Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον, Ιησούν τόν μόνον αναμάρτητον. Τόν σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν, και τήν αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν· συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν τήν του Χριστού αγίαν ανάστασιν· ιδού γαρ ήλθε διά του σταυρού, χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τόν Κύριον, υμνούμεν τήν ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γαρ υπομείνας δι ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν 

Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Εγκύκλιος Πάσχα του επισκόπου Εδέσσης

0000000resurrection

«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας»

Πρὸς τὸν Ἱερὸν Κλῆ­ρον καὶ τὸν εὐσεβῆ λα­ὸν

τῆς καθ᾿ ἡ­μᾶς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί,

Χριστὸς Ἀνέστη!

Εἶναι πασίγνωστο τὸ τροπάριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν καὶ μὲ τὸ θάνατό Του πάτησε τὸ θάνατο. Τὸ τελευταῖο κακὸ τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ θάνατος· «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9,27), λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Κύριος ἔδωσε μάχη καὶ νίκησε τὸ θάνατο ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Ὁ θάνατος ἦταν ὁλοζώντανος. Ὁ Χριστὸς πάλεψε μὲ τὸ θηρίο τοῦ θανάτου ποὺ εἶχε θανατηφόρα νύχια καὶ δόντια καὶ τὸ ἀχρήστευσε. Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πώς, «ἐπειδὴ ἦλθε ὁ Χριστὸς καὶ πέθανε ὑπὲρ τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, πλέον ὁ θάνατος δὲν ὀνομάζεται θάνατος, ἀλλὰ ὕπνος καὶ κοίμηση πρόσκαιρη». Ὀντολογικὰ ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος, ἀποδημία, μετάσταση, ἀνάπαυση, λιμὴν εὔδιος, παύση τῆς ταραχῆς καὶ τῶν βιοτικῶν πραγμάτων, ἐλευθερία καὶ ἀπαλλαγή. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴν ἀγριότητα τοῦ θανάτου καὶ τὴν ἀβεβαιότητα τῆς ἄλλης ζωῆς. Τώρα μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουμε πὼς φεύγοντας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ μεταβαίνουμε ἀπὸ τὸ θάνατο στὴν ζωή.

Ἐὰν ἐμβαθύνουμε περισσότερο στὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, θὰ υἱοθετούσαμε τὶς σκέψεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Νύσσης: «Σήμερα ἀνοίγεται τὸ δεσμωτήριο τοῦ θανάτου, σήμερα κηρύσσεται ἡ ἄφεση στοὺς αἰχμαλώτους, σήμερα οἱ τυφλοὶ ξαναβλέπουν, σήμερα αὐτοὺς ποὺ κάθονται στὸ σκότος καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου τοὺς ἐπισκέπτεται ἡ οὐράνια ἀνατολή». Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ μὲ τὴν παράβασή του ἔφερε σ' ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος τὸ θάνατο, ἐνῶ ὁ δεύτερος Ἀδὰμ μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του ἔφερε σ' ὅλη τὴν οἰκουμένη τὴν ζωή. Ὁ Κύριος πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ πέθανε, ἀλλὰ στὸ θάνατό Του φανερώθηκε σὲ μεγάλο μέτρο ἡ δύναμη τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ὁ θάνατός Του ἔγινε ἐμφύσημα ζωῆς σὲ κάθε ἀνθρώπινο θάνατο, λέγει ἕνας Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα «εἶναι τὸ τελείωμα τῶν σκυθρωπῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν ἡ ἀρχή» (ἅγιος Ἐπιφάνιος).

Ἔχοντας αὐτὰ κατὰ νοῦν λέμε πὼς ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ εἶναι «λυσίποινος ποινή», δηλαδὴ καταδίκη ποὺ λύτρωσε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν κατάρα καὶ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστὸς ἔγινε «τραυματίας πολυπόνων ἀνθρώπων ἀντιφάρμακον», δηλαδὴ παρατηρεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Κύριος ἔγινε τραυματίας, ἀλλὰ τὸ τραῦμα τοῦ θανάτου Του ἔγινε ἀντιφάρμακο πολυπόνων ἀνθρώπων. Ἔγινε φυσίζωος ἀλγηδόνα, μὲ ἄλλα λόγια πόνος ποὺ ἐμφύσησε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ζωή.

Τὴν οἰκειοποίηση τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μᾶς προτρέπει νὰ ἐπιτύχουμε ἡ Ἐκκλησία μας. Κάθε φορὰ ποὺ κοινωνᾶμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ δικό Του θάνατο καταγγέλλουμε καὶ τὴν Ἀνάστασή Του ὁμολογοῦμε. «Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ» (Α΄ Κορ. 11,26), τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

Βαθιὰ λύπη καταλαμβάνει τὴν καρδιὰ τῶν πιστῶν γιὰ τὴν ἐντελῶς ἀντίθετη προτίμηση τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων. Προτιμοῦν τὴν ἁμαρτία ποὺ εἶναι φορέας τοῦ θανάτου, παρὰ τὸ ζωοδότη Χριστό. Τὸ ὅλο σύστημα τοῦ κόσμου ποὺ συνίσταται στὴν ἐπιδίωξη τῆς καλοπεράσεως καὶ στὴν ἀπόκτηση πολλῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, καταστρέφει τὴν ζωτικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν κάνει κυνηγὸ μιᾶς ἐφάμαρτης εὐμάρειας ποὺ κρύβει τὸν πνευματικό του θάνατο. Ὁ εὔκολος πλουτισμός, ἡ ἀπόλαυση τῶν ναρκωτικῶν, ὁ ἐπιρρεπὴς στὰ διάφορα πάθη βίος, ἡ ἐπικράτηση τοῦ καταναλωτισμοῦ, ἡ θεοποίηση τῶν χρημάτων, ἡ ἔλλειψη πίστεως, ὁ χαλαρὸς σύνδεσμος μὲ τὸ Χριστό, ἡ περιφρόνηση τῶν πνευματικῶν καὶ ἡ ἀναζήτηση τῶν διαφόρων ἡδονῶν, φέρνουν τὸν πνευματικὸ ὄλεθρο καὶ πολλὰ ἀδιέξοδα. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐλπίζουν, ἀλλὰ βιάζονται νὰ ἀπολαύσουν τὴν εὔκολη ζωή.

Σ' αὐτὴ τὴν ἀπελπιστικὴ κατάσταση ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ζωοποιοῦ Του θανάτου, ἂς γίνει ὁδηγὸς στοὺς ἀνερμάτιστους σημερινοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου.

Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς εὐλογημένης Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας εὔχομαι στὸν κλῆρο καὶ τὸ λαό, στοὺς πιστοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς διαφόρους ἐπιτελεῖς τῶν φορέων, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ νὰ ζωογονήσει τὸ νεκρωμένο μας φρόνημα, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν πνοὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, νὰ μᾶς ἀναστήσει ἀπὸ τὸ λήθαργο τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας.

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, μαζί σας ἀναφωνῶ τὴν ἑορταστικὴ διαπίστωση·

Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

Πά­σχα 2010

Πρὸς Θεὸν εὐχέτης σας

Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της

† Ὁ Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καὶ Ἀλ­μω­πί­ας Ι­Ω­ΗΛ

H Aνάσταση του Χριστού ωφέλησε και τους αγγέλους


Μέχρι τώρα είδαμε ότι η Ανάσταση του Χριστού προξένησε χαρά και ευφροσύνη στους ανθρώπους, επειδή δι’ αυτής νικήθηκε το κράτος του θανάτου, του διαβόλου και της αμαρτίας. Αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η Ανάσταση του Χριστού ωφέλησε και τους αγγέλους, όλα τα νοερά πνεύματα.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ομιλία του, κατά το Πάσχα, αναφέρεται στον λόγο του αγγέλου προς αυτόν: "Σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος". Γίνεται εδώ λόγος για την σωτηρία των αγγέλων. Με ποιά έννοια πρέπει αυτό να θεωρηθή;

Ξέρουμε ότι, μετά την πτώση του Εωσφόρου, οι άγγελοι έγιναν δυσκίνητοι στο κακό, δηλαδή δεν μπορούσαν να σκεφθούν το κακό, αλλά δεν είχαν αποκτήσει και την ατρεψία. Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέγει ότι, με την Ανάσταση του Χριστού, οι άγγελοι απέβαλαν αυτήν την δυσκινησία και απέκτησαν την ατρεψία, οπότε τώρα δεν φοβούνται την αλλοίωση και την τροπή προς την χειρότερη μεταβολή και την απώλεια που προέρχεται από αυτήν την μεταβολή. Έτσι, και οι άγγελοι απέκτησαν την ατρεψία και την έχουν όχι από την φύση τους, αλλά από την Χάρη του Θεού.

Πέρα από αυτό, οι αγγελικές δυνάμεις με την Ανάσταση του Χριστού ευφράνθηκαν, αφ’ ενός μεν γιατί αναπληρώθηκε το εκπεσόν εωσφορικό τάγμα, οπότε εφαρμόστηκε ο λόγος "πληρωθήναι δει τον άνω κόσμον", αφ’ ετέρου δε γιατί σώθηκαν οι άνθρωποι. Γιατί άν, όπως είπε ο Χριστός, γίνεται μεγάλη χαρά στον ουρανό για κάθε άνθρωπο που μετανοεί, πολύ περισσότερο αυτό γίνεται για την σωτηρία ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους (Ζωναράς).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι είναι πεπεισμένος ότι την ημέρα της Αναστάσεως και οι αγγελικές δυνάμεις συνεορτάζουν και συμπανηγυρίζουν, επειδή είναι φιλόθεοι και φιλάνθρωποι. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, έχοντας υπ’ όψη του αυτόν τον λόγο, λέγει ότι είναι πραγματικά άτοπο πράγμα να χαίρωνται οι άγγελοι για την δική μας σωτηρία και εμείς που σωθήκαμε να μη χαιρόμαστε και να μην εορτάζουμε μαζί με τους αγγέλους αυτήν την σωτήρια κοσμοσωτήρια εορτή

Iερόθεος Ναυπάκτου

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Κυριακή των Μυροφόρων


Κατά ἕνα παλαιό λειτουργικό ἔθιμο τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν ἑπομένη τῶν μεγάλων ἑορτῶν τελεῖται ἡ «Σύναξις», πανηγυρική δηλαδή συνάθροισις τῶν πιστῶν, πρός τιμήν τῶν ἱερῶν προσώπων, πού διεδραμάτισαν ἕνα σπουδαῖο ρόλο στό ἑορτασθέν γεγονός. Ἔτσι τήν ἑπομένη τῶν Χριστουγέννων ἑορτάζομε τήν Σύναξι τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τήν μετά τά Χριστούγεννα Κυριακή τήν μνήμη Δαυίδ τοῦ βασιλέως, Ἰωσήφ τοῦ μνήστορος καί Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου. Τήν ἑπομένη τῶν Θεοφανείων τήν Σύναξι τοῦ Προδρόμου. Τήν ἑπομένη τῆς Ὑπαπαντῆς τήν Σύναξι τοῦ δικαίου Συμεών τοῦ θεοδόχου καί τῆς προφήτιδος Ἄννης. Τήν ἑπομένη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τήν Σύναξι τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ κλπ. Στό ἴδιο προφανῶς αἴτιο ὀφείλεται καί ὁ ἑορτασμός τήν δευτέρα Κυριακή μετά τοῦ Πάσχα δύο ὁμάδων προσώπων πού ὑπηρέτησαν στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἀφ᾽ ἑνός δηλαδή τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας καί τοῦ Νικοδήμου, πού ἔθαψαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, πού ἦλθαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα καί πρῶτες ἄκουσαν τό εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως καί πρῶτες εἶδαν τόν ἀναστάντα Κύριο. Σύμφωνα λοιπόν πρός τά ἀνωτέρω ἡ σύναξις πρός τιμήν τῶν ἱερῶν αὐτῶν προσώπων θά ἔπρεπε νά ἑορτάζεται τήν ἑπομένη τοῦ Πάσχα, τήν Δευτέρα δηλαδή τῆς Διακαινησίμου. Ἀλλ᾽ ὅλη ἐκείνη ἡ ἑβδομάς, ἀπό τήν Δευτέρα μέχρι τό Σάββατο, κατείχετο ἀπό τό θέμα τῆς Ἀναστάσεως. «Ἐλογίζετο» ὡς μία πασχάλιος ἡμέρα. Ἡ μετά τό Πάσχα πάλι Κυριακή λόγῳ τοῦ γεγονότος πού συνέβη κατ᾽ αὐτήν, τῆς ἐμφανίσεως δηλαδή τοῦ ἀναστάντος στόν Θωμᾶ καί στούς μαθητάς, ἦταν ἤδη κατειλημμένη ἀπό τόν ἑορτασμό τοῦ περιστατικοῦ αὐτοῦ. Ὁ ἑορτασμός του διήρκεσε ὅλη τήν ἐπακολουθοῦσα ἑβδομάδα καί ἡ πρώτη μετά τό Πάσχα ἐλευθέρα ἡμέρα γιά τήν τοποθέτησι τῆς «Συνάξεως» ἔμενε ἡ δευτέρα μετά τό Πάσχα Κυριακή.

