουλειά στόν εαυτό του και καθαρισθεί από τά πάθη, τότε ο νους φωτίζεται, φθάνει σέ ύψος θεωρίας, καί η ψυχή λαμπρύνεται καί γίνεται όπως ήταν πριν από την πτώση των Πρωτοπλάστων. Σέ τέτοια κατάσταση θά βρίσκεται μετά την ανάσταση των νεκρών. Μπορεί όμως ο άνθρωπος νά δει την ανάσταση της ψυχής του πριν από την κοινή ανάσταση, αν καθαρισθεί τελείως από τα πάθη. Τό σώμα του τότε θα είναι αγγελικό, άϋλο, και δέν θά νοιάζεται γιά τροφή υλική.
- Γέροντα, πώς θά γίνει η μέλλουσα Κρίση;
- Στήν μέλλουσα Κρίση θά αποκαλυφθεί σέ μιά στιγμή η κατάσταση του κάθε άνθρωπου καί μόνος του καθένας θά τραβήξει γιά 'κει που είναι. Καθένας θά βλέπει σάν σέ τηλεόραση τά δικά του χάλια και την πνευματική κατάσταση του άλλου. Θα καθρεφτίζει τον εαυτό του στόν άλλον και θά σκύβει τό κεφάλι και θά πηγαίνει στήν θέση του. Δέν θά μπορεί λ.χ. νά πει μιά νύφη πού καθόταν μπροστά στήν πεθερά της σταυροπόδι και η πεθερά της μέ σπασμένο πόδι φρόντιζε τό εγγονάκι: «γιατί, Χριστέ μου, βάζεις την πεθερά μου στόν Παράδεισο κι εμένα δέν μέ βάζεις;», επειδή θά έρχεται μπροστά της εκείνη η σκηνή. Θά θυμάται την πεθερά της πού στεκόταν όρθια μέ σπασμένο πόδι και φρόντιζε τό εγγονάκι της και δέν θά έχει μούτρα νά πάει στόν Παράδεισο, άλλά ούτε και θά χωράει στόν Παράδεισο. Ή οι μοναχοί θά βλέπουν τί δυσκολίες, τί δοκιμασίες είχαν οι κοσμικοί και πώς τις αντιμετώπισαν καί, αν δέν έχουν ζήσει σωστά, θά σκύψουν τό κεφάλι καί θά τραβήξουν μόνοι τους γιά εκεί πού θά είναι.
Θά δουν εκεί οι μοναχές, πού δέν ευαρέστησαν στον Θεό, ηρωίδες μάνες, που ούτε υποσχέσεις έδωσαν, ούτε τις ευλογίες καί τις ευκαιρίες τις δικές τους είχαν, πώς αγωνίσθηκαν καί σέ τί κατάσταση πνευματική έφθασαν, καί εκείνες, καλόγριες, μέ τί μικροπρέπειες ασχολούνταν και βασανίζονταν, καί θά ντρέπονται! Έτσι μου λέει ο λογισμός ότι θά γίνει η Κρίση. Δέν θά πει δηλαδή ο Χριστός: «έλα εδώ εσύ, τί έκανες;» ή «εσύ θά πάς στήν κόλαση, εσύ στον Παράδεισο», αλλά ο καθένας θά συγκρίνει τον εαυτό του μέ τον άλλον καί θά τραβήξει γιά εκεί που θα είναι.