Ἔτσι κατά τόν Ι’ αἰῶνα βρίσκομε στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά ἀναγράφεται στήν Κυριακή αὐτή ἡ «μνήμη τῶν δικαίων Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας καί Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς καί τῶν λοιπῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου», γιά νά προστεθῇ ἀργότερα σ᾽ αὐτούς καί ἡ μνήμη τοῦ «νυκτερινοῦ μαθητοῦ» τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Νικοδήμου. Ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας, ἐκτός ἀπό τό γνωστό «Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ...», ἦταν καί τό παλαιό τροπάριο «Τῶν μαθητῶν σου ὁ χορός...», πού σήμερα, κάπως παρηλλαγμένο, ἀπαντᾷ σάν δεύτερο κάθισμα τοῦ ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων μετά τήν γ’ ᾠδή τοῦ κανόνος καί στήν Παρακλητική σάν δεύτερο καί πάλι κάθισμα μετά τήν δευτέρα στιχολογία στόν ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τοῦ β’ ἤχου. Ἀκριβῶς δέ τό τροπάριο αὐτό, πού ἔχει εἰδικά γραφῆ καθώς φαίνεται γιά τήν παροῦσα ἑορτή, μᾶς δίδει καί τό θέμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων καί τήν συνάρτησί του πρός τό θέμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου:

«Τῶν μαθητῶν σου ὁ χορός
σύν μυροφόροις γυναιξί
ἀγάλλονται συμφώνως,
κοινήν γάρ ἑορτήν αὐτοῖς ἑορτάζομεν
εἰς δόξαν καί τιμήν τῆς σῆς ἀναστάσεως
καί δι᾽ αὐτῶν δεόμεθα, φιλάνθρωπε Κύριε,
τῷ λαῷ σου παράσχου τό μέγα ἔλεος».

Ἡ κοινή ἑορτή τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, τοῦ Ἰωσήφ καί τοῦ Νικοδήμου, καί τῶν Μυροφόρων γυναικῶν ἑορτάζεται πρός δόξαν καί τιμήν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι δηλαδή μία ἀνακίνησις, μία ἀνανέωσις τοῦ ἀναστασίμου πανηγυρισμοῦ μέ νέο κέντρο, τά πρόσωπα πού ἄμεσα συνεδέθησαν μέ αὐτόν.

Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος κατεῖχαν ὑψηλά ἀξιώματα στήν Ἰουδαϊκή κοινωνία. Ἦσαν μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, τῆς Βουλῆς. Ὁ πρῶτος, ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, πόλεως τῶν Ἰουδαίων (Λουκ. 23, 51), «ἄνθρωπος πλούσιος» (Ματθ. 27, 57), «εὐσχήμων βουλευτής» (Μάρκ. 15, 43), «μαθητής κεκρυμμένος διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 19, 38. Ματθ. 27, 57), πού «προσεδέχετο τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 23, 51. Μάρκ. 15, 43) καί δέν συγκατετίθετο μέ τά λοιπά μέλη τοῦ Συνεδρίου στήν κατά τοῦ Χριστοῦ βουλήν καί πρᾶξι των (Λουκ. 23, 51), κατά τίς πληροφορίες τῶν Εὐαγγελίων, ἀναλαμβάνει τόν τολμηρό ρόλο νά ζητήσῃ γιά ταφή τό σῶμα τοῦ ἐκτελεσθέντος ὡς ἐπαναστάτου κατά τῆς Ρωμαϊκῆς ἀρχῆς βασιλέως τῶν Ἰουδαίων. Προσέρχεται στόν Πιλάτο καί ζητεῖ τό σῶμα. Λαμβάνει τήν ἄδεια τῆς ταφῆς, τοῦ ἀποδίδει πρόχειρες νεκρικές τιμές καί τό θάπτει στό κενό μνημεῖο, πού εἶχε ἑτοιμάσει γιά τόν ἑαυτό του. Στό ἔργο του αὐτό βοηθεῖται καί ἀπό ἕναν ἄλλον ἄρχοντα τῶν Ἰουδαίων, τόν Νικόδημο, φαρισαῖο (Ἰω. 3, 1), μέλος καί αὐτόν τοῦ Συνεδρίου, πού παλαιότερα εἶχε ἔλθει μία νύκτα νά συναντήσῃ τόν Χριστό καί νά ἀκούσῃ τήν διδασκαλία Του (Ἰω. 3, 1 ἑξ.) καί εἶχε ἐπιχειρήσει νά τόν ὑπερασπίσῃ ἀργότερα στό Συνέδριο (Ἰω. 7, 50). Αὐτός φέρνει καί μία μεγάλη ποσότητα ἀρωμάτων «μίγμα σμύρνης καί ἀλόης ὡσεί λίτρας ἑκατόν» γιά νά ἐνταφιάσουν τόν Χριστό κατά τά Ἰουδαϊκά ἔθιμα (Ἰω. 19, 39-40).

Τά δύο λοιπόν αὐτά σοβαρά καί εὐϋπόληπτα πρόσωπα προσάγονται ἀπό τήν Ἐκκλησία σάν δύο ἀψευδεῖς μάρτυρες τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί Τόν εἶδαν νεκρό, ζήτησαν τό σῶμα ἀπό τήν Ρωμαϊκή ἀρχή, τό κατέβασαν ἀπό τόν Σταυρό, τό ἄλειψαν μέ τά ἀρώματα καί τό τύλιξαν στά σάβανα, τό μετέφεραν καί τό ἔθαψαν καί προσεκύλησαν «λίθον μέγαν» στή θύρα τοῦ μνημείου. Εἶναι σάν μία ἔμμεσος ἀπάντησις σ᾽ ἐκείνους πού τυχόν θά ἀμφέβαλλαν γιά τόν πραγματικό θάνατο τοῦ Σταυρωθέντος. «Ἐπί στόματος δύο μαρτύρων καί ἐπί στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα», ἔλεγε ὁ Μωσαϊκός νόμος (Δευτ. 19, 15). Καί ἐδῶ μάρτυρες τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο οἱ στρατιῶται τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος, ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ Πιλᾶτος, οἱ παριστάμενες γυναῖκες. Ἀλλά καί δύο ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων. Δύο κοινῶς ἀνεγνωρισμένα καί τιμώμενα πρόσωπα.

Οἱ ἐκκλησιαστικοί ποιηταί ἔβαλαν στό στόμα τῶν δύο αὐτῶν ἀνδρῶν θαυμασίους ἐπικηδείους θρήνους. Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί ἐκεῖνος πού πλέκεται στό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. α’ ἤχου. Εἶναι ἕνας ἀπό τούς ὡραιοτέρους ὕμνους καί ψάλλεται καί κατά τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, τήν Μεγάλη Παρασκευή, καί κατά τήν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων:

«Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον,
καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου σύν Νικοδήμῳ
καί θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, εὐσυμπάθητον
θρῆνον ἀναλαβών,
ὀδυρόμενος ἔλεγεν·
Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ!
ὅν πρό μικροῦ ὁ ἥλιος
ἐν σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος
ζόφον περιεβάλλετο
καί ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο
καί διερρύγνυτο ναοῦ τό καταπέτασμα·
ἀλλ᾽ ἰδού νῦν βλέπω σε
δι᾽ ἐμέ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον.
Πῶς σέ κηδεύσω, Θεέ μου;
ἤ πῶς σινδόσιν εἰλήσω;
ποίαις χερσί δέ προσψαύσω
τό σόν ἀκήρατον σῶμα;
ἤ ποία ᾄσματα μέλψω
τῇ σῇ ἐξόδῳ, οἰκτίρμον;
Μεγαλύνω τά πάθη σου,
ὑμνολογῶ καί τήν ταφήν σου
σύν τῇ ἀναστάσει κραυγάζων·
Κύριε, δόξα σοι».

Ἄν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος εἶναι οἱ μάρτυρες τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς, αἱ μυροφόροι γυναῖκες εἶναι οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτές πού ἐπεθύμησαν νά συμπληρώσουν τίς ἐλλείψεις τῆς ἐσπευσμένης ταφῆς, ἀλλ᾽ ἀντί νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό νεκρό σῶμα, ἀντί νά κλαύσουν γιά τόν νεκρό, ἔγιναν οἱ πρῶτοι θεαταί τοῦ κενοῦ τάφου καί πρῶτες αὐτές ἄκουσαν ἀπό τό στόμα τοῦ λευκοφόρου ἀγγέλου τό χαρούμενο καί παράδοξο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτές ἔγιναν ἀπό Μυροφόροι εὐαγγελίστριαι κι᾽ ἔφεραν τό εὐαγγέλιο τῆς ἐγέρσεως στούς μαθητάς καί στόν κόσμο.

Αὐτήν δέ ἀκριβῶς τήν μετάβασι τῶν Μυροφόρων στό μνῆμα καί τό ἀγγελικό μήνυμα, τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως, ποιητικά ἐπεξεργάζεται τό δοξαστικό τῶν αἴνων τοῦ β’ ἤχου. Εἶναι ποίημα τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ Σοφοῦ καί ἐμπνέεται ἀπό τήν σχετική ἀναστάσιμο περικοπή τοῦ Κατά Μάρκον Εὐαγγελίου (Μάρκ. 16, 1-8), τό Β’ ἑωθινό Εὐαγγέλιο τῶν Κυριακῶν:

«Μετά μύρων προσελθούσαις
ταῖς περί τήν Μαριάμ γυναιξί
καί διαπορουμέναις
πῶς ἔσται αὐταῖς τυχεῖν τοῦ ἐφετοῦ
ὡράθη ὁ λίθος μετῃρμένος
καί θεῖος νεανίας
καταστέλλων τόν θόρυβον αὐτῶν τῆς ψυχῆς·
Ἠγέρθη γάρ, φησιν, Ἰησοῦς ὁ Κύριος·
διό κηρύξατε τοῖς κήρυξιν αὐτοῦ μαθηταῖς
εἰς τήν Γαλιλαίαν δραμεῖν
καί ὄψεσθαι αὐτόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν,
ὡς ζωοδότην καί Κύριον».

Καί πάλι λοιπόν τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων θά δοξολογηθῇ ὁ νικητής τοῦ θανάτου καί τοῦ Ἅδου. Ὁ νεκρός – τό βεβαιώνουν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος, πού ἔγινε ζῶν – τό βεβαιώνουν αἱ Μυροφόροι. «Ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος» πού κατέβη στό βασίλειο τοῦ Ἅδου καί ἐνέκρωσε τόν Ἅδη μέ τό ἀνέσπερο φῶς Του, μέ τήν ἀστραπή τῆς Θεότητός Του. Αὐτός πού ἀνέστησε τούς πεθαμένους ἀπό τά σκοτεινά μνήματα. Ὁ ζωοδότης, πού μέ τήν ἀνάστασί Του σύναψε σέ ἀτελεύτητο δοξολογία τίς δυνάμεις τῶν οὐρανῶν καί τούς λαούς τῆς γῆς. Αὐτός πού ἀπέθανε καί κατέβη στόν Ἅδη, γιά νά μᾶς ἀνεβάσῃ μέ τήν ἔγερσί Του στούς οὐρανούς.

Αὐτό ἀκριβῶς ψάλλει ὁ ὑμνῳδός τοῦ ἀναστασίμου ἀπολυτικίου τοῦ β’ ἤχου, πού θά ἀκουσθῇ τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων στούς ναούς μας:

«Ὅτε κατῆλθες πρός τόν
θάνατον,
ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος,
τότε τόν Ἅδην ἐνέκρωσας
τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος·
ὅτε δέ καί τούς τεθνεῶτας
ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας,
πᾶσαι αἱ δυνάμεις
τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον·
Ζωοδότα Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν,
δόξα σοι».


πηγή

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

π.Δ.Στανιλοάε-῾ Η χαρά τῆς ᾿Αναστάσεως ξεπερνᾶ κάθε χαρά...


Με την Ανάσταση μιας μονάχα ύπαρξης — του ανθρώπου Χρίστου — ό χρόνος, πού ξετυλίγεται, μέσα στα σκοτάδια της επανάληψης της σύνθεσης καί της χωρίς νόημα αποσύνθεσης, έγινε χρόνος, πού οδεύει προς την ανάσταση καί την αιώνια ζωή• το φως πού έφερε στην ανθρωπότητα ό Χριστός δείχνει τον στόχο, προς τον όποιο ό χρόνος οδηγεί όλα όσα ζουν μέσα στο χρόνο. ' Ολόκληρος ό χρόνος κι ολόκληρος ό κόσμος δεν φαντάζουν πια σαν αδιάκοπη ροή ανάμεσα στίς γεννήσεις καί στους θανάτους, αλλά σαν μια πραγματικότητα φωτισμένη από νόημα, σαν μια οδός προς την ανακεφαλαίωση των πάντων μέσα στην Ανάσταση καί την αιώνια καί πλήρη ζωή, σαν παραμονές της μεγάλης δίχως τέλος γιορτής.


"Ολες οι μέρες του χρόνου, της χρονιάς ολόκληρης αποτελούν γιορτές ή σταθμούς μιας πορείας πού φέρνει προοδευτικά στη μεγάλη γιορτή, την τελική καί αιώνια. Το φως της αιώνιας γιορτής ρίχνει τίς ακτίνες του σ' όλες τίς μέρες. "Η μ' άλλα λόγια, όλες οι μέρες του χρόνου αποτελούν προεόρτια, πού μας προετοιμάζουν προοδευτικά για την έσχατη Κυριακή, για την αιώνια ζωή μέσα στο φως, πού αποκαλύφθηκε με την Ανάσταση, έτσι. όπως οι μέρες της εβδομάδας, οι μέρες οι αφιερωμένες στους αγίους, αποτελούν προπαρασκευαστικές γιορτές για τη συνάντηση με τον Χριστό, πού συμβολίζει καί προεικονίζει ή Κυριακή ημέρα.


"Ετσι, όπως ή χαρά της Ανάστασης ξεπερνά κάθε χαρά καί σκεπάζει κάθε λύπη, το φως της ξεπερνά όλα τα φώτα, πού γεννά ή σκέψη καί ή φυσική φαντασία του ανθρώπου, δηλαδή όλες οι φιλοσοφικές εξηγήσεις για την ύπαρξη καί όλες οι ομορφιές, πού ανακαλύπτει μέσα της ή καλλιτεχνική φαντασία. Μα ξεπερνά ακόμη καί τα ατελή φώτα της Αποκάλυψης της Παλαιάς Διαθήκης. Στην Παλαιά Διαθήκη μια πύρινη στήλη οδηγούσε από την επίγεια σκλαβιά σε μια επίγεια εξωτερική ελευθερία καί ό Μωϋσής γνωστοποιούσε τίς βουλές του Θεού, πού έμενε κρυμμένος μέσα στο γνόφο. Με την Ανάσταση ό ίδιος ό "Ηλιος της ύπαρξης φανερώθηκε ολόλαμπρος καί φώτισε άπλετα τη δημιουργία ολόκληρη, οδηγώντας ήδη από τούτη την επίγεια ζωή στο ξεπέρασμα της, στην πληρότητα της ζωής. «Αντί στύλου πυρός, δικαιοσύνης άνέτειλεν "Ηλιος αντί Μωϋσέως Χριστός ή σωτηρία των ψυχών ημών» (Θεοτοκίον Κυριακής του Πάσχα).
Η ΧΑ
π.Δ.Στανιλοάε-''Στο φως του Σταυρού και της Αναστάσεως''

Πηγή:http://proskynitis.blogspot.com/

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Η ελπίδα της αναστάσεως

Πασχαλινή Εγκύκλιος

Αγαπητοί αδελφοί,

Η Ανάσταση τού Χριστού, τήν οποία εορτάζουμε πανηγυρικά καί λαμπρά, είναι η ελπίδα τής ζωής, νοηματοδοτεί τόν βίο μας, δίνει προοπτική στήν ζωή μας. Είναι τό γεγονός πού μάς δίνει δύναμη, κουράγιο, έμπνευση. Ο Χριστός ενίκησε τόν θάνατο καί γίνεται γιά όλους μας τό πρότυπο γιά νά αντιμετωπίσουμε τά προβλήματα πού παρουσιάζονται στήν ζωή μας.

Διαβάζοντας όλα τά γεγονότα πού συνδέονται μέ τήν Ανάσταση τού Χριστού μπορεί κανείς νά επικεντρώση τήν προσοχή του σέ δύο σημεία: στό Μνημείο-Τάφο τού Χριστού καί στόν «τόπο», όπου «ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τών Ιουδαίων» (Ιω. κ', 19). Δύο χώροι πού προκαλούν πόνο, θλίψη καί απόγνωση.

Ο τάφος είναι ο χώρος εκείνος πού δέχεται τό σώμα τού κάθε ανθρώπου μετά τόν θάνατο, δηλαδή μετά τήν έξοδο τής ψυχής από αυτό είναι ο χώρος πού δηλώνει τόν θάνατο, τήν διακοπή τών σχέσεων μέ τά αγαπητά μας πρόσωπα. Γύρω από τόν τάφο υπάρχει πάντοτε ο πόνος, η οδύνη, τά δάκρυα, η μοναξιά. Είναι δέ γνωστόν ότι ο θάνατος προκαλεί πολλά κοινωνικά προβλήματα, κάνει τόν πονεμένο άνθρωπο νά συμπεριφέρεται αντικοινωνικά.

Ο Χριστός, επειδή εκουσίως προσέλαβε θνητό σώμα, δοκίμασε τό πικρό ποτήρι τού θανάτου καί αυτό τό Σώμα Του κλείσθηκε στόν τάφο. Όμως, επειδή μέσα σέ αυτόν εισήλθε η Ζωή, γι' αυτό μετατράπηκε σέ Πανάγιο Τάφο, σέ χώρο αναστάσεως, ελπίδας καί ζωής. Ακόμη, ο Χριστός εξήλθε «εσφραγισμένου τού μνήματος», καί σκόρπισε τήν χαρά στίς Μυροφόρες γυναίκες, τίς οποίες συνάντησε λέγοντας: «Χαίρετε» (Ματθ. κη', 9). Έτσι ο Χριστός διέλυσε τήν λύπη από τόν θάνατο, προσφέροντας χαρά αφάνισε τήν απελπισία, σκορπώντας ελπίδα.

Ο «τόπος», όπου συγκεντρώθηκαν οι Μαθητές μετά τόν θάνατο τού Χριστού, είναι ο χώρος τού φόβου, πού προκαλείται από πολλά αίτια. Εάν τό μνήμα είναι ο χώρος τού θανάτου, ο τόπος συνάξεως απογοητευμένων ανθρώπων είναι ο χώρος τού «ψυχολογικού θανάτου». Ο φοβισμένος άνθρωπος κλείνεται μέσα στόν εαυτό του, αποκόπτεται από τά άλλα μέλη τής κοινωνίας, γίνεται ένα αντικοινωνικό στοιχείο καί ζή μιά προθανάτεια εμπειρία.

Ο Χριστός, μετά τήν Ανάστασή Του, εισήλθε μέσα σέ αυτόν τόν χώρο τού φόβου, «κεκλεισμένων τών θυρών», αφού τό αναστημένο Σώμα Του δέν εμποδιζόταν από τίποτε, καί έδωσε στούς φοβισμένους Μαθητές τήν ειρήνη, λέγοντας «ειρήνη υμίν» (Ιω. κ', 19 καί 21), καί τήν Χάρη τού Αγίου Πνεύματος, λέγοντας: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον άν τινων αφήτε τάς αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. κ', 22-23).

Έτσι ο Χριστός εξέρχεται «εσφραγισμένου τού μνήματος» καί εισέρχεται «κεκλεισμένων τών θυρών» καί προσφέρει πνευματικά αγαθά, ήτοι χαρά, ειρήνη καί τό Άγιον Πνεύμα. Μέ αυτόν τόν τρόπο υπερβαίνεται ο θάνατος καί ο φόβος καί ο άνθρωπος αποκτά τήν πνευματική ελευθερία.

Στή εποχή μας πολλοί άνθρωποι κυριαρχούνται από τόν θάνατο, πού τόν βλέπουν νά διεκδική γνωστά τους πρόσωπα, μέ τίς ασθένειες, αλλά καί αυτούς τούς ίδιους, καί διακατέχονται από διάφορες φοβίες, λόγω κοινωνικών καί οικονομικών κρίσεων, καί «κλειστών» καταστάσεων. Σέ αυτήν τήν δύσκολη εποχή ο Αναστάς Χριστός πού εξέρχεται από τό εσφραγισμένο μνημείο καί εισέρχεται σέ κλειστούς χώρους, όπου οι θύρες είναι κλειστές, σκορπά ελπίδα καί παρηγοριά, χαρά καί ειρήνη.

Επομένως, αυτό καθ' εαυτό τό γεγονός τής Αναστάσεως είναι ελπιδοφόρο καί παρήγορο. Δέν πρέπει νά φοβόμαστε τόν θάνατο, τήν αρρώστια, τίς οικονομικές δυσκολίες, τήν μοναξιά, γιατί ο Θεός στόν Οποίον ανήκουμε, είναι δυνατός καί μπορεί νά μάς βοηθήση νά ξεπεράσουμε όλες τίς δυσκολίες, νά υπερβούμε τά προβλήματα, νά ξεπεράσουμε όλα τά ανυπέρβλητα, κατ' άνθρωπον, εμπόδια.

Μέ αυτήν τήν αισιοδοξία καί τήν ελπίδα σάς απευθύνω τόν αναστάσιμο χαιρετισμό: «Χριστός Ανέστη!».

Μέ θερμές ευχές

Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Αγίου Ρωμανού του μελωδού – κοντάκιον, Εις την Αγίαν και Μεγάλην Κυριακήν του Πάσχα.


Προοίμιον Ι
Αν και κατέβηκες, Αθάνατε, στον τάφο,
όμως κατάλυσες τη δύναμι του Άδη
και νικητής αναστήθηκες, Χριστέ και Θεέ,
και στις Μυροφόρες γυναίκες το «Χαίρετε» λάλησες
και στους Αποστόλους Σου έκαμες δώρο την ειρήνη,
Εσύ που δίνεις στους πεσμένους την ανάστασι.
Προίμιον ΙΙ
Καθώς οι γυναίκες στο μνήμα σου έφθασαν
και δεν βρήκαν το Άχραντο Σώμα Σου
αξιολύπητα έκλαιγαν κι έλεγαν:
«Άρα γε έκλεψαν εκείνον που του έκλεψε η αιμορροούσα
τη γιατρειά;
Άρα γε αναστήθηκε εκείνος που προείπε πριν το πάθος
την Ανάστασι;
Στ’ Αλήθεια αναστήθηκε ο Χριστός
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.»
Οίκοι
α΄
Τότε που έδυσε στον τάφο ο πριν τον ήλιο Ήλιος
να Τον προλάβουν έτρεξαν τα χαράματα και σαν το φως
της μέρας Τον εγύρευαν
γυναίκες Μυροφόρες και μεταξύ τους λέγανε:
«Ας πάμε, φίλες, απαλά μ’ αρώματα ν’ αλείψουμε
Σώμα που φέρνει τη ζωή και βρίσκεται θαμμένο,
σάρκα που στον πεσμένο Αδάμ ανάστασι προσφέρει και
τώρα βρίσκεται στο μνήμα.
Ας πάμε, ας τρέξουμε κι εμείς καθώς οι Μάγοι
κι ας προσκυνήσουμε και ας προσφέρουμε
ως δώρα τα μύρα σ’ Αυτόν που σπάργανα δεν φέρει
αλλά ’ναι τυλιγμένος στο σεντόνι.
Κι ας κλάψουμε κι ας κράξουμε: ‘Ω Κύριε, αναστήσου,
Εσύ που δίνεις στους πεσμένους την ανάστασι’.»

β΄
Κι όταν τούτα μεταξύ τους λάλησαν οι θεοφόρες
σκέφτηκαν και κάτι άλλο, που πολύ είναι σοφό,
κι είπανε μεταξύ τους: «Γυναίκες, τι γελιόμαστε;
Αληθινά πιστεύετε πως βρίσκεται ο Κύριος στον τάφο;
Μπορούσε μέχρι σήμερα να κράταγε Εκείνον,
που κυβερνάει τη ζωή; Ακόμα κείτεται νεκρός;
Απίστευτος, αστήριχτος είναι αυτός ο λόγος.
Για τούτο ας σκεφοτύμε κι έτσι να ενεργήσουμε∙
να πάη η Μαρία και να δη τον Τάφο
κι εμείς ακολουθούμε αυτά που θα μας πη.
Αληθινά, καθώς τόσες φορές προείπε, αναστήθηκεν ο
αθάνατος,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.»

γ΄
Και έτσι σκεπτόμενες οι συνετές γυναίκες
έστειλαν, καθώς πιστεύω, τη Μαγδαληνή Μαρία
στο μνημείο, όπως λέει ο θεολόγος Ιωάννης.
Κι ήτανε σκοτάδι ακόμα, μα τη φώτιζε η αγάπη,
γι’ αυτό και είδε σίγουρα το μεγάλο το λιθάρι
κυλισμένο να βρίσκεται απ’ την πόρτα του τάφου κι είπε,
καθώς εγύρισε:
«Αυτό που είδα, μάθετε, απόστολοι,
κι ό, τι θα καταλάβετε θέλω να ξέρω.
Η πέτρα πια τον τάφο δε σκεπάζει,
μήπως τον Κύριό μου πήρανε;
Μιας κι οι φρουροί δε φαίνονται και έφυγαν. Μήπως και
αναστήθηκε,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι;»

δ΄
Μόλις άκουσεν ετούτα ο Κηφάς και ο γιος του Ζεβεδαίου
βγήκαν αμέσως τρέχοντας σαν να συναγωνίζονταν.
Κι ο Ιωάννης έφτασε πρώτα από τον Πέτρο.
Όμως αν κι έφτασε, στο μνήμα δεν εμπήκε
αλλά τον κορυφαίο περιμένει
για να τον ακολουθήση ωσάν το πρόβατο τον τσοπάνη.
Και όντως έτσι ταίριαζε να γίνη.
Στον Πέτρο δηλαδή ειπώθηκε: «Πέτρε, με αγαπάς;»
και «Τα πρόβατά μου φρόντιζε όπως θέλεις».
Στον Πέτρο ειπώθηκε: «Ευτυχισμένε Σίμωνα,
τα κλειδιά της Βασιλείας θα σου δώσω».
Στον Πέτρο πριν υπέταξε τα κύματα όπου εβάδισεν,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.

ε΄
Κι όπως είπα πριν λίγο, ο Πέτρος και ο γιός του
Ζεβεδαίου
έφθασαν στο μνήμα παρακινημένοι από τα λόγια της
Μαρίας
και μπήκαν μέσα, μα τον Κύριο δε βρήκανε.
Γι’ αυτό και φοβισμένοι από τούτο είπαν οι αγιασμένοι:
«Άρα γιατί σε μας δεν παρουσιάστηκε;
Μήπως το θάρρος μας Του φάνηκε πολύ; Ήτανε
πράγματι η τόλμη μας μεγάλη.
Έπρεπε δηλαδή απ’ έξω να σταθούμε
και να παρατηρήσουμε όσα εκεί στο μνήμα υπήρχαν,
γιατί αυτός ο τάφος, τάφος δεν είναι πλέον,
αλλ’ όντως οίκος του Θεού,
αφού σε τούτον έφτασε κι έμεινεν όπως θέλησε,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.

στ΄
Θράσος το θάρρος μας κατάντησε λοιπόν,
και μάλλον λογαριάστηκε το θάρρος περιφρόνησι;
Τάχα γι’ αυτό δεν παρουσιάστηκε, γιατί ανάξιοί Του
φανήκαμε;»
Ενώ τούτα έλεγαν οι γνήσιοι του Πλάστη φίλοι,
η Μαρία, που ακολουθούσε, είπε:
«Μαθητές του Κυρίου, και όντως θερμοί φίλοι Του, δεν
ειν’ όπως νομίζετε.
Μα κάμετε υπομονή μην ολιγοψυχήτε.
Γιατί αυτό που έγινε ήτανε θεία παραχώρησι,
για να δούνε πρώτες, γιατί πρώτες εκείνες έπεσαν,
οι γυναίκες τον Αναστημένο Χριστό.
Σε μας που πενθήσαμε θέλει να χαρίση το ‘χαίρετε’,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.»