Η μέλλουσα ζωή
- Γέροντα, έφερα γλυκά νά κεράσετε.
- Δες πώς χαίρονται! Στήν άλλη ζωή θά λέμε: «Μέ τί χαζά χαιρόμασταν! Τί μας συγκινούσαν τότε!». Ενώ τώρα σκιρτάει η καρδιά γι' αύτά.
- Γέροντα, πώς θά τό καταλάβουμε αυτό από τώρα;
- Άμα τό καταλάβετε αυτό από τώρα, δέν θά το πείτε μεθαύριο στήν άλλη ζωή. Πάντως, όσοι βρίσκονται εκεί επάνω, καλά περνούν. Ξέρεις τί εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό.
- Γέροντα, γιατί το σώμα του νεκρού λέγεται «λείψανο»;
- Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο. Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό. Στήν μέλλουσα Κρίση θά αναστήσει ο Θεός και το σώμα, γιά νά κριθεί με αυτό ο άνθρωπος, γιατί μέ αυτό έζησε και αμάρτησε. Στήν άλλη ζωή όλοι θά έχουν το ίδιο σώμα - πνευματικό σώμα-, το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί καί οι ψηλοί, την ίδια ηλικία, καί οι νέοι καί οι γέροι καί τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια. Θά υπάρχει δηλαδή μιά αγγελική ηλικία.
- Γέροντα, στήν άλλη ζωή όσοι θά είναι στην Κόλαση θά βλέπουν αυτούς που θά είναι στον Παράδεισο;
- Κοίταξε, όπως αυτοί πού είναι τήν νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν όσους είναι μέσα σέ ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι καί όσοι θά βρίσκονται στήν κόλαση θά βλέπουν όσους θά είναι στον Παράδεισο. Καί αυτό θά είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι τήν νύχτα είναι στό φως, δέν βλέπουν αυτούς πού είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι καί αυτοί που θά βρίσκονται στον Παράδεισο δέν θά βλέπουν αυτούς που θά είναι στην κόλαση. Γιατί, αν έβλεπαν τούς κολασμένους, θά πονούσαν, θά θλίβονταν γιά τήν ταλαιπωρία τους, καί δέν θά απολάμβαναν τον Παράδεισο, αλλά εκεί «ουκ έστι πόνος...». Καί όχι μόνο δέν θά τούς βλέπουν, αλλά ούτε θά θυμούνται αν είχαν αδελφό ή πατέρα ή μητέρα, αν δέν είναι καί εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού» λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα τούς θυμούνται, πώς θά είναι Παράδεισος; Αυτοί μάλιστα πού θά είναι στον Παράδεισο, θά νομίζουν ότι δέν θά υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θά θυμούνται τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους, δέν θά αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.
Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παράδεισο θά είναι διαφορετική. Άλλος θά έχει μιά δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μιά ολόκληρη δεξαμενή. Όλοι όμως θά αισθάνονται πλήρεις καί κανένας δέν θά ξέρει το μέγεθος της χαράς, της αγαλλιάσεως, τού άλλου. Τά κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί, αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά, δέν θά ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θά υπήρχε το «γιατί εκείνος νά έχει περισσότερη χαρά και εγώ λιγότερη;». Δηλαδή καθένας θά βλέπει στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα μέ την καθαρότητα των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δέν θά καθορισθεί από τον Θεό, αλλά θά εξαρτηθεί από την δική του καθαρότητα.