ζ΄
Καθώς έτσι προσπαθούσεν η Μαρία να πεισθή με τα
λόγια της,
έμεινε κοντά στον τάφο, οι δε απόστολοι έφυγαν.
Γιατί πίστευεν ακόμα ότι έκλεψαν το Σώμα.
Γι’ αυτό και φώναζεν, όχι με λόγια αλλά με δάκρυα:
«Αλοίμονο, Ιησού μου, που Σε μεταφέρανε;
Και πώς καταδέχτηκες με λερωμένα χέρια να Σε
κρατούν, Αθάνατε;
‘Άγιος, άγιος, άγιος’, κράζουν
τα εξαπτέρυγα και τα πολυόμματα.
Κι αυτών οι ώμοι μόλις Σε σηκώνουν
και Σε βάσταξαν χέρια αμαρτωλών;
Όταν Σε βάφτιζεν ο Πρόδρομος εφώναζε: ‘Εσύ
βάφτισέ με,
που δίνεις στους πεσμένους την ανάστασι’.»

η΄
Να βρίσκεσαι τριήμερος νεκρός, Εσύ που τα πάντα
ανακαινίζεις,
π’ ανάστησες το Λάζαρο, τεσσάρων ημερών νεκρό
κι έκαμες το σαβανωμένο να περπατήση ζωνατνός.
Μέσα στον τάφο βρίσκεσαι και μακάρι νάβλεπα που σ’
έχουνε θαμμένο
για να βρέξω με δάκρυα, καθώς η πόρνη,
όχι μονάχα τα πόδια μα και ολόκληρο το Σώμα και το
μνήμα σου
λέγοντας: ‘Κύριε, όπως της χήρας
το παιδί ανάστησες, ανάστησε τον Εαυτό Σου.
Εσύ που έδωκες ζωή στην κόρη του Ιάειρου
γιατί ακόμα παραμένεις στο μνημείο;
Αναστήσου, τρέξε, φανερώσου σ’ εκείνους που σ’
αναζητούν,
Εσύ που δίνεις στους πεσμένους την ανάστασι’.»

θ΄
Νικημένη από το κλάμα κι από τη συγκίνησι
αποκαμωμένη
σαν είδε τη Μαγδαληνή Μαρία Εκείνος που τα πάντα
βλέπει
τότε την ευσπλαχνίστηκε και παρουσιάστηκε λέγοντας
στην κόρη:
«Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιόν ζητάς μέσα στο μνήμα;»
Τότε η Μαρία γύρισε και είπε:
«Κλαίω, γιατί επήρανε τον Κύριό μου από τον τάφο και
δεν γνωρίζω πού Τον έθαψαν.
Και σίγουρα εσύ δεν τόκαμες αυτό;
Γιατί ’σαι σύ ο κηπουρός, αν δεν πλανιέμαι.
Πές μου, λοιπόν, αν εσύ επήρες το Σώμα
κι εγώ παίρνω ξανά το Λυτρωτή μου.
Είναι δικός μου Δάσκαλος και Κύριος δικός μου,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.»

ι΄
Αυτός που βλέπει τις καρδιές και τις σκέψεις των
ανθρώπων
ξέροντας πως γνωρίζει τη φωνή Του η Μαρία,
ως Τσοπάνης εφώναζε την αρνάδα που θρηνεί
λέγοντας: «Μαρία.» Κι αυτή αμέσως αναγνώρισε και
είπε:
«Όντως ο Καλός μου ο Τσοπάνης με φωνάζει,
για να με κατατάξη πλέον με τα πρόβατα τα ενενήντα
και εννέα.
Γιατί βλέπω πίσω απ’ Αυτόν που με καλεί
σώματα αγίων, τάγματα δικαίων.
Γι’ αυτό και δεν ρωτάω: ‘Ποιος είσαι Σύ που με
καλείς;’
Αφού κατάλαβα καλά, Ποιος ειν’ Αυτός που με φωνάζει.
Είναι δικός μου Δάσκαλος και Κύριος δικός μου,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.»

ια΄
Από ζήλο δε θερμό και αγάπη φλογερή
αρπάχτηκεν η κόρη και ν’ αγγίξη βουλήθηκε
Αυτόν που γεμίζει όλη την πλάσι απεριόριστα.
Ωστόσο δεν εκατηγόρησε τη βιάση της ο Πλαστουργός
αλλά στα θεία πράγματα την κόρη ανεβάζει
λέγοντας: «Μη μ’ αγγίζεις. Ή μήπως άνθρωπο μονάχα
με νομίζεις; Είμαι Θεός, μη μ’ ακουμπάς.
Κόρη σεμνή, ανύψωσε το βλέμμα της ψυχής
και τ’ ουρανού τα μυστικά προσπάθησε να καταλάβης.
Εκεί να με αναζητήσης. Και πράγματι ανεβαίνω
προς τον Πατέρα, τον Οποίο δεν έχω αφήσει.
Στον ίδιο Θρόνο βρίσκομαι μαζί Του, επειδή σύγχρονος
είμαι και συνάναρχος μ’ Εκείνον,
Εγώ που δίνω στους πεσμένους την ανάστασι.

ιβ΄
Κι ας διαλαλεί, λοιπόν, αυτά η γλώσσα σου, γυναίκα,
και να τα διερμηνεύη στα παιδιά της Βασιλείας
που καρτερούνε την Ανάστασι Εμού πούμαι Ζωντανός.
Τρέξε, Μαρία, γρήγορα και σύναξε τους Μαθητάς Μου.
Εσένα χρησιμοποιώ, σάλπιγγα μεγαλόφωνη.
Σάλπισε ειρήνη για τους φίλους μου που από φόβο
κρύφτηκαν.
Ξύπνησέ τους όλους έτσι σαν από ύπνο,
ν’ ανάψουν λαμπάδες και να μ’ ανταμώσουν.
Να πης: ‘Εσηκώθη απ’ τον Τάφο ο Νυμφίος
και τίποτε δεν άφησε μέσα σ’ αυτόν.
Ρίχτε μακριά, Απόστολοι, το λήθαργο, επειδή
αναστήθηκε,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι’.»

ιγ΄
Λοιπόν καθώς άκουσε καλά όλα τα λόγια του Λόγου,
πίσω εγύρισεν η κόρη και λέει στις συντρόφους:
«Είναι θαυμαστά, γυναίκες, όσα είδα και σας λέω.
Κανένας, λοιπόν, μη νομίση πως τα λόγια μου είναι
φλυαρία,
γιατί δεν τα φαντάστηκα αλλ’ είναι θεία έμπνευσι.
Ακόμα βλέπω και ακούω το Χριστό κι ακούστε πώς και
πότε.
Όταν ο Πέτρος κι ο σύντροφός του μ’ άφησαν
καθόμουν κι έκλαιγα κοντά στο Μνήμα.
Πραγματικά επίστευα πως πήραν απ’ τον Τάφο
το Θείο Σώμα του Αθάνατου.
Αλλ’ αμέσως συμπόνεσε τα δάκρυά μου και φανερώθηκε
σε μένα Αυτός,
που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.

ιδ΄
Ευθύς μεταποιήθηκε η λύπη σε χαρά
και μου φάνηκαν τα πάντα χαρωπά και πανευφρόσυνα
και να λέω δεν διστάζω ‘ότι δοξάστηκα ωσάν το
Μωυσή’.
Είδα στ’ αλήθεια, είδα όχι στο όρος αλλά στο Μνήμα,
όχι στο σύννεφο αλλά με το Σώμα,
των ασωμάτων και των νεφελών τον Δεσπότη, Τον
Υπάρχοντα και πριν και τώρα και πάντοτε,
να μου λέει: ‘Μαρία, τρέξε να πης
σ’ αυτούς που μ’ αγαπούν πως αναστήθηκα.
Ωσάν καρφί ελιάς κράτα με στη γλώσσα σου
και φέρε στους απογόνους του Νώε το χαρούμενο μήνυμα
και διακήρυξε πως παύτηκεν ο θάνατος κι αναστήθηκεν,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι’.»

ιε΄
Καθώς ετούτα άκουσεν η συντροφιά των πιστών
γυναικών
με μια φωνή απάντησε στη Μαγδαληνή Μαρία:
«Αληθινό αυτό που είπες κι όλες μαζί σου συμφωνούμε∙
δεν απιστούμε, μα έχουμε αυτή την απορία:
πως μέχρι τώρα μέσα στον Τάφο ήτανε
και ανεχόταν η Ζωή τρεις μέρες να συγκαταλέγεται
ανάμεσα στους πεθαμένους.
Σίγουρα απ’ τον Άδη περιμέναμε
πως θα ξαναρχόταν, γι’ αυτό και λέγαμε:
‘Έβγαλε παλιά το δούλο απ’ το θεριό της θάλασσας
και πως τώρα κρατιέται απ’ το Θάνατο;
Αν το θεριό ανάγκασε να ξαναδώση αυτό που έλαβε,
ανασταίνεται κι από το Μνήμα,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.’

ιστ΄
Τώρα, Κόρη, λοιπόν, μη νομίζεις πως δεν είναι σωστά
όσα λέγεις.
Ορθώς μας εμίλησες και παράδοξο τίποτε σ’ όσα είπες
δεν είναι.
Αληθινά τα λόγια σου και όμορφος ο τρόπος σου.
Όμως, Μαρία, θέλουμε να κοινωνήσουμε με σένα
εκείνο που απόλαυσες για να μην τρυφήση ένα μέλος μας
και τάλλα μείνουνε νεκρά και άγευστα ζωής.
Ας γίνουνε μαζί με σένα στόματα περισσότερα
που να επισφραγίζουνε τη δική σου μαρτυρία.
Ας πάμε όλες στο μνημείο
και θα βεβαιωθούμε για το όραμα.
Κοινό, φίλη, το καύχημα ας γίνη, αυτό που σου
εχάρισεν
Εκείνος, που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.»

ιζ΄
Έτσι μιλώντας των γυναικών η συντροφιά η θεοφώτιστη
έβγαινεν από την Πόλι μαζί με τη διηγούμενη Μαρία
και αντικρύζοντας τον Τάφο από μακριά εφώναζε:
«Να ο τόπος ή καλλίτερα ο κόρφος ο μυστικός.
Να αυτός που κράτησε τον Βασιλέα
Να αυτός που εχώρεσεν Αυτόν που ουρανοί δε χωρούνε και
Τον χωρούν οι άγιοι.
Σε παινεύω, άγιε Τάφε, σε δοξάζω,
μικρέ και μέγιστε, φτωχέ και πλούσιε.
Ζωής Θησαυροφύλακα, δοχείον Ειρήνης,
σημείον Χαράς, Μνήμα του Χριστού.
Μνήμα Ενός και καύχημα του κόσμου, όπως το θέλησεν
Αυτός,
που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.»

ιη΄
Αφού υμνολόγησαν λοιπόν, τον Τάφο του Ζωοδότη,
εγύρισαν και είδαν τον καθήμενο στο λιθάρι
κι από το φόβο έκαναν πίσω
γεμάτες δέος και με σκυμμένα τα πρόσωπα
και με δειλία τέτοια λαλούσαν:
«Αυτό το πρόσωπο ποιο είναι ή τίνος η μορφή; Αυτός
που βλέπουμε ποιος είναι;
Άγγελος είναι; Άνθρωπος; Ήρθε απ’ τα ουράνια;
Ή μήπως βγήκε από τη γη;
Είναι φωτιά, εκπέμπει φως, αστράφτει, λάμπει.
Ας φύγουμε, γυναίκες, μη μας κάψει.
Ουράνια, θεϊκή βροχή στάλαζε σ’ όσους Σε διψάνε,
Εσύ που δίνεις στους πεσμένους την ανάστασι.

ιθ΄
Τώρα θα μας δροσίσουν σαν σταγόνες τα λόγια,
του θεϊκού Σου στόματος, ω Σύ χαρά των πονεμένων,
η ζωή των απάντων, ώστε να μην πεθάνουμε απ’ το
φόβο.»
Αυτά περίπου έλεγαν οι ευσεβείς γυναίεκς.
Τότε μειλίχιος έγινεν ο καθήμενος στο λίθο
κι είπε στις ευλογημένες: «Εσείς να μη φοβόσαστε,
αλλά αυτοί οι φύλακες
θ’ ανατριχιάσουν, θα ζαρώσουν και θα γίνουν σαν
πεθαμένοι
από φόβο για μένα, και για να μάθουν
πως είναι κύριος των αγγέλων Εκείνος,
που τώρα φρουρούν, μα δεν εξουσιάζουν.
Πραγματικά ο Κύριος αναστήθηκε και δεν το
αντιλήφθηκαν πως έγινεν η Έγερσι Αυτού,
που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.

κ΄
Συνέλθετε, λοιπόν, γυναίκες, μη νεκρωθήτε από το
φόβο.
Τον Κτίστη των αγγέλων αζητούσατε να δήτε
και γιατί δειλιάζετε σ’ ενός αγγέλου την όψι;
Είμαι δούλος Εκείνου που τούτον τον τάφο κατοίκησε.
Είμαι φύσει και θέσει υπηρέτης.
Την προσταγή Του ήρθα να σας πω: ‘Ο Κύριος
αναστήθηκε.
Σύντριψε του Άδη τις χάλκινες πύλες
και έσπασε τις σιδερένιες του αμπάρες.
Την προφητεία επραγματοποίησε
και των αγίων την παράταξι ανύψωσε.’
Ελάτε, γυναίκες, και κοιτάξτε που ο Αθάνατος εκείτετο,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.»