- Γέροντα, μερικοί δέν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση καί Παράδεισος.
- Δέν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση καί Παράδεισος; Πώς είναι δυνατόν οι νεκροί νά μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές; Ο Θεός είναι αθάνατος καί ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος. Επομένως αθάνατος θά είναι καί στην κόλαση. Ύστερα τον Παράδεισο καί την κόλαση τα ζει η ψυχή μας σέ έναν βαθμό καί από αυτήν την ζωή, ανάλογα μέ την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχει τύψεις συνειδήσεως καί νιώθει φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, ή είναι κυριευμένος από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζει την κόλαση. Ενώ, όταν μέσα του υπάρχει αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλοσύνη κ.λπ., τότε ζει τον Παράδεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι που αισθάνεται καί την χαρά καί τον πόνο. Νά, πήγαινε σε έναν πεθαμένο καί πες του τα πιο ευχάριστα πράγματα, λ.χ. «ήρθε ο αδελφός σου από τήν Αμερική» κ.λπ., δέν θά καταλάβει τίποτε. Αν του σπάσεις τα χέρια, τα πόδια, πάλι δέν θά καταλάβει. Επομένως η ψυχή είναι πού αισθάνεται. Αυτά όλα δέν τούς προβληματίζουν; Ή, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκά η καρδιά σου καί δέν θέλεις νά τελειώσει. Ξυπνάς καί στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Ή βλέπεις ένα άσχημο όνειρο, ότι έπεσες λ.χ. καί έσπασες τά πόδια σου, καί υποφέρεις, κλαις. Από την αγωνία σου ξυπνάς μέ δάκρυα στά μάτια, βλέπεις ότι δέν έπαθες τίποτε καί λες: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή. Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στήν πραγματικότητα, όπως καί ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ' ό,τι την ημέρα. Έτσι καί όταν πεθάνει ο άνθρωπος, αν πάει στην κόλαση, θά είναι πιο οδυνηρό. Σκεφθείτε νά ζει κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο καί νά βασανίζεται αιώνια! Εδώ δέν μπορείς νά αντέξεις γιά λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο, άντε τώρα αιώνια -Θεός φυλάξοι- νά είσαι μέσα στην θλίψη. Γι' αυτό καλύτερα νά μήν πάμε στήν κόλαση. Εσείς τί λέτε;
- Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα νά μήν πάμε στήν κόλαση λέτε, εκεί νά καταλήξουμε;
- Αν δέν έχουμε μυαλό, εκεί θά πάμε. Εγώ εύχομαι ή όλοι στόν Παράδεισο ή κανένας στήν κόλαση... Καλά δέν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός γιά μας τους ανθρώπους, νά πάμε στήν κόλαση και νά Τον λυπήσουμε. Ο Θεός νά φυλάξει, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί νά μήν πάει στήν κόλαση.
Ο Καλός Θεός ας μάς δώσει καλή μετάνοια, γιά νά μάς βρει ο θάνατος σέ καλή πνευματική κατάσταση και νά αποκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν.