κα΄
Θάρρος μεγάλο έλαβαν απ’ τη φωνή τ’ αγγέλου
και συνετά απάντησαν σε τούτον οι γυναίκες:
«Αληθώς ανέστη ο Κύριος, καθώς είπες.
Μας έδειξες και με τα λόγια σου και με τη στάσι σου
πως πράγματι ο Ελεήμων αναστήθηκε.
Αν δηλαδή δεν είχε εγερθή και φύγη από τον Τάφο, εσύ
δεν θα καθόσουνα.
Πότε, καθώς γνωρίζουμε, ο στρατηγός, ενώ ο Βασιλέας
είναι παρών, κάθεται και συζητεί;
Και αν ακόμα γίνονται τέτοια πάνω στη γη,
όμως στον ουρανό τέτοια δε βρίσκεις,
όπου θρόνος αθέατος κι ανείπωτος ο Καθήμενος,
Αυτός που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι.»

κβ΄
Αφού ανέμειξαν το φόβο με χαρά και τη λύπη μ’
ευφροσύνη
από τον Τάφο έφυγαν, σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή,
κι ήρθαν στους Αποστόλους και είπαν οι γυναίκες:
«Τι απαισιοδοξείτε; Γιατί σκυθρωπάζετε;
Επάνω τις καρδιές. Χριστός ανέστη.
Στήστε χορό και μαζί μας να πείτε: ‘Ο Κύριος
σηκώθηκε’.
Ο προαιώνιος έλαμψε Θεός.
Λοιπόν, μην είστε σκυθρωποί μα ξαναζωντανέψτε.
Αφάνηκεν η Άνοιξι, ανθήσατε κλαδιά
καρπούς, αφήστε το χειμώνα.
Πανηγύρι ας κάνουμε όλοι κι ας πούμε: άναστήθηκεν
Εκείνος,
που δίνει στους πεσμένους την ανάστασι’.»

κγ΄
Κι αναμφιβόλως άκουσαν κι έλαβαν
ευφροσύνη με τα λόγια
και έπεσαν σε έκπληξι οι μαθητές και είπαν στις
γυναίκες:
«Κόρες, από πού μάθατε αυτό που λέτε;
Άγγελος σας το είπε;» «Ναι», απαντούν, «και έδειξε
και είπε.
Και των αγγέλων ο Θεός και Πλάστης
φάνηκε στη Μαρία κι είπε: ‘Ανάγγειλε στους φίλους
μου: ο Κύριος αναστήθηκε’.
Ελάτε το λοιπόν, όλοι σαν κριάρια
και σαν πρόβατα σκιρτώντας να πούμε:
‘Ποιμένα, έλα και σύναξε εμάς
που σκόρπισεν ο φόβος.
Επάτησες το Θάνατο, έλα σε όσους Σ’ αγαπάνε,
Εσύ που δίνεις στους πεσμένους την ανάστασι’.»

κδ΄
Με Σένα ας αναστηθή, Σωτήρα, η πεθαμένη μου ψυχή.
Η λύπη μη την καταφάη και ξεχάση το λοιπόν
ετούτα τα τραγούδια που της προσφέρουν αγιασμό.
Ναι, Ελεήμων, ικετεύω Σε, μη με εγκαταλείπης
τον καταπληγωμένο από τα κρίματα.
Πραγματικά μέσα σε ανομίες κι αμρτίες συνέλαβεν
εμένα η μητέρα μου.
Άγιε και Σπλαχνικέ Πατέρα μου,
δοξασμένο πάντα τ’ όνομά Σου
απ’ το στόμα μου και τα χείλη μου
απ’ τη φωνή και τα τραγούδια μου.
Καθώς θα Σε υμνολογώ, στείλε μου χάρι, αφού μπορείς
να το κάμης Εσύ
που δίνεις στους πεσμένους την ανάστασι.
***
3 Μαΐου 1989. Τετάρτη Διακαινησίμου.
Από το βιβλίο Ρωμανού Μελωδού, Ύμνοι, Απόδοση στα νέα ελληνικά Αρχιμ. Ανανία Κουστένη, Τόμος Πρώτος, Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Χ. Μπούρας, Αθήνα.
Επιμέλεια κειμένου Κωνσταντίνα Κυριακούλη.

πηγή:ΜΙΚΡΟ ΩΡΟΛΟΓΙΟ

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Οι Εμφανίσεις του Χριστού


…Μια άλλη αρνητική άποψη για την Ανάσταση θεωρεί ότι οι εμφανίσεις του Χριστού ήταν αποτέλεσμα παραισθήσεων καί φαντασιοπληξίας των μαθητών. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο Ιησούς δεν αναστήθηκε πραγματικά, αλλά οι μαθητές του, λόγω υποβολής, είχαν έντονες παραισθήσεις καί φαντασιοπληξίες που τους έκαναν να «βλέπουν» το Χριστό σε διάφορα οράματα!
Την εκδοχή όμως αυτή αντιμάχεται ο τάφος του Χριστού. Αν ο Χριστός ήταν νεκρός καί το σώμα του βρισκόταν μέσα στον τάφο, οι φαντασιοπληξίες των μαθητών δεν θα είχαν καμιά σημασία. Γιατί, απλούστατα, μια επίσκεψη στον τάφο θα αρκούσε να πείσει τους ίδιους καί όλους τους άλλους για να δεχθούν τη σκληρή πραγματικότητα, το ότι δηλαδή ο Χριστός ήταν νεκρός! Το γεγονός εξάλλου ότι ο τάφος ήταν αδειανός αποδυναμώνει το ρόλο των μαθητών καί το ποια γνώμη είχαν (ψεύτικη ή φανταστική) για την Ανάσταση του Χριστού. Ο ίδιος ο «κενός τάφος» έδινε την απάντηση, για την πραγματικότητα της Ανάστασης!
…Οι μαθητές «είδαν καί επίστευσαν» στην Ανάσταση. Εξάλλου, ο Χριστός δεν εμφανίσθηκε στους μαθητές του σε όραμα ή σε όνειρο, αλλά με το ανθρώπινο σώμα του, το οποίο οι μαθητές μπόρεσαν να ψηλαφίσουν! Επίσης οι μαθητές μίλησαν, έφαγαν, συναναστράφηκαν
τον αναστημένο Χριστό σαράντα ολόκληρες μέρες. Η πεποίθηση επομένως των μαθητών για την Ανάσταση του Χριστού δεν ήταν ένα στιγμιαίο αίσθημα, όπως συμβαίνει συνήθως στις παραισθήσεις, αλλά μια καθημερινή καί πολυήμερη εμπειρία που κι αυτή ήταν αποτέλεσμα ανθρώπινης επικοινωνίας με ένα ζωντανό καί υπαρκτό πρόσωπο.
«Η αιώνια αλήθεια» του Ε. Θεοδώρου
Συμπέρασμα
Ο ρεαλιστικός χαρακτήρας των μαθητών του Ιησού, η πραγματικότητα του θανάτου του, ο τρόπος της ταφής του καί ιδίως οι αναμφισβήτητες εμφανίσεις του μετά την Ανάσταση βεβαιώνουν το μεγάλο θαύμα της Ανάστασης του Χριστού!


Από το βιβλίο «Αθώος» του Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου
πηγή:ελληνισμός και ορθοδοξία

Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

Η χαρά της Αναστάσεως


Η χαρά της Αναστάσεως

του μοναχού Μωυσή Αγιορείτη

από το βιβλίο του «Χριστός χριστιανούς χαρά χαρίζει», εκδ.Τήνος

Το κοσμοϊστορικό, κοσμοχαρμόσυνο, μεγάλο, μοναδικό και ανεπανάληπτο θαύμα της αναστάσεως του Χριστού αποτελεί το κέντρο των εορτών της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι αναμφισβήτητα η «εορτή των εορτών και πανήγυρις των πανηγύρεων» κατά τον ωραιότατο αναστάσιμο κανόνα του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου.

Η χαρά της αναστάσεως είναι γεγονός που πηγάζει από την απαράμιλλη βεβαιότητα ότι ο Αναστηθείς Χριστός, μας μετάγγισε την αναστημένη θεανθρώπινη ζωή του, καταργώντας το θάνατο, «θανάτω θάνατον πατήσας» κατά το εξαίσιο τροπάριο. Ο πρώτος λόγος του Χριστού μετά την ανάσταση στις καταπληκτικές μυροφόρες είναι: «χαίρετε». Η χαρά αυτή δεν προέρχεται από ένα εφήμερο συναισθηματισμό, από ένα γλυκανάλατο συναίσθημα, από μία τεχνητή χαρμονή. Πρόκειται για την ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου, για πανευφρόσυνο άγγελμα, που κατευφραίνει τους λαούς. Για τη βέβαιη νίκη του θανάτου διά του θανάτου του Χριστού. Μέχρι την ώρα εκείνη οι άνθρωποι γνώριζαν πως η επίγεια ζωή εκεί τελειώνει. Το φώς το πλούσιο της αναστάσεως διαμηνύει περίτρανα ότι τώρα «ζωή πολιτεύεται και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι».

Ο Χριστός με την ανάστασή του μας χάρισε την αιώνια ζωή. Μεταλαμβάνοντας το σώμα και το αίμα Του λαμβάνουμε το σπέρμα της αναστάσεως. Στην πασχαλινή, νυκτερινή, θεία Λειτουργία αναγιγνώσκεται μία περικοπή από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, όπου παρουσιάζεται ο Χριστός ως Φωτοδότης, Σωτήρας και Λυτρωτής. Η ζωή του Θεού είναι η κοινωνία της αγάπης του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η ζωή της αγάπης φανερώνεται και προσφέρεται με την ανάσταση του Χριστού που φωτίζει και χαροποιεί τον κόσμο. Το άχαρο σκοτάδι και η παγερή ακοινωνησία της αμαρτίας αδυνατεί ν’ αναστείλει το αναστάσιμο φως, γιατί κατά τον υπέροχο υμνωδό «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια· εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού εν η εστερέωται».

Ο άνθρωπος καλείται ελεύθερα να δεχθεί το φως στη ζωή του, την κοινωνία αγάπης με το Χριστό, που θα του χαρίσει την αληθινή χαρά. Ο Χριστός ποτέ δεν επεμβαίνει δυναστικά στη ζωή των ανθρώπων. Ηθελημένα πολλοί, παρασυρμένοι από τα πάθη της οιήσεως και της φιλαυτίας, επέλεξαν το σκοτάδι και όχι το φως στη ζωή τους. Όσοι όμως άφησαν ταπεινά ανοιχτές τις καρδιές τους δέχθηκαν τη χάρη της υιοθεσίας, γινόμενοι χαριτωμένα τέκνα Θεού. Πρόκειται για πράξη αναγεννητική και μεταμορφωτική, προσωπικής αναστάσεως και ανατάσεως, για νέο τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου στη χαρισματική κοινωνία του Θεού. Ο Χριστός από αγάπη προσέλαβε στη θεία του φύση την ανθρώπινη φύση, δίχως την αμαρτία, όχι για να την αφομοιώσει, αλλά για να μας παρουσιάσει τον αληθινό άνθρωπο και να τον ανυψώσει με την ένδοξη ανάστασή του στα δεξιά του Ουρανίου Πατρός.

Ο Αναστηθείς Χριστός, η Αυτοαλήθεια, μας δωρίζει νέο τρόπο υπάρξεως. Ο πιστός μετέχοντας σε προσωπική κοινωνία με τον ζώντα Χριστό χριστοποιείται, χαριτώνεται, αγιάζεται. Μόνο τότε και έτσι ο άνθρωπος ζει την αληθινή ζωή, την χριστοζωή, γιατί νεκρώνει τη ζωή της αμαρτίας, των αντίθεων παθών, του φοβερού εγωκεντρισμού και του αυτονομιστικού ατομισμού. Ο αληθινός χριστιανός δεν ζει για τον εαυτό του, αλλά για τον «υπέρ ημών αποθανόντα και αναστάντα Κύριον». Συνδεόμενος θυσιαστικά με τον Σταυροαναστηθέντα Χριστό ζει την προσωπική του αναγέννηση και ανάσταση.

Με την ανάσταση του Χριστού, την ακράδαντη πίστη σε αυτή και τη ζωή της χάριτος, λαμβάνουμε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Μας τ’ αναφέρει λεπτομερώς ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος στην ωραία επιστολή του προς τους Γαλάτες: «ο καρπός του Πνεύματος έστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκρά­τεια». Τα χαρίσματα δεν είναι απλά συναισθήματα, αποτελέσματα ωραίων σκέψεων, είναι η θεία Χάρη, η ευλογία του Θεού, οι ουράνιες δωρεές, στον ταπεινό αγωνιστή, στον σταυροφόρο και σταυρωμένο χριστιανό. Είναι τα δώρα που δεχόμαστε μέσα στην Εκκλησία με την ανάσταση του Χριστού.

Μόνο όποιος έχει γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα, είναι αληθινό και υπάκουο τέκνο της Εκκλησίας μπορεί να είναι χαριτωμένος και χαρούμενος και να μην είναι σκυθρωπός, κατηφής και μισοκακόμοιρος. Η Εκκλησία μας διασαλπίζει προς όλους περίτρανα τη νύχτα της αναστάσεως διά της θεοκίνητης γλώσσας του ιερού Χρυσοστόμου: «Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος». Αυτή είναι η πολύτιμη πραγματικότητα της αναστάσεως απ’ όπου πηγάζει η μακάρια χαρά.

Ο Χριστός με την ανάστασή του μας ενώνει μαζί του. Η αγάπη του Αναστάντος Ιησού μας κάνει παιδιά του. Έτσι γινόμαστε όλοι μεταξύ μας αδέλφια. Γι’ αυτό μας προτρέπει ο υμνωδός: «αλλήλους περιπτυξώμεθα» και «τοις μισούσιν ημάς, συγχωρήσωμεν πάντα τη αναστάσει και ούτω βοήσωμεν Χριστός ανέστη».