Το παρόν έντυπο διανέμεται δωρεάν από την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Σοχού Θεσσαλονίκης (τηλ.: 2395022562 από 9π.μ. - 12π.μ.) Τ.Κ. 57002

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ: Εσύ που διαβάζεις τό βιβλιαράκι αυτό παρακαλείσαι νά φροντίσεις νά τό διαβάσουν καί άλλοι, διότι όλοι πρέπει νά μάθουμε ότι ζούμε γιά νά ετοιμαστούμε γιά τόν παράδεισο. Διέδωσε το όσο μπορείς περισσότερο. Αν θέλεις μπορείς νά τό επανεκδόσεις. Είναι η καλύτερη ελεημοσύνη που μπορείς νά κάνεις, νά είσαι δέ βέβαιος ότι πολλοί θά ωφεληθούν καί θά σε ευγνωμονούν. Σύ δέ, θά έχεις πολύ μισθό από τόν Θεό.

http://stratisandriotis.blogspot.com/ (ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ - ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ)

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Απόδειξη Μεγάλου Αθανασίου για την Ανάσταση του Χριστού


Προχωρώντας τον λόγο Περί Ενανθρωπήσεως και αφού απέδειξε ότι ο Χριστός κατήργησε τον θάνατο, ο Μέγας Αθανάσιος προσκομίζει απόδειξη περί της Αναστάσεως του Κυρίου.
«Εάν δε εις κάποιον δεν είναι αρκετή αυτή η απόδειξις περί της αναστάσεως αυτού, ας βεβαιωθή από αυτά που συμβαίνουν εμπρός εις τα μάτια μας.
Όταν ένας είνε νεκρός, δεν δύναται να ενεργήση˙ η ικανότης του υφίσταται μέχρι το μνήμα, πέραν δε αυτού παύει.  Αι πράξεις και αι ενέργειαι προς τους ανθρώπους είνε ιδιότητες μόνον των ζωντανών. Ας προσέξη λοιπόν αυτός που θέλει, και ας κρίνη από όσα βλέπει, δια να ομολογήσει την αλήθειαν.
Όταν βεβαίως ο Σωτήρ ενεργή εις τους ανθρώπους τόσον μεγάλα, και καθημερινώς πείθει αοράτως να προσέλθουν εις την πίστιν του και να υπακούουν όλοι εις την δικήν του διδασκαλίαν, τόσον μέγα πλήθος από όλα τα μέρη και από εκείνους που κατοικούν εις την Ελλάδα και από εκείνους που κατοικούν εις βαρβαρικάς χώρας, άραγε αμφιβάλλει ακόμη κανείς, ότι ανεστήθη ο Σωτήρ και ζη ο Χριστός, ή μάλλον ότι αυτός είναι η ζωή;
Μήπως είνε ίδιον νεκρού να συγκινή βαθύτατα τας διανοίας των ανθρώπων, ώστε να αρνούνται την θρησκείαν των προγόνων και να προσκυνούν ως διδάσκαλον τον Χριστόν;
Ή, αν δεν ενεργή, εφ΄ όσον είνε νεκρός, πως αυτός σταματά τας ενέργειας εκείνων που ζουν και ενεργούν, ώστε ο μοιχός να μη μοιχεύη πλέον, ο φονεύς να μη φονεύη, ο άδικος να μη πλεονεκτή, και ο ασεβής εις το εξής να είνε ευσεβής;
Εάν πάλι δεν ανεστήθη, αλλ’  είνε νεκρός, πως εκδιώκει και καταδιώκει και καταβάλλει τους ψευδοθεούς και λατρευομένους δαίμονας, δια τους οποίους οι άπιστοι λέγουν ότι ζουν;
Διότι όπου προφέρεται το όνομα Χριστός και η πίστις του, εκκαθαρίζεται απ’  εκεί κάθε ειδωλολατρία, ξεσκεπάζεται κάθε απάτη των δαιμόνων, και κάθε δαίμων ούτε το όνομα δεν υποφέρει, αλλά και μόνον εάν το ακούση, αμέσως τρέπεται εις φυγήν.
Αυτό, βεβαίως δεν είναι έργον νεκρού, αλλά ζώντος και μάλιστα Θεού. Εξ άλλου θα ήτο γελοίον να λέγωμεν ότι είνε μεν ζωντανοί οι δαίμονες οι οποίοι εκδιώκονται υπ’  αυτού και τα είδωλα τα οποία καταργούνται, είνε δε νεκρός αυτός ο οποίος τους εκδιώκει και με την δύναμίν του δεν τους αφήνει να φανούν, αυτός, τον οποίον όλοι ομολογούν ότι είνε Υιός του Θεού.
Κεφ. 31. Όσοι απιστούν εις την ανάστασιν προκαλούν σφοδρόν έλεγχον εναντίον των, αφού όλοι οι δαίμονες και οι θεοί τους οποίους προσκυνούν δεν εκδιώκουν τον Χριστόν, αλλ’ ο Χριστός τους αποδεικνύει όλους νεκρούς.
Διότι εάν είναι αλήθεια ότι ο νεκρός δεν ενεργεί καμμίαν ενέργειαν, ενώ ο Σωτήρ καθημερινώς κάνει τόσα πολλά, ήτοι ελκύει εις ευσέβειαν, πείθει εις αρετήν, διδάσκει περί αθανασίας, ωθεί εις τον πόθον των ουρανίων, αποκαλύπτει την γνώσιν περί του Πατρός, εμπνέει την δύναμιν κατά του θανάτου, φανερώνει εις τον καθένα τον εαυτόν του, και κρημνίζει την αθεΐαν των ειδώλων.
Από αυτά τίποτα δεν δύνανται να πράξουν οι θεοί και δαίμονες των απίστων, αλλά μάλλον νεκρώνονται με την παρουσίαν του Χριστού, διότι η εμφάνισίς των είναι άνευ έργου και κούφια.
Δια του σημείου  όμως του σταυρού παύεται κάθε μαγεία, καταργείται κάθε μαγγανεία, και όλα τα είδωλα ερημώνονται και εγκαταλείπονται˙ παύει κάθε ανόητη ηδονή, και ο καθένας στρέφει το βλέμμα από την γην προς τον ουρανόν.
Ποιον θα ονομάση κανείς νεκρόν; Τον Χριστόν, ο οποίος ενεργεί τόσον μεγάλα; Αλλά δεν είνε ίδιον του νεκρού να εργάζεται. Ή αυτόν που δεν ενεργεί καθόλου, αλλά μένει άψυχος, πράγμα το οποίον είνε ιδιότης των δαιμόνων και των ειδώλων, αφού είναι νεκρά;
Διότι ο Υιός του Θεού είνε ζωντανός και δραστήριος και καθημερινώς εργάζεται και ενεργεί την σωτηρίαν όλων˙ ενώ καθημερινώς αποδεικνύεται ότι ο θάνατος έχει αδυνατήσει και ότι τα είδωλα και οι δαίμονες είνε νεκροί˙ δια τούτο κανείς πλέον δεν αμφιβάλλει περί της αναστάσεως του σώματος αυτού» .
(μετ. Στέργιου Σάκκου, Μεγάλου Αθανασίου Έργα, εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973, τομ. 1 σελ. 303-307)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Πέραν της απολογητικής αξίας του κειμένου, μπορούμε να βγάλουμε κι ένα ιστορικό συμπέρασμα. Ανακαλύπτουμε με έκπληξη και αντίθετα στις ψευδολογίες των νεοπαγανιστών, ότι ο Μέγας Αθανάσιος αποκαλεί την Ελλάδα … Ελλάδα και όχι Ρωμανία. Ίσως, απαιτούν οι νεοπαγανιστές, σε ένα κρεσέντο εθνικισμού, ν’ αποκαλείται ολόκληρη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία Ελλάδα, δηλ. και η Αίγυπτος και η Ισπανία και όλες οι άλλες χώρες που αποτελούσαν το οικουμενικών διαστάσεων κράτος. Αυτό ούτε στέκει ιστορικά, ούτε και μπορεί να γίνει αποδεκτό. Η κάθε χώρα, ως επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας διατήρησε την ονομασία της, αλλά η ίδια η αυτοκρατορία είχε όνομα και αυτό ήταν Ρωμανία. Το όνομα δεν το έδωσε ο Μέγας Αθανάσιος. Θα ήταν ανόητο να πούμε ότι ένας άνθρωπος επέβαλε την ονομασία «Ρωμιός» σε εκατομμύρια πολίτες ανά μέσω των αιώνων. Οι ίδιοι οι πολίτες, ως Ρωμαίοι πολίτες από το 212 μ.Χ και μετά ονόμασαν εαυτούς Ρωμιούς και διατήρησαν την ονομασία για τους επόμενους 18 αιώνες, μέχρι που ο Κοραής διέταξε να ξαναγίνουν Γραικοί.