Είναι γνωστό, αγαπητοί μου αδελφοί ότι από την Κυριακή του Πάσχα αναγιγνώσκεται το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, που συνεχίζεται όλες τις Κυριακές του πανευφρόσυνου Πεντηκοσταρίου. Ο θείος και ιερός ευαγγελιστής Ιωάννης, ο πρώτος θεολόγος της Εκκλησίας μας, ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο συνοδός της Θεοτόκου, μας έδωσε ένα απαράμιλλο κείμενο, όντως θεοχαρίτωτο, η υψηλή πνευματικότητα του οποίου κρύβεται στην απαλότητα μάλλον του λόγου και τη μία κάποια θα λέγαμε αδεξιότητά του και όχι στη φιλοσοφική ή ποιητική του δημιουργία και έκφραση. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για την πιο πνευματική γραφή όλου του χριστιανικού κόσμου.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας οδηγεί στο χαρμόσυνο φως του Αναστάντος Χριστού. Μας λέγει πως αποστολή που του ανέθεσε ο ίδιος ο Θεός είναι να μαρτυρήσει περί του φωτός, να μας πει φιλικά και αδελφικά, ποιός είναι ο κύριος φωτοδότης, το φως του οποίου διώχνει όλα τα πυκνά και πηχτά σκοτάδια και χαρίζει την αιώνια ζωή. Μόνο ο Χριστός είναι το αληθινό φως, το κατ’ εξοχήν φως, το κυρίως φως, το ζωοπάροχο. Εν τούτοις οι άνθρωποι άφησαν το φως κι έτρεξαν να ψάχνουν μάταια για άλλα φώτα, που τάχα θα τους χαροποιήσουν. Όσοι ακολουθούν αυτό το φως της αληθείας καθίστανται υιοί φωτός, φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας. Αφετηρία της νέας ζωής ως υιών του Θεού είναι το πανάγιο θέλημα του Πανάγαθου Θεού.

Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου ο ιερέας στην Ωραία Πύλη μας προσκαλεί να παραλάβουμε «φως εκ του ανεσπέρου φωτός». Οι πιστοί σπεύδουν να ανάψουν τις πασχαλινές λαμπάδες τους και μετά τη θεία λειτουργία το μεταφέρουν προσεκτικά στα σπίτια τους, για να τα φωτίσουν και ν’ ανάψουν το καντήλι τους, και να το διατηρήσουν αναμμένο επί σαράντα ημέρες. Είναι το ευλογημένο αναστάσιμο φως. Το φως αυτό πηγάζει από την όντως ζωή, την αυτοζωή, τον Ιησού Χριστό, το αυτοφώς, που νίκησε το ηθικό και οντολογικό σκοτάδι, που φώτισε τον άδη και νίκησε το θάνατο.

Το αναστάσιμο φως των αναμμένων λαμπάδων συμβολίζει επίσης το ζωογόνο φως της ορθοδόξου πίστεως, που θα πρέπει να πυρπολεί τα βάθη των καρδιών μας. Το φως αυτό το άναψε η ευλάβεια της μητέρας, η ευσέβεια του πατέρα, ο φόβος του Θεού του αναδόχου, ο ζήλος του κατηχητή, η ασίγαστη μέριμνα του ιεροκήρυκα, του καλού ποιμένα της ενορίας μας, που θα πρέπει να μνημονεύσουμε ευγνώμονα τα ονόματά τους στην πασχαλινή αναίμακτη θεία ιερουργία. Το φώς της πίστεώς μας θερμαίνει στους μακρούς χειμερινούς παγετούς, στα πικρά κύματα του ταραγμένου πελάγους της παρούσης ζωής.

Ήλθε ο Χριστός στον κόσμο για να αναστήσει, αναμορφώσει και ζωοποιήσει τους «τεθανατωμένους τη αμαρτία». Με την πρώτη διά της μετανοίας αυτή ανάσταση των ανθρώπων δεν ολοκληρώθηκε το έργο του. Με τη δική του ανάσταση χαρίζει και τη δική μας ανάσταση, αφού αυτός είναι η ζωή και η ανάσταση των ανθρώπων. Ο Χριστός τρεις δεκαετίες μένει στην αδοξία, την αφάνεια και τη σιωπή. Μας διδάσκει κι έτσι. Μας νουθετεί να προετοιμαζόμαστε καλά. Να μαθητεύουμε στην ταπείνωση. Ν’ αγαπάμε το αδιαφήμιστο. Να ακούμε κιόλας. Να μη μόνο μιλάμε. Έχει πολλά να μας νουθετήσει και η σιωπή. Ο Χριστός που είναι το φως, η ζωή και η ειρήνη του κόσμου, την τελευταία επίγεια τριετία του, άφησε τη σιωπή και κήρυξε «ρήματα ζωής αιωνίου». «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα». Αυτό το φως όμως πολλοί, ακόμη μέχρι σήμερα, το αγνόησαν, το απέφυγαν, θέλησαν να το σβήσουν. Γιατί; Γιατί «πας ο φαύλα πράσσων μισεί το φώς και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού».

Οι άνθρωποι νόμιζαν πως φυλάκισαν τη ζωή σε ένα τάφο. Τον ασφάλισαν καλά. Έβαλαν μάλιστα και στρατιώτες να τον φυλάνε. Η Εκκλησία στηρίζεται σε ένα κενό τάφο. Ο τάφος ανέτειλε ζωή. Ο τάφος απέβη πηγή ανεκλάλητης κι ανέκφραστης χαράς. «Πού σου θάνατε το κέντρον, πού σου Άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος». Ο τάφος δεν μπόρεσε να κρατήσει το Χριστό περισσότερο από τρεις ημέρες. Είναι κρίμα μεγάλο, αδελφοί μου, μετά την τριήμερη ανάσταση του Χριστού να παραμένουμε ενταφιασμένοι στην άφωτη και άχαρη φυλακή των παθών. Σε διάφορους τάφους κακιών, φθόνων, εχθροτήτων και ηδονών. Να μη θέλουμε να αναστηθούμε και να ελευθερωθούμε και να ζήσουμε ζωή χαρισάμενη. Είναι ιδιαίτερα τραγικό να μη θέλουμε να αξιοποιήσουμε το μεγαλειώδες γεγονός της αναστάσεως, που είναι καταπληκτικό μήνυμα ελευθερίας και κήρυγμα χαράς. Μας ελευθερώνει από τον τυραννικό θάνατο και μας χαρίζει χαρά αναφαίρετη υπερουράνιας ειρήνης.

Η ανάσταση του Χριστού προβάλλεται πανηγυρικά από την Εκκλησία μας με χαρμόσυνες ευχές, κωδωνοκρουσίες, φωτοχυσίες, λαμπρά ενδύματα και εδέσματα, ακόμη και φωτοβολίδες και κροτίδες για να σημαίνει τον μύχιο ανθρώπινο πόθο, την απροσμέτρητη λαχτάρα, την ακόρεστη δίψα για αιωνιότητα, πιστοποίηση και βεβαίωση της θανατώσεως του θανάτου, της νίκης της ζωής. Παρ’ όλ’ αυτά όμως η ανάσταση του Χριστού παραμένει στην ουσία της ένα σιγαλό, ήσυχο και μυστικό γεγονός, που τελεσιουργείται στα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς. Η ανάσταση του θεανθρώπου και ως ιστορικό γεγονός καλά καταγεγραμμένο συνέβη στη σιγή της νύχτας, δίχως κανένα φως, κρότο, διαφήμιση, φωνές, κοσμοσυρροή και λαοσύναξη. Δίχως την παρουσία αγγέλων και τους ήχους σαλπίγγων αρχαγγέλων. Κατά τους αγίους πατέρες συνέβη κοντά στα ξημερώματα, στα γλυκοχαράματα μιας νέας ημέρας. Πρόκειται για την καινή ημέρα, για καινότητα εν Χριστώ ζωής, την οποία προκαλείται και προσκαλείται ελεύθερα να οδεύσει ο κάθε άνθρωπος.

Είναι αλήθεια πως «έγινε η Ανάσταση εν σιωπή κατά μυστικό και μυστηριώδη τρόπο, όπως πρέπει να γίνεται η ανάσταση και στη ψυχή του κάθε άνθρωπου» (άρχιμ. Ευσέβιος Κόκκορης). Δεν αρνούμαστε καθόλου τον πανηγυρισμό και εορτασμό της μεγάλης εορτής. Γι’ αυτό και το Πάσχα ονομάζεται Λαμπρή. Θα είναι όμως πάλι κρίμα αν μείνουμε προσηλωμένοι στον εξωτερικό διάκοσμο, το χοροτράγουδο και το φαγοπότι. Πάσχα σημαίνει διάβαση, πέρασμα, διαπόρθμευση. Μετάβαση από το θάνατο στη ζωή. Βίωση εντός μας, μ’ ένα ανέκφραστο τρόπο, του υπερφυούς γεγονότος της αναστάσεως του Χριστού, ως πρόγευση της προσωπικής μας αναστάσεως. Ας επιτραπεί συνοπτικά και παρενθετικά να αναφέρουμε κάτι που και άλλοτε έχουμε πει. Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε, λατρεύουμε και προσκυνούμε Χριστό Σταυροαναστηθέντα. Καθημερινά βιώνουμε τον σταυρό και την ανάσταση. Δεν καταλήγουμε στο σταυρό. Δεν παρακάμπτουμε το σταυρό. Δεν οδηγούμεθα στο Κενό Μνημείο αν δεν διέλθουμε απαραίτητα από τον Γολγοθά. Δεν υπάρχει Ανάσταση δίχως Σταυρό. Αυτό έχει σημασία. Αν δεν βιώσει κανείς καλά την κατάνυξη του Τριωδίου δεν θα χαρεί την ευλογία του Πεντηκοσταρίου. Ορισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι πηγαίνουν κατευθείαν στην ανάσταση και μιλούν άνετα και πρόχειρα για μία θεολογία του έρωτα, της ελευθερίας και της χαράς…

πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Θανάτω θάνατον πατήσας-π. Αντ. Αλεβιζόπουλος


π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ

Θανάτω θάνατον πατήσας

Αφού ο άνθρωπος σώζεται με το γεγονός της εναν­θρώπησης του Λόγου, γιατί ο Χριστός έπρεπε να παρα­δώσει το σώμα Του στο θάνατο;

Το σώμα του Χριστού ήταν κτιστό και επομένως θνη­τό μπορούσε να αποθάνει. Όμως επειδή ήταν ενωμένο με τον ίδιο τον Λόγο του Θεού, που ήταν η ζωή (Ιω. α' 4, ιδ' 6, Α' Ιω. ε' 11), δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει νε­κρό. Δια τούτο απέθανε μεν ως θνητόν, ανέζησεν όμως λόγω της ζωής που είχε μέσα του (Μ. Αθαν. Πρβλ. Β' Κορ. ιγ'4. Ψαλμ.ξζ'2,ζ'7-9).

Έτσι ο Λόγος του Θεού ενανθρώπησε (Ιω. α' 14), έ­λαβε δηλαδή σώμα θνητό, για να μπορέσει και να αποθάνει, αλλά και να εξαφανίσει το θάνατο, μια και ο θάνατος δεν μπορούσε να κρατήσει τον αρχηγό της ζωής (Πράξ. θ'24.γ' 15).

Με το θάνατό Του ο Χριστός προσέφερε το σώμα Του για χάρη όλων των ανθρώπων. Έπαθε υπέρ πάντων και με το πάθος Του κατάργησε το θάνατο, αφού ο θάνατος δεν μπόρεσε να Τον νικήσει. Ταυτόχρονα όμως κατάργη­σε και εκείνον που εξουσίαζε το καθεστώς του θανάτου, δηλαδή τον ίδιο το διάβολο, και απάλλαξε τους ανθρώ­πους από τη σκληρή δουλεία της αμαρτίας (Εβρ. β 14-15).

Ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει πως κατά τη δευ­τέρα παρουσία του Χριστού θα πραγματοποιηθεί ο λόγος: Που η νίκη σου, θάνατε; που το κέντρο σου. άδη; (Ως. ιγ' 14). Με τη δική μας ανάσταση θα ολοκληρωθεί η νίκη κατά του θανάτου Και όταν αυτό το οποίο είναι φθαρτό θα ενδυθεί την αφθαρσία, τότε θα εκπληρωθεί ο λόγος που είναι γραμμένος·

Κατεβροχθίσθη ο θάνατος και ενικήθη. Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου; που είναι, άδη, η νίκη σου;...Ας ευχαριστήσωμε τον Θεόν, που μας δίδει την νίκη δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (Α' Κορ. ιε' 54-57).

Που σου, θάνατε, το κέντρον; που σου, άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέθλησαι!, επαναλαμβά­νει η Εκκλησία μας τη νύχτα του Πάσχα.

Εάν ένας αληθινός βασιλεύς κατανικήσει ένα τύραννον και του δέσει τα χέρια και τα πόδια, όλοι πλέον οι περαστικοί τον περιπαίζουν και τον κτυπούν και τον δια­σύρουν, διότι δεν φοβούνται τη μανία του και την αγριό­τητά του, χάρις εις τον νικητή βασιλέα. Έτσι, αφού ο Σωτήρ ενίκησε και εδειγμάτισε τον θάνατον εις τον σταυ­ρόν και έδεσε τα χέρια του και τα πόδια του, όλοι όσοι ζουν χριστιανικώς τον καταπατούν και όσοι ομολογούν τον Χριστόν τον χλευάζουν και τον περιπαίζουν λέγοντες αυτά που εξ αρχής έχουν γραφεί εναντίον του:

- Που σου, θάνατε, το νίκος; Που σου, άδη, το κέντρον; (Μ. Αθανάσιος).