http://www.impantokratoros.gr/agios-athansios-ellada-anastash.el.aspx

Δεν φέραμε τίποτα μαζί μας....























Πηγαίνοντας μια Πέμπτη στην διακονία του κοιμητηρίου βρέθηκα μπροστά σε 4 ταφές, οι 2 των οποίων προέκυψαν από αυτοκτονίες.

Στα μάτια μου ήταν υπερβολικό.
Σε μια μέρα, σε ένα........
περιφερειακό κοιμητήριο, που θάπτει μόνο δημότες, δύο αυτόχειρες να περιμένουν ταφή...


Λέμε πλέον για να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα, «συνεπεία ψυχολογικών προβλημάτων» και αυτομάτως όλα κατανοούνται, από του τυπικού της αποδόσεως εκκλησιαστικής κηδεύσεως έως της αποδοχής του γεγονότος ελαφρά τη καρδία.

Δεν είναι τα πράγματα όμως τόσο απλά, και δεν μας επιτρέπεται να τα προσπερνάμε εύκολα γιατί στο ερώτημα τι φταίει;
Η απάντηση θα πρέπει να είναι για τον καθένα μας, «εγώ φταίω».

Ναι εγώ φταίω, γιατί σαν γονιός, κατανόησα την γονική αγάπη σαν παροχές∙ χρήμα, άνεση, ασυδοσία.


Ναι εγώ φταίω, γιατί σαν ανάδοχος, δεν έδωσα στον αναδεκτό μου την γνώση της αγάπης, ως το ιδανικό της εν Χριστώ ζωής.


Ναι εγώ φταίω, γιατί σαν δάσκαλος, προσπέρασα το κάθε παιδί σαν μέλος ενός συνόλου που δεν αγάπησα, γιατί το συνέδεσα με την δουλεία μου.


Ναι εγώ φταίω, γιατί σαν παπάς της ενορίας, δεν έκανα τη θεωρία της αγάπης πράξη, ώστε να ξέρω το όνομα του καθενός από το ποίμνιο μου.


Ναι εγώ φταίω, γιατί σαν μέλος της εκκλησίας, του δήμου, της πολιτείας, δεν ενδιαφέρθηκα με αγάπη για τον άλλο, τον ελάχιστο αδελφό του Κυρίου, αλλά πολιτεύτηκα ικανοποιημένος με τα όσα με αξία ή απάτη, με αγώνα ή δόλο, με νομιμότητα ή παράνομα, απέκτησα.


Και τώρα τι;

Τουλάχιστον ας φωνάξουμε για όποιον ακούσει … ελάτε αδέλφια μου να αγαπήσουμε το Θεό και την δημιουργία Του.
Να τον αγαπήσουμε μέσ΄ από τα πρόσωπα των ανθρώπων και τη φύση.
Και όταν τα λάθη μας, μας σέρνουν μπροστά σε αδιέξοδα, ας μη γονατίσουμε με απόγνωση, ας μην απογοητευτούμε.


Κάποτε μου έλεγε ο πνευματικός των γονιών μου, έφυγε και αυτός και οι αδελφές του για το μοναστήρι πριν τα 20, και φεύγοντας εκείνος απεστέγασε το σπίτι για να μην βρεθεί κανείς σε πειρασμό επιστροφής από την άσκηση, δεν έχει πάει σε τρανά σχολεία αλλά στο πανεπιστήμιο της προσευχής, της υπακοής, της ακτημοσύνης, της μελέτης, σήμερα κοντεύει τα 90, μου έλεγε λοιπόν με την σοφία των ανθρώπων του Θεού «αδελφέ μου, ο Χριστιανός δεν μπορεί να πέφτει σε απόγνωση γιατί γνώση είναι ο Χριστός, αλλά ούτε να απογοητεύεται γιατί τα παιδιά του Θεού δεν είναι γόητες».



Ας μετανοήσουμε, ας παραδεχθούμε, ας ζήσουμε τις συνέπειες.

Δεν είναι λύση ένα όπλο, μια θηλιά, λίγο φαρμάκι.
Θα πάω φυλακή, και ο Χριστός μας πήγε.
Θα χάσω το σπίτι και το αυτοκίνητο «μου», ε και, δεν τα έφερες μαζί σου όταν γεννήθηκες ούτε θα τα πάρεις μαζί σου όταν πεθάνεις.
Θα μείνω χωρίς ρεύμα και τηλέφωνο, μα πριν εκατό μόνο χρόνια, οι άνθρωποι ευτυχούσαν και χωρίς αυτά.
Μια μπουκιά ψωμί και μια γουλιά νερό και μπορώ να ζήσω την ζωή που δεν επέλεξα να αποκτήσω αλλά γι’ αυτό και δεν μπορώ να σταματήσω.
Βέβαια εγώ που «τρώω», εσύ που καπνίζεις, ο άλλος που «πίνει», είμαστε δυνάμει αυτόχειρες, αλλά προϊόντος του χρόνου, έρχεται ο παιδαγωγός Θεός και παραχωρεί μια ασθένεια, μια δοκιμασία, για να ζήσουμε με μετάνοια την επιστροφή στο χαμένο παράδεισο.
Και όσοι θέλουν, με ταπείνωση και υπομονή το επιτυγχάνουν.
Όχι όμως, μα ποτέ όχι να ερχόμαστε στο πάσχα του θανάτου με αυτοχειρία, γιατί τότε αυτό το πάσχα, θα είναι κόλαση για νεκρούς και ζωντανούς.