Ο θάνατος καταβροχθίσθηκε από τη νίκη που συντε­λέσθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός μετέσχε των αυτών, έγινε δηλαδή μέτοχος των ιδίων πραγ­μάτων, όπως και ο άνθρωπος, κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, για να καταργήσει δια του θανάτου τον διάβολον και να ελευθερώσει εκείνους οι οποίοι από τον φόβο του θανάτου ήταν υποδουλωμένοι καθ' όλη την διάρκεια της ζωής των (Εβρ. β' 14-15)· η νίκη συντελέσθηκε εν τη σαρκί του Χριστού (Εφεσ. θ' 15).

Η νίκη αυτή δεν περιορίσθηκε στους ζώντες πάνω στη γη. Με τη θριαμβευτική κάθοδο του Χριστου στον άδη συμπεριέλαβε και τους κεκοιμημένους αδελφούς μας (Α' Πέτρ. γ' 19). Γι' αυτό αναφέρει ο ύμνος της Εκκλη­σίας μας:

Βασιλεύει, άλλ' ουκ αιωνίζει άδης του γένους των βροτών Συ γαρ τεθείς εν τάφω, Κραταιέ, ζωαρχχική παλάμη, τα του θανάτου κλείθρα διεσπάραξας και εκήρυξας τοις άπ' αιώνος εκεί καθεύδουσι λύτρωσιν αψευδή, Σώτερ, γεγονώς νεκρών πρωτότοκος.

Δεν μπορούσε άραγε ο θάνατος να νικηθεί με άλλο τρόπο, έξω από το σώμα του Χριστού; Ο θάνατος δεν ή­ταν έξω από το σώμα· είχε συμπλεχτεί με το σώμα. Ήταν λοιπόν ανάγκη και η ζωή να συμπλεχτεί με το σώμα, ώ­στε το σώμα να αποβάλει τη φθορά και αντί γι' αυτήν να ενδυθεί τη ζωή. Αφού το σώμα ενδύθηκε τη φθορά, δεν θα μπορούσε να αναστηθεί, εάν δεν ενδυόταν τη ζωή. Έπρεπε ο εχθρός να αντιμετωπισθεί στο σώμα. Γι' αυτό ο Χριστός ενδύθηκε σώμα, για να συναντήσει με το σώμα το θάνατο και να τον εξαλείψει. Πλησιάζει λοιπόν ο θάνατος και αφού κατέπιε το δόλωμα του σώματος, σου­βλίζεται με το αγκίστρι της Θεότητος και αφού εγεύθη από το αναμάρτητο και ζωοποιό σώμα, εξοντώνεται και ξερνά όλους όσους κατέπιεν από την αρχήν (Ιω. Δαμασκ.).

Ο Μ. Βασίλειος συνοψίζει το μυστήριο της σωτη­ρίας του ανθρώπου: Ο Υιός και Λόγος του Θεού σαρκώνεται, γεννάται εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας (Ρωμ. η' 3). Λαμβάνει δηλαδή το αμαρτωλό σώμα μας, χωρίς όμως να διαπράξει αμαρτία (Ης. νγ' 9. Λουκ. κγ' 41. Ιω. η' 46. Β' Κορ. ε' 21. Εβρ. δ' 15. Α' Πέτρ. θ' 22). Μ' αυτό τον τρόπο ο θάνατος, που κληρονομήθηκε με την κατα­γωγή μας από τον Αδάμ, κατεπόθη από την Θεότητα και η αμαρτία εξηφανίσθη υπό της εν Χριστώ Ιησού δι­καιοσύνης, ώστε κατά την ανάστασιν να απολαύωμε την σάρκα, που δεν είναι ούτε υπόδικος εις τον θάνατον, ούτε υπεύθυνος εις την αμαρτίαν (πρβλ. Ρωμ. ε' 12, 17).

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι το ότι ο Χριστός παρέδω­σε το σώμα Του στο θάνατο, αλλά το ότι ο θάνατος δεν μπόρεσε να κρατήσει κάτω από την εξουσία του τον αρ­χηγό της ζωής (Πράξ. β' 24, γ' 15).

Ο θάνατος υπερίσχυσε και κατέπιε πολλούς,

αλλά πάλιν αφήρεσε Κύριος ο Θεός

παν δάκρυον από παντός προσώπου·

αφήρεσε το όνειδος του λαού από πάσης της γης

(Ης. κε'8).

Έτσι με το θάνατό Του ο Χριστός κατάργησε εκείνον που είχε το κράτος του θανάτου και εχάρισε την ελευθε­ρία στους ανθρώπους (Πρβλ. Α' Κορ., ιε' 20-23, 54, Εβρ. 6' 14-15, Αποκ. κ' 14). Γι' αυτό και η Εκκλησία μας ψάλλει: Θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος.

Αλλά ο θάνατος μένει για τη διάνοια του πιστού φο­βερό και απροσπέλαστο μυστήριο. Αυτό εκφράζουν με ανεπανάληπτο τρόπο τα ιερά κείμενα από την ακολουθία της κηδείας.

Θρηνώ και οδύρομαι

όταν αναλογισθώ τον θάνατο,

και ίδω στους τάφους κειμένη

την ωραιότητα μας την κατ' εικόνα Θεού,

άμορφη, άδοξη, χωρίς σχήμα.

Ω θαύμα!

Τι μυστήριο συνέβη σε μας... Όντως φοβερώτατο το του θανάτου μυστήριο πως η ψυχή από την αρμονία με το σώμα χωρίζεται βίαια, και πως αποκόπτεται της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός με θεία βούληση...

Όμως για τον πιστό δεν υπάρχει εδώ αδιέξοδο· δεν ο­δηγείται σε απόγνωση, αλλά στην ελπίδα: Αδελφοί, δεν θέλουμε να αγνοείτε ό,τι αφορά τους κεκοιμημένους, δια να μη λυπείσθε όπως και οι λοιποί, που δεν έχουν ελ­πίδα. Γιατί αν πιστεύουμε πως ο Ιησούς απέθανε και α­ναστήθηκε, έτσι και ο Θεός δια του Ιησού θα φέρει μαζί του και τους κοιμηθέντας... ώστε παρηγορείτε ο ένας τον άλλον με τα λόγια αυτά (Α' Θεσ. δ' 13-18).

Πάσχα Κυρίου Πάσχα!


Γράφει ο μοναχός Μωυσής αγιορείτης

Πάσχα σημαίνει πέρασμα, διάβαση, πορεία. Από το θάνατο στη ζωή το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη εορτή της Ορθοδοξίας. Η Ανάσταση του Χριστού νίκησε τη φθορά και το θάνατο.


“Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας”. Ο πρώτος λόγος του Χριστού στις μυροφόρες ήταν το “χαίρετε”. Η χαρά χαρακτηρίζει τη ζωή των αληθινών χριστιανών. Το “χαίρετε” είναι ο καλύτερος και ωραιότερος χαιρετισμός για παντού και πάντοτε. Ο αναστηθείς Χριστός χάρισε την αφοβία του θανάτου στον κόσμο. Δεν είναι διόλου μικρό αυτό το γεγονός. Ο σύγχρονος άνθρωπος από το φόβο του μην πεθάνει πεθαίνει πριν πεθάνει. Η αγωνία του θανάτου που πνίγει τον κόσμο βρίσκει διέξοδο στην πίστη στην ανάσταση του Χριστού.
Με την Ανάστασή του ο Χριστός χαρίζει αληθινή χαρά στον άκοσμο κόσμο, ειρήνη στον ανειρήνευτο άνθρωπο, ζωή στην ψευτοζωή και παλιοζωή, ελπίδα στα πολλά αδιέξοδα, βεβαιότητα χαράς ουράνιας.
Τα κόκκινα αυγά, οι άσπρες λαμπάδες, τα σουβλιστά αρνιά, οι ασπασμοί, οι ευχές, η εορταστική ατμόσφαιρα, θέλουν όλα κάτι να φανερώσουν από την αλήθεια της Αναστάσεως του Χριστού. Η ελληνορθόδοξη παράδοση έχει ζωντανά στοιχεία που είναι δύσκολο να εξοβελίσει μια ορθολογιστική διανόηση, επηρμένα ακατήχητη στα της πίστης. Ο λαός επί ένα σαρανταήμερο λέγοντας “Χριστός Ανέστη” και απαντώντας “Αληθώς Ανέστη” ομολογεί την πίστη στην Ανάσταση. Τα ελληνικά έθιμα έχουν μια κρυμμένη θεολογία. Το φιλί της αγάπης, στο πρώτο “Χριστός Ανέστη” τη νύχτα της Αναστάσεως, μαρτυρεί την αγάπη του αναστάντος Χριστού στον κόσμο. Σημαίνει κατάργηση της εχθρότητας, της αντιπαλότητας, της εξουσιαστικότητας, της αδιαλλαξίας. Στη λήθη απόψε κάθε διαφορά, πικρία και ψυχρότητα.
Ο ιερός υμνωδός στοργικά προτρέπει όλους: “Συγχωρήσωμεν πάντα τη αναστάσει” και έτσι τότε “αλλήλους περιπτυξώμεθα”. Το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών δηλώνει τσάκισμα της κακίας, ευκαιρία επικοινωνίας, διαπροσωπικών αγαθών σχέσεων, ανοιχτού διαλόγου, έξαρση χαράς. Χαίρεται και όποιος νικά και όποιος χάνει κατά το τσούγκρισμα των αυγών.
Ο εσπερινός του Πάσχα λέγεται Αγάπη. Το ευαγγέλιο λέγεται σε όλες τις γλώσσες. Η Ορθοδοξία δεν είναι ελληνική αλλά οικουμενική. Ο Χριστός δεν ήλθε στον κόσμο μόνο για τους Ιουδαίους ή τους Έλληνες, αλλά για όλους τους ανθρώπους, τους οποίους θέλει να φέρει στο φως το αληθινό της πραγματικής επιγνώσεως, διά της αληθινής αγάπης.
Στο Άγιον Όρος δεν έχει βεγγαλικά, οβελίες, μουσικές και φωνές. Στην εαρινή ησυχία, στην καταπληκτική σιγή της αναστάσιμης νύχτας, στη λαμπρή μεταμεσονύχτια θεία λειτουργία, στο φως των κεριών, που άναψαν από το “ανέσπερον φως”, μυστικά εορτάζεται η μεγάλη πανηγύρι της μοναδικής και ανεπανάληπτης αυτοανάστασης. Ψάλουμε τη νίκη του θανάτου διά του θανάτου του Χριστού. Ο μεγάλος δογματικός θεολόγος της εκκλησίας μας, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, διαλαλεί πανευφρόσυνα: “Ως όντως ιερά και πανέορτος αύτη η σωτήρος νυξ και φωταυγής της λαμπροφόρου ημέρας της εγέρσεως”.
Στο Άγιον Όρος το Πάσχα εορτάζεται μυστικά στα βάθη των καρδιών. Οι μοναχοί προετοιμασμένοι με τη νηστεία, την προσευχή, την ελεήμονα καρδία και την καρδιακή κατάνυξη της μεγάλης σαρακοστής και της μεγαλοβδομαδιάτικης ανάτασης ψάλλουν το “Χριστός Ανέστη” σιγά, αργά, κατανοητά, δοξολογικά και ευχαριστιακά. Ο Χριστός δεν είναι του παρελθόντος, της ιστορίας και της θρησκείας αλλά της καρδιάς τους, του τώρα. Η χάρη και χαρά καλύπτει τον ταπεινό τους αγώνα, η αγωνία υποχωρεί και η Ανάσταση δίνει ανάταση και αναψυχή. Πάσχα Κυρίου Πάσχα, πέρασμα σε έναν άλλο τρόπο σκέψεως και ζωής, ελευθερίας, ειρήνης και χάριτος.

Κυριακή 4 Απριλίου 2010

Nαι,πιστεύουμε στην Ανάσταση


«Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται ματαία η πίστις υμών» (Α΄ Κορ. 15,17)

Ενα συγκλονιστικό μήνυμα δεσπόζει στη σημερινή εορτή. Λιτό και περιεκτικό: Χριστός ανέστη! Και αντηχεί επί σαράντα ημέρες σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Πρόκειται για μια βεβαιότητα στην οποία στηρίζεται η Εκκλησία. Ο Χριστός ανέστη και μαζί Του ανέστη η ανθρώπινη φύση, την οποία προσέλαβε.

Οπωσδήποτε, αυτό το συνταρακτικό Γεγονός δεν είναι αποδεκτό από πολλούς. Εδώ στην Αλβανία, στη σκοτεινή περίοδο της αθεϊστικής δικτατορίας, η πίστη και η αναφορά στην ανάσταση του Χριστού εθεωρείτο έγκλημα. Παρά ταύτα, πολλοί άνθρωποι στα μύχια της καρδιάς τους ομολογούσαν: Χριστός ανέστη! Ακόμη, υπάρχουν ιδεολογίες και θρησκείες που αρνούνται την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Παρά ταύτα: Χριστός ανέστη!

Οι ίδιοι οι Μαθητές του Χριστού ήσαν επιφυλακτικοί στην πρώτη είδηση της Αναστάσεως. Αλλά κατόπιν έδωσαν όλες τους τις δυνάμεις για να κηρύξουν το χαρμόσυνο μήνυμα που άλλαξε την ιστορία της ανθρωπότητος. Ο απόστολος Παύλος, ο οποίος μαζί με τους άλλους αποστόλους επέμενε στο γεγονός της Αναστάσεως, στην επιστολή του προς Κορινθίους διετύπωσε με απόλυτο τρόπο μια κρίσιμη υπόθεση. «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών» (Α΄ Κορ. 15,14). Και κατόπιν επανέλαβε: «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται ματαία η πίστις υμών έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις υμών» (15,17). Χωρίς την Ανάσταση, η χριστιανική πίστη είναι «κενή», άδεια άνευ ουσιαστικού περιεχομένου και «ματαία», ανωφελής.

Ακούγεται σκληρός αυτός ο λόγος. Αλλ’ αποτελεί την ουσία του Ευαγγελίου. Αν αφαιρεθεί η Ανάσταση, όλο το χριστιανικό οικοδόμημα καταρρέει. Δεν σώζουν ούτε οι έξοχες ιδέες ούτε τα υπέροχα διδάγματα ούτε τα θαυμαστά παραδείγματα. Το κρίσιμο στοιχείο, το μοναδικό και ζωτικό του Χριστιανισμού είναι η Ανάσταση. Πολλοί θα προτιμούσαν ένα χριστιανικό κήρυγμα που θα περιορίζεται σε ηθικοπλαστικά διδάγματα και γενικότητες περί αλληλεγγύης, ισότητος, ειρήνης χωρίς το κήρυγμα περί της Αναστάσεως. Αλλά ένας τέτοιος, «Χριστιανισμός» είναι άγευστος, ατελής, χωρίς πνοή ζωής. Τελικά, δεν είναι Χριστιανισμός.

Ο συλλογισμός του αποστόλου ολοκληρώνεται στον επόμενο στίχο, «ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν» (15,19). Αν η χριστιανική ελπίδα μας περιορίζεται μόνο σ’ αυτή τη ζωή, τότε είμαστε οι πιο αξιοθρήνητοι από όλους τους ανθρώπους. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Χριστός έχει αναστηθεί κάνοντας την αρχή για την ανάσταση των κεκοιμημένων. «Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο» (στ. 20-21). Και ο Παύλος αναπτύσσει το επιχείρημά του τονίζοντας ότι όλοι καταγόμεθα από τον Αδάμ, αλλά προσέτι ότι όσοι έχουν ενσωματωθεί εν τω Χριστώ τω νέω Αδάμ, θα μετάσχουν σε μια νέα ζωή. «Επειδή γαρ δι’ ανθρώπου ο θάνατος, και δι’ ανθρώπου ανάστασις νεκρών. Ωσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται» (21-22). Ο Χριστός όχι μόνο αναστήθηκε ο ίδιος, αλλά συνήγειρε και ανέστησε την ανθρώπινη φύση, την οποία προσέλαβε.

Αυτή τη σωτήρια βεβαιότητα αναγγέλλει επίμονα η Ορθόδοξη Εκκλησία ψάλλοντας επανειλημμένως το Χριστός ανέστη! Και συνάμα τονίζει: Η Ανάσταση του Χριστού διακηρύσσει ότι η αλήθεια είναι δυνατότερη από το ψέμα, το αγαθό ισχυρότερο από το κακό, η αγάπη δυνατότερη από το μίσος, η ζωή κραταιότερη από τον θάνατο. Το Ευαγγέλιο δεν περιορίζεται μόνο σε ηθικές κατευθύνσεις. Διαβεβαιώνει και τη δική μας οντολογική ανάσταση. Γι’ αυτό παραμένει αναλλοίωτο χαρμόσυνο μήνυμα ανά τους αιώνες.

Προφανώς, δεν είμαστε αφελείς. Γνωρίζουμε ότι πολλοί συνάνθρωποί μας δεν δέχονται «την εν ημίν ελπίδα». Ισως, μάλιστα, με πείσμα την αποκρούουν ή απλώς την παραθεωρούν. Παρά ταύτα: Χριστός ανέστη! Ούτε υπάρχει λόγος να κρύψουμε ότι και στις καρδιές πολλών χριστιανών κάποτε εισδύει ο δισταγμός. Παρά τις διάφορες όμως επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, Χριστός ανέστη!

Αυτή την αναστάσιμη βεβαιότητα η Εκκλησία μάς καλεί να τη ζήσουμε πιο συνειδητά στη σημερινή λαμπρή εορτή. Οσο και αν ο νους μας κάποτε υποκύπτει στην ολιγοπιστία, Χριστός ανέστη! Το ζητούμενο είναι να στηριχθεί αυτή η πίστη μέσα μας, να γίνει πιο σαφής και ατράνταχτη. Και ακόμη, να διακηρυχθεί θαρρετά στο περιβάλλον, το κοντινό όσο και το μακρινό: Χριστός ανέστη!

Οι αιώνες που πέρασαν μαρτυρούν ότι κάθε άλλο παρά «κενή» και «ματαία» υπήρξε η πίστη των χριστιανών. Ανοιξε νέους ορίζοντες για την αποδοχή του Αρρήτου. Προσέφερε σε εκατομμύρια ανθρώπους ακατάβλητη δύναμη αντοχής, δημιουργίας και εκπληκτικών αθλημάτων και τους ανέδειξε πρωταγωνιστές προόδου και πολιτισμού.

Ας χαρούμε, αδελφοί μου, το φετινό Πάσχα ζητώντας από τον αναστάντα Κύριο να δυναμώσει την πίστη μας στην Ανάστασή Του και να στερεώσει το αναστάσιμο φρόνημά μας. Στην περιρρέουσα ζοφερή ατμόσφαιρα, που δυσκολεύει συχνά την αναπνοή και την όρασή μας, το αναστάσιμο φως ας καταυγάσει τη σκέψη μας, ας φωτίσει τον νου και τη συνείδησή μας, ας στηρίξει την καρδιά μας. Ασφαλώς, η καθημερινή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε, οι αδικίες, οι στερήσεις, δεν έπαυσαν να υπάρχουν. Παρά ταύτα: Χριστός ανέστη! Ασφαλώς ο πόνος από τα αναπάντεχα –ανέχεια, ασθένειες, θανάτους και άλλα δεινά– είναι συχνά αφόρητος. Παρά ταύτα: Χριστός ανέστη!

Ναι, πιστεύουμε στην Ανάσταση. Αυτό διατρανώνει και η ολόλαμπρη αυτή σύναξή μας. Και η πίστη μας δεν είναι ούτε «κενή» ούτε «ματαία». Είναι αστείρευτη πηγή δυναμικής και καρποφόρου ζωής. Χριστός ανέστη!

Ο Αλβανίας Αναστάσιος

Χριστός ανέστη!





ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Μήνυμα Ιερωνύμου για το Πάσχα


"Τέκνα και αδελφοί μου εν Χριστώ αγαπημένοι,

ΧριστόςΑνέστη!!

Το ανέσπερο φως της Αναστάσεως φωταγωγεί σήμερα την Οικουμένη. «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια».

Οι δυνάμεις της φθοράς και οι εργάτες της ανομίας έχασαν την πολυτέλεια των σκοτεινών ορμητηρίων τους. Η αλήθεια νίκησε το ψέμα και ο θάνατος έχασε την εξουσία του. «Που σου θάνατε το κέντρον;» «που σου θάνατε το νίκος;» δικαιούται να ρωτά με υπερηφάνεια και ο ταπεινότερος των ανθρώπων.

Οι πανηγυρισμοί για την «εορτή των εορτών». Η χαρά της «πανηγύρεως των πανηγύρεων». Το ευλογημένο Πάσχα που θριαμβευτικά εορτάζει η απανταχού της γης Χριστιανοσύνη γεμίζει τις καρδιές μας με ελπίδα και δύναμη. Το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού νοηματοδοτεί τη ζωή μας κάνοντας ορατή και βέβαιη την προοπτική της «άλλης βιοτής της αιωνίου».

Όμως δεν κρύβει από τα μάτια μας το ότι ζούμε συγχρόνως σε ένα κόσμο πεπτωκότα. Σε ένα κόσμο που έχει ξεπέσει από αυτό που ήταν όταν πλάστηκε. Σε ένα κόσμο όπου κυριαρχεί το οργανωμένο ψέμα. Σε μια κοινωνία όπου δεσπόζει η εξωραϊσμένη υποκρισία, ο φίλαυτος ατομικισμός και η υποδούλωση στον φθοροποιό υπερκαταναλωτισμό. Μια κοινωνία όπου η απληστία και ο εγωκεντρισμός έγιναν πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Ιδού λοιπόν γιατί ο εορτασμός του Πάσχα δεν επιτρέπεται, όσο ποτέ άλλοτε, να περιοριστεί σε εθιμοτυπικές εκδηλώσεις αλλά πρέπει να είναι πρόκληση για αφύπνιση και πρόσκληση σε μια νέα πορεία ζωής. Μια πορεία όπου η ευλογία της Αναστάσεως του Χριστού να είναι η κινητήρια δύναμη του προσωπικού και του κοινωνικού μας βίου.

Η νωπή ακόμα εμπειρία όσων βιώσαμε στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας των Παθών του Κυρίου υπενθυμίζει με τον πιο εμφαντικό τρόπο, ότι φαινόμενα τόσο γνώριμα στο σύγχρονο βίο: οι μικρότητες, οι δολοπλοκίες, ο φθόνος, η αδικία, ο κατατρεγμός των αδυνάτων, ο ξενιτεμός, ο εξευτελισμός του ανθρώπου, τα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα και τόσα άλλα οδυνηρά χαρακτήρισαν τις συνθήκες και τον τρόπο όσων κινήθηκαν γύρω και εναντίον του Ιησού.

Όμως Πάσχα σημαίνει «πέρασμα». Σημαίνει «διάβαση»σημαίνει«έξοδος».

Στην Παλαιά Διαθήκη η λέξη Πάσχα χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την έξοδο και την απελευθέρωση του Ισραηλιτικού λαού από την αιγυπτιακή σκλαβιά. Μετά την Ανάσταση του Χριστού, Πάσχα σημαίνει την έξοδο από τη σκλαβιά του θανάτου στην ελευθερία της όντως ζωής. Το πέρασμα προς την ελευθερία «εις ην Χριστός ημάς ηλευθέρωσεν». Δηλώνει τη μεταμόρφωση της σταυρικής δοκιμασίας σε αναστάσιμη χαρά. Πάσχα σημαίνει ότι κάθε είδος θλίψης που επιτρέπει ο Θεός στη ζωή μας έχει κάποιο νόημα. Και αν σταθούμε σωστά, γενναία, με πίστη στον Θεό και εμπιστοσύνη στην πρόνοιά Του, σύντομα θα φανεί και η διέξοδος.

Να γιατί σε καιρούς δύσκολους, όπως στις μέρες μας, η Εκκλησία οφείλει να γρηγορεί και να προσεύχεται, ώστε να μπορεί, με τη Χάρη του Θεού, να διαγιγνώσκει τα σημεία των καιρών και να ειδοποιεί έγκαιρα και πρόωρα για το που οδηγούν οι λανθασμένες επιλογές. Σε αυτές τις περιπτώσεις η Εκκλησία έχει χρέος να καλεί το λαό του Θεού σε εγρήγορση και αντίσταση εναντίον κάθε είδους φθοράς, ευτελισμού του ανθρωπίνου προσώπου και απαξιώσεως των ουσιωδών του κοινού βίου.

Η προφητική διακονία της Εκκλησίας οφείλει να κρατά σε περιόδους κρίσεως ζωντανή την ελπίδα προβάλλοντας τη δύναμη της Αναστάσεως.

Αδελφοί και τέκνα μου εν Χριστώ αγαπημένα,

Πάσχα σημαίνει κλήση για έξοδο από την επικράτεια της απελπισίας στο φως της ελπίδας. Σημαίνει να διαβούμε πέρα από τις κτιστές ψεύτικες βεβαιότητες και να εμπιστευτούμε τη ζωή μας στον Αναστημένο Χριστό. Σημαίνει την υπέρβαση του ψεύδους και την επικράτηση της αλήθειας.

Σημαίνει ότι είναι καιρός να αναζητήσουμε τρόπους πνευματικής αφύπνισης και καλλιέργειας που θα μας θωρακίσουν απέναντι στην καταλυτική δύναμη της παρακμής.

Πάσχα σημαίνει την απελευθερωτική διάβαση από τον τρόπο της απλής επιβίωσης που σκιάζει τρομακτικά ο θάνατος στον ευλογημένο χώρο της αναστημένης ζωής.

Χαίρετε λοιπόν και μην αγωνιάτε.

Ο Χριστός είναι αναστημένος.

Η ζωή νίκησε τον θάνατο και η εν Χριστώ ελπίδα φωτίζει με το φως της Αναστάσεως τη ζωή μας.

Καλό Πάσχα σε όλους και στον καθένα προσωπικά!

Χριστός ανέστη!".

Ευχαριστούμε την σελίδα "Ελληνικά Λειτουργικά Κείμενα" ,  

από την οποία αντλούμε τα υμνογραφικά. Η δουλειά τους είναι σπουδαία και αξίξει θερμά συγχαρητήρια.

Επίσης και όλες τίς άλλες σελίδες και ιστολόγια απ'τις οποίες ερανίζουμε την ποικιλλία των αναστάσιμων θεμάτων και των εικόνων προς δόξαν Αναστάντος Χριστού.

(Εικόνα προμετωπίδας από holytrinitybut.org)

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ' αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ' αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ' αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. ( Αποκ. ΚΑ΄)

Eπίσης γράφω...

  • - ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
    Πριν από 1 χρόνια
  • Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ'' (1888) - Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδέ ποτε καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑ...
    Πριν από 2 χρόνια
  • - Λόγω περιορισμένου χρόνου και αποκλειστικής σχεδόν πλέον ενασχόλησης με το fb, αναστέλλεται η λειτουργία των εξής τριών ιστολογίων: ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ...
    Πριν από 10 χρόνια
  • - Λόγω περιορισμένου χρόνου και αποκλειστικής σχεδόν πλέον ενασχόλησης με το fb, αναστέλλεται η λειτουργία των εξής τριών ιστολογίων: ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ...
    Πριν από 10 χρόνια

Περνούν και διαβάζουν...