Διαβάσαμε ειδησεογραφικά ότι γονιός αυτοκτόνησε γιατί άνεργος δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις «ανάγκες» των παιδιών του ή άλλος από ντροπή γιατί τον συνέλαβαν να κλέβει «μπλουζάκια» για τα παιδιά του.

Μα καλά σ΄ αυτούς τους ανθρώπους δεν τους είπε κάποιος ότι ο Θεός που ταΐζει τα πετεινά του ουρανού και ντύνει τα λουλούδια του αγρού, θα τους έδινε φαγητό και ρούχα μέσω της τοπική τους εκκλησίας;
Ποιος να τους το πει όμως;
Εγώ δεν το είπα και ούτε φαντάζομαι και εσύ.
Κάμουμε κηδείες αυτοχείρων που ντράπηκαν να ζητήσουν βοήθεια από τον γείτονα τους, τα αδέλφια τους, τον παπά τους.
Εμπρός λοιπόν ας αρχίσουμε να χτυπάμε πόρτες.
Να γνωρίσουμε τους γείτονες μας.
Να αφουγκραστούμε την ανάγκη τους.
Να μοιραστούμε το ψωμί μας και να τους πούμε - Έλα αδελφέ μου, βγες από το κουστούμι του εγωισμού Σου, εσύ το λες αξιοπρέπεια, μοιράσου το πρόβλημα Σου και «ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται»

Ο Χριστός και η Εκκλησιά υπάρχει, εντάξει για μερικούς ως τόπος επίγειας καταξίωσης, αλλά για όλους ως ο μοναδικός τόπος σωτηρίας.

Έλα με πίστη και αγάπη και πότε δεν θα χάσεις την ελπίδα Σου.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΚΑΛΟΜΑΘΑΜΕ ΣΤΙΣ ΑΝΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΥΛΙΚΑ ΑΓΑΘΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΤΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΤΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟ ΤΙΠΟΤΕ.

ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑΜΕ ΤΗΝ ΥΛΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΚΑΝΕ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΣΤΕΙΛΕ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΟΒΑΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΜΑΣΤΙΓΑ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ.


από

Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/#ixzz1k5uuaJVf

Ευχαριστούμε την σελίδα "Ελληνικά Λειτουργικά Κείμενα" ,  

από την οποία αντλούμε τα υμνογραφικά. Η δουλειά τους είναι σπουδαία και αξίξει θερμά συγχαρητήρια.

Επίσης και όλες τίς άλλες σελίδες και ιστολόγια απ'τις οποίες ερανίζουμε την ποικιλλία των αναστάσιμων θεμάτων και των εικόνων προς δόξαν Αναστάντος Χριστού.

(Εικόνα προμετωπίδας από holytrinitybut.org)

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ' αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ' αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ' αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. ( Αποκ. ΚΑ΄)

Eπίσης γράφω...

  • - ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
    Πριν από 1 χρόνια
  • Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ'' (1888) - Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδέ ποτε καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑ...
    Πριν από 2 χρόνια
  • - Λόγω περιορισμένου χρόνου και αποκλειστικής σχεδόν πλέον ενασχόλησης με το fb, αναστέλλεται η λειτουργία των εξής τριών ιστολογίων: ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ...
    Πριν από 10 χρόνια
  • - Λόγω περιορισμένου χρόνου και αποκλειστικής σχεδόν πλέον ενασχόλησης με το fb, αναστέλλεται η λειτουργία των εξής τριών ιστολογίων: ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ...
    Πριν από 10 χρόνια

Περνούν και διαβάζουν